Ηλογοτεχνία σε κίνδυνο; Οχι πια, γιατί έχει πεθάνει. Τη σκότωσαν θεωρητικά σχήματα που κυριάρχησαν στον εικοστό αιώνα και της αρνήθηκαν κάθε επαφή με τον κόσμο, κάθε επικοινωνία με ζωντανούς ανθρώπους, κάθε διάλογο με τις ανησυχίες, τις ιδέες, τα αισθήματά τους. Την έκλεισαν σ’ έναν φιλντισένιο πύργο όπου δεν μπορούσε να μιλάει «παρά μόνο για τον εαυτό της». Την έστειλαν να κατοικήσει σ’ ένα σύμπαν «κατασκευασμένο από την ίδια» και «χωρίς καμιά σχέση με την πραγματικότητα». Την έβαλαν να ζήσει στο κενό και να γεννάει τα έργα της στο κενό. Ε, σ’ ένα τέτοιο αεροστεγές σύμπαν η λογοτεχνία ήταν επόμενο να πεθάνει από ασφυξία.

«Ο τρώσας ιάσεται» έλεγαν οι αρχαίοι. Εδώ ο τρώσας (ένας, τέλος πάντων, από τους τρώσαντες) είναι ο Τσβετάν Τοντορόφ και αυτό που επιχειρεί τώρα είναι κάτι περισσότερο από την ίαση του θύματός του, είναι η ανάστασή του. Ο Τοντορόφ υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του στρουκτουραλισμού, ενός από τα θεωρητικά ρεύματα που εστίασαν το ενδιαφέρον τους αποκλειστικά στα εργαλεία της λογοτεχνίας, στην ανάλυση των τεχνικών και της δομής των λογοτεχνικών κειμένων, αφήνοντας εκτός συζήτησης το νόημά τους. Τα πιο ακραία από αυτά τα ρεύματα διακήρυσσαν μάλιστα ότι δεν υπάρχει καν τέτοιο νόημα. Αργότερα απέρριψε αυτή τη φορμαλιστική προσέγγιση και στο παρόν βιβλίο του υποστηρίζει ότι την ακολούθησε κάποτε από αντίδραση στις υπεριδεολογοποιημένες ερμηνείες της λογοτεχνίας που επέβαλλε η κομμουνιστική εκπαίδευση στη γενέτειρά του, τη Βουλγαρία, ενώ στην πραγματικότητα το απώτερο ενδιαφέρον του ανήκε πάντοτε στο νόημα των λογοτεχνικών δημιουργιών. Θα δεχτούμε το τεκμήριο της ειλικρίνειας. Ετσι κι αλλιώς, δεν έχει τόση σημασία τι ενοχλούσε τον Τοντορόφ άλλοτε, αλλά τι τον ενοχλεί σήμερα.

Αφορμή για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου είναι ο τρόπος διδασκαλίας της λογοτεχνίας στα γαλλικά σχολεία: η εμμονή με την τεχνολογία του λογοτεχνικού κειμένου, η αγνόηση του περιεχομένου του. Με άλλα λόγια, η αναγωγή των μέσων του συγγραφέα σε αυτοσκοπό. Με τέτοιες παιδαγωγικές μεθόδους ο φιλαναγνώστης δολοφονείται πριν ακόμα γεννηθεί. Από πολύ καιρό άλλωστε η λογοτεχνική κουζινική είναι το μόνο που ενδιαφέρει τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, τους ακαδημαϊκούς φιλολόγους, τους λογοτεχνικούς κριτικούς, ακόμα και πολλούς συγγραφείς. Πώς να μην αγγίξει αυτή η μόδα και τα σχολικά προγράμματα; Κάπως έτσι ο κόσμος, και όχι μόνον η Γαλλία, έχει γεμίσει ανθρώπους οι οποίοι, χωρίς να είναι άμουσοι και αναίσθητοι, έχουν απαυδήσει από μια λογοτεχνία που μιλάει «μόνο για τον εαυτό της» και αναζητούν τα ερεθίσματα της ανάγνωσης είτε σε κλασικά λογοτεχνικά έργα, που είχαν την τύχη να γεννηθούν και να καταξιωθούν πριν από την επιδημία της θεωρητικούρας, είτε σε άλλες μορφές έντεχνου γραπτού λόγου.

