Στην έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης το 2011, πριν ακόμη εκδοθεί, ανακηρύχθηκε από το «Publishers Weekly» ως το πλέον περιζήτητο βιβλίο της έκθεσης. Πλειστηριασμοί, διαπραγματεύσεις, δικαιώματα κινηματογραφικής μεταφοράς. «Ο ανδαλουσιανός φίλος» έχει όλα τα χαρακτηριστικά του αστυνομικού θρίλερ που γίνεται μπεστ σέλερ: καταιγιστική πλοκή, ηθικά διλήμματα, άφθονο αίμα, όπλα, πολιτική, κοινωνία που βράζει, αστυνομία που έχει λερωμένη τη φωλιά της. O Σόντερμπεργκ, επαγγελματίας σεναριογράφος που πέρασε από την τηλεόραση στο μυθιστόρημα, ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει φιλμάρισμα σκηνής. Το κείμενό του έχει αφηγηματικό μοντάζ, αεικίνητο αφηγηματικό φακό κι ένα πλήθος πρωταγωνιστών, δευτεραγωνιστών και κομπάρσων που πλέκονται μεταξύ τους με αόρατα νήματα.

Ο συγγραφέας, άνθρωπος της εικόνας και του σεναρίου, κουβαλά στη μυθιστορηματική αφήγηση αυτή την προίκα και την αξιοποιεί: διάλογοι με ατάκες που εκτοξεύονται σαν τα μπαλάκια του πινγκ-πονγκ, πλοκή που δεν χαλαρώνει. Οσοι αναζητούν την αργή απολαυστική ανάγνωση, τις αναγνωστικές στάσεις και τη μακρόσυρτη αφήγηση, καλά θα κάνουν να ψάξουν αλλού. Εδώ ο αναγνώστης γίνεται βουλιμικός της πλοκής, οι σελίδες γυρνούν γρήγορα, καμιά φορά αμάσητες, προκειμένου να μάθει κανείς τι επιτέλους θα γίνει παρακάτω. Ο Σόντερμπεργκ έχει κοινά στοιχεία με τον ευπώλητο Λάρσον, το μεγάλο χιτ στην κατηγορία του αστυνομικού θρίλερ τα τελευταία χρόνια: οι ιστορίες του θίγουν ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, αποδίδουν μια ολόκληρη κοινωνία, αυτή του Βορρά, με τους σπασμούς, τις αγωνίες και την καθημερινότητά της. Ομως ο Σόντερμπεργκ επιλέγει ως ηρωίδα μια γυναίκα. Μια νοσοκόμα που μπλέκεται χωρίς να το θέλει. Εναν άνθρωπο τόσο ικανό, που εν τέλει είναι ικανός για όλα. Ισως γι’ αυτό κάποιοι μίλησαν για τη γυναικεία εκδοχή του Νονού. Η Σοφί είναι, mutatis mutandis, ο Αλ Πατσίνο της διάσημης τριλογίας. Αναλαμβάνει μια παράνομη επιχείρηση, επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

Ομως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Σοφί είναι νοσοκόμα που δεν μοιάζει με νοσοκόμα. Η ίδια δεν ξέρει αν αυτό είναι φιλοφρόνηση ή προσβολή. Είναι μια ευκατάστατη χήρα με έναν έφηβο γιο, τον Αλμπερτ. Ζει σε ένα ωραίο σπίτι την ισορροπημένη, μακριά από έρωτες και συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, ζωή της. Η Σοφί ανήκει στους ανθρώπους που θέλουν να κάνουν το σωστό. Ισως γι’ αυτό δεν μπορεί να πει «όχι» σε ένα περίεργο αίτημα της Αστυνομίας.

Οταν λοιπόν εμφανίζεται μπροστά της η Γκουνίλα Στράντμπεργκ, μια αστυνομικός υπεύθυνη πιλοτικού προγράμματος για την καταπολέμηση του διεθνούς εγκλήματος που χρησιμοποιεί αρκετά αμφιλεγόμενες –και απολύτως παράνομες –μεθόδους, νιώθει την υποχρέωση να συνεργαστεί. Η Γκουνίλα προσεγγίζει τη Σοφί γιατί βλέπει πως ο Χέκτορ Γκουσμάν, εγκληματίας υψηλών προδιαγραφών, έλκεται από την ωραία νοσοκόμα. Το σπίτι της Σοφί καλωδιώνεται εν αγνοία της και ένας ολόκληρος μηχανισμός παρακολουθεί κάθε της βήμα.

Ο Χέκτορ Γκουσμάν προσεγγίζει τη Σοφί προσεκτικά. Διαθέτει χιούμορ, που επιδεικνύει στη συνάντηση με τον Αλμπερτ, τον δεκαπεντάχρονο γιο της. Αυτό δεν αποκλείει την αγριότητα στις αποφάσεις που αφορούν τη διαχείριση των παράνομων επιχειρήσεών του, το εμπόριο όπλων και τη διακίνηση ναρκωτικών.

Η Γκουνίλα και η ομάδα της παρακολουθούν τα πάντα. Οι εγκληματίες δεν ξεχωρίζουν από τους αστυνομικούς. Ούτε είναι εύκολο ν’ αποφανθεί κανείς ποια φάρα