Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, ταλαντούχος και συχνά αμετροεπής, συγκέντρωνε ανέκαθεν επάνω του τα φώτα της δημοσιότητας εν μέρει λόγω της απέλασής του από τη Γαλλία το 1968, εν πολλοίς όμως λόγω της επίμονης και επιτυχούς εκ μέρους του διεκδίκησης της κληρονομιάς του κινήματος εκείνου του Μάη που ταρακούνησε τον κόσμο αμφισβητώντας το τεχνολογικό – βιομηχανικό σύμπλεγμα. Στη Γερμανία, η καριέρα του αρχικά δεν ήταν διόλου θεαματική καθώς τα ηνία της αμφισβήτησης είχε πάρει το Πράσινο Κίνημα, το οποίο παρότι κληρονόμησε πολλές θεματικές γραμμές του Μάη προέβαλε μια εντελώς νέα ατζέντα: αποπυρηνικοποίηση, απορρύπανση, φεμινισμός, φιλειρηνισμός, αλληλεγγύη στον Τρίτο Κόσμο, βιολογική γεωργία, εναλλακτικές μορφές ενέργειας, ανακύκλωση, αντίθεση στα μεγάλα έργα, πάνω απ’ όλα όμως κριτική στην αναπτυξιακή διαδικασία που τροποποίησαν άρδην το πολιτικό σκηνικό.

Ο Κόκκινος Ντάνι επανενεργοποιήθηκε σταδιακά και εξελέγη αντιδήμαρχος στη Φρανκφούρτη, χτίζοντας το νέο προφίλ του σε ζητήματα μετανάστευσης και διαπολιτισμικότητας. Σταδιακά αφομοίωσε την πράσινη ατζέντα, εναντιώθηκε στην κατασκευή του νέου αεροδρομίου στη Φρανκ-φούρτη και κατάφερε να εκλεγεί δύο φορές ευρωβουλευτής με την Πράσινη λίστα, αντλώντας κύρος πρωτίστως από το ελευθεριακό –όπως μας θυμίζει εδώ –και εναλλακτικό παρελθόν του. Επανερχόμενος στη Γαλλία εξελέγη δύο φορές, την τελευταία μάλιστα ως επικεφαλής του σχηματισμού Ευρώπη-Οικολογία, που κέρδισε ένα εντυπωσιακό 16,3% των ψήφων.

Το βιβλιαράκι αυτό έχει ενδιαφέρουσες πτυχές, αν και το πνεύμα του είναι μάλλον απολογιστικής χροιάς. Ο Ντάνι κάνει, όπως το συνηθίζει, μια θεαματική κίνηση αποχώρησης ελπίζοντας, κατά τη γνώμη μου, ότι όλο και κάπου θα στεγαστεί ενόψει των ευρωεκλογών του επόμενου Μαΐου. Από τις πράσινες και όχι μόνο ιδέες που διατυπώνει, πολλές έχουν οσμή deja vu, ειδικά οι αναφερόμενες στην Ευρώπη ως προνομιακού πεδίου του οικολογισμού, στην ηθική του μέλλοντος του φιλοσόφου Χανς Γιόνας ως ικανής να επαναπροσδιορίσει τις ευθύνες μας απέναντι στις μέλλουσες γενιές, στην αμφισβήτηση της ανάπτυξης του Εντγκάρ Μορέν, στην απόσταση μεταξύ περιβαλλοντικής πολιτικής και οικολογικού κινήματος όπως περιγράφηκε από τον Αντρέ Γκορζ, στη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας και στην έννοια της αυτονομίας κατά τον Καστοριάδη, ακόμη και στην κριτική της τεχνολογίας όπως διατυπώθηκε από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, αλλά και τη θεωρία του δομικού ρίσκου του Ούλριχ Μπεκ –ο οποίος μας έχει προειδοποιήσει εγκαίρως για τη συγκρότηση μιας οικουμενικής «κοινωνίας της διακινδύνευσης». Μην τρομάξετε, όλα τα πιο πάνω εξόχως σημαντικά δίνονται σε μικρές δόσεις, στα πεταχτά. Τα θεωρητικά τσιμπολογήματα του συγγραφέα θυμίζουν μεσαίου μεγέθους διάλεξη, όπου οι χρήσιμες αναδρομές στην ιστορία της ελευθεριακής, αναρχίζουσας αρχικά και μετέπειτα πράσινης σκέψης έχουν περισσότερο να κάνουν με την αγχώδη υπενθύμιση ότι «ήταν κι εκείνος εκεί».