Πώς φτάσαμε εδώ; Ο Τοντορόφ ανακεφαλαιώνει αυτή την εξέλιξη. Πρόκειται για μια πορεία που αρχίζει στους νεότερους χρόνους, τον 17ο – 18ο αιώνα, και τείνει προς την αυτονόμηση του έργου τέχνης από εξωτερικές δεσμεύσεις. Σταδιακά, ο καλλιτέχνης παύει να μιμείται τη φύση, το δημιούργημα του υπέρτατου καλλιτέχνη που είναι ο Θεός, και γίνεται ο ίδιος ένας μικρός θεός, που δημιουργεί ένα ανεξάρτητο, συνεκτικό σύμπαν. Πρώτιστο γνώρισμα αυτού του σύμπαντος οφείλει να είναι η ομορφιά (χαρακτηριστικά, ο όρος αισθητική γεννιέται μόλις το 1750). Καθώς το Ωραίο αποδεσμεύεται από τα συμφραζόμενά του στον έξω κόσμο, απαιτούνται ειδικοί χώροι για τη θέαση και την απόλαυσή του: γεννιέται ο θεσμός των μουσείων. Με τη σειρά του, το μουσείο εναποθέτει στα εκθέματά του τη σφραγίδα των ωραίων δημιουργημάτων (δηλαδή των έργων τέχνης) απλώς και μόνο με την παρουσία τους εκεί, κι έτσι φτάνουμε στο διάσημο ουρητήριο του Μαρσέλ Ντισάν, που «έγινε» έργο τέχνης χάρη στην τοποθέτησή του σ’ έναν εκθεσιακό χώρο.

Πρέπει να επισημάνουμε, μαζί με τον Τοντορόφ, ότι ώς τη στροφή προς τον εικοστό αιώνα δεν αμφισβητούνταν, παρ’ όλα αυτά, η σχέση του έργου τέχνης με τον κόσμο. Ακόμα και το ρεύμα που είναι γνωστό από το δόγμα «η τέχνη για την τέχνη» παραδεχόταν τη μορφωτική επίδραση των έργων τέχνης, μόνο που την αναγνώριζε ως αποτέλεσμα και όχι ως σκοπό τους. Από τον ρομαντισμό κι έπειτα, μάλιστα, ειδικά η λογοτεχνία αναγορεύεται σε μια μορφή γνώσης του κόσμου, διαφορετική από εκείνη που παρέχουν οι επιστήμες, αλλά εξίσου σημαντική ή και σημαντικότερη. Στην Ιστορία, όμως, ακόμα και στην Ιστορία της τέχνης, μια εξέλιξη υπακούει στη δική της λογική, που συνήθως οδηγεί σε αποτελέσματα ξένα ή και αντίθετα προς τις προθέσεις εκείνων που την έθεσαν σε κίνηση. Οι θεωρητικές «πρωτοπορίες» του 20ού αιώνα ανέλαβαν να βγάλουν τις έσχατες συνέπειες αυτής της λογικής: την αποδέσμευση του έργου τέχνης από κάθε εξωτερική αναφορά και την ουσιαστική αχρήστευση της έννοιας του Ωραίου, αφού ωραίο δεν είναι πια αυτό που συγκινεί αλλά αυτό που είναι εντελές και αύταρκες μέσα στο δικό του σύμπαν. Η λογοτεχνία μιλάει τώρα (μιλούσε πάντοτε, υποτίθεται) μόνο με τον εαυτό της και για τον εαυτό της, πράγμα που συνεπάγεται ότι δεν αφορά κανέναν έξω από μια κάστα ακαδημαϊκών τεχνοκρατών της γλώσσας και αυτιστικών διανοουμένων. Το κοινό πήρε το μήνυμα και της γύρισε την πλάτη.

Οχι στους δογματισμούς

Πώς πρέπει να την (ξανα)δούμε, αν θέλουμε να τη βγάλουμε από το αριστοκρατικό, αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο πνιγηρό γκέτο όπου τη φυλάκισαν φουριόζοι, ναρκισσευόμενοι θεωρητικοί; Ο Τοντορόφ τείνει να συμμεριστεί την άποψη του Ρίτσαρντ Ρόρτι ότι η λογοτεχνία δεν είναι τόσο γνώση όσο άσκηση στην επικοινωνία με τον άλλο και την κατανόησή του, μέσω των διαφόρων χαρακτήρων των λογοτεχνικών έργων και των καταστάσεων όπου εμπλέκονται. Δεν χρειάζεται να συμφωνήσει κανείς. Προσωπικά έχω επιφυλάξεις και μυρίζομαι εδώ το σπέρμα ενός ακόμα δόγματος. Η λογοτεχνία μπορεί να επιτελεί πολλές λειτουργίες, αλλά οπωσδήποτε διαλέγεται με τον κόσμο. Κάθε αναλυτική μέθοδος που αποκαλύπτει μία ή περισσότερες από αυτές τις λειτουργίες είναι χρήσιμη, ακόμα και απαραίτητη, αλλά δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός για τον θεωρητικό ή τον κριτικό.

Σ’ ένα σημείο, πάντως, θα διαφωνήσω ριζικά με τον Τοντορόφ. Εκείνος ζητάει να ενθαρρύνεται ακόμα και η ανάγνωση βιβλίων χωρίς αισθητικές αξιώσεις γιατί οδηγεί βαθμιαία τον αναγνώστη στην αναζήτηση απαιτητικότερων έργων. Η πείρα, ειδικά στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, δείχνει ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η «ελαφρή» λογοτεχνία έκανε εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες να ζητούν όντως την υπέρβαση αυτής της ποιοτικής στάθμης –αλλά προς τα κάτω.