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολλά «πρέπει» και ενίοτε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, παροτρύνοντάς μας να «ξανασκεφθούμε», να «ξαναδούμε», να «διαλεγούμε», να «στρατευθούμε». Καταλήγει ότι η απαισιοδοξία δεν είναι απλώς αδικαιολόγητη αλλά και επιβλαβής. Καλεί λοιπόν σε μια κοινή προσπάθεια, αλλά η κατεύθυνση παραμένει ασαφής. Ακόμη και ο επικίνδυνα πιασάρικος τίτλος δεν δικαιολογείται από το περιεχόμενο. Η προτεινόμενη υποκατάσταση των πολιτικών κομμάτων από αμεσοδημοκρατικά διαδικτυακά μορφώματα και κοινωνικά κινήματα που ο ίδιος περιγράφει ως αδόμητα, αυταρχικά, υποκρύπτοντα προσωπικές φιλοδοξίες, ευνοϊκά προς τη μετριοκρατία και εντέλει ελάχιστα δημοκρατικά, αναιρείται λίγο παρακάτω όταν μια Μαροκινή τού θυμίζει τα καλά της κάλπης και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ο αυτοπροσδιορισμός του ως απάτριδος και ανένταχτου ενδύεται τον σαρτρικό μανδύα της ελευθερίας επιλογής, αλλά η ίδια η έννοια της ελευθερίας παραμένει ομιχλώδης, θυμίζοντας εξεγερμένο έφηβο των σίξτις παρά ώριμο ευρωβουλευτή που σιτίστηκε επί δεκαετίες στα ευρωπαϊκά σαλόνια και όφειλε να έχει συμβάλει στη θεσμική αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών αδιεξόδων και πιο συγκεκριμένα στη συγκρότηση της πολυπολιτισμικότητας –του πολιτικού φεντεραλισμού, θα έλεγαν άλλοι, αλλά και ο ίδιος.

Τα αίτια της κρίσης λίγο αναλύονται εδώ, και το μοντέλο ανάπτυξης παρακάμπτεται. Σχέδιο για τη μέλλουσα ευρωπαϊκή κοινωνία δεν υπάρχει. Εν ολίγοις προκύπτει μια συνταγή με συστατικά της κάποια ψήγματα από Αριστερά, ολίγον από Δεξιά, κοινωνικό οικολογισμό, ουδεμία εμπιστοσύνη στους τρέχοντες θεσμούς και άφθονο αριστερισμό ως καρύκευμα. Στα μείον του βιβλίου η μη ενασχόληση με τις όποιες επιτυχίες στον τομέα του περιβάλλοντος αλλά και με την αποτυχία της Ενωσης να αναδυθεί ως ηγέτιδα δύναμη σε ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή και η εν γένει βιωσιμότητα. Η δυσπιστία προς την Ευρώπη του πάλαι ποτέ Τρίτου Κόσμου –που τώρα πια αναπτύσσεται ραγδαία –όφειλε να έχει απασχολήσει τον Ντάνι. Αντ’ αυτού, τον απασχολεί πολύ περισσότερο η προσωπική δικαίωση, αποθεώνει τους απανταχού αγανακτισμένους, ενώ παρακάμπτει εντέχνως το έργο σημαντικών εκπροσώπων του Πράσινου κινήματος και θεωρητικών της οικολογικής σκέψης.

Ας είναι. Οι ασφυκτικά οργανωμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, με το κυρίαρχο παραγωγικό μοντέλο τους, όντως χρειάζονται έναν Κον-Μπεντίτ για να ταράζει πού και πού τα νερά, δρώντας φαινομενικά στην περιφέρεια του συστήματος και αξιοποιώντας όλα τα οφέλη του. Στο δικό μας, πάλι, επικίνδυνο πολιτικό σκηνικό που ενδύεται στα σοβαρά τον μανδύα του εθνολαϊκισμού, είναι ευνόητο ότι ο αδόμητος λόγος του με τα διαρκή νοητικά άλματα ταιριάζει γάντι. Λέτε να τον δεξιωθούμε για το υπόλοιπο της καριέρας του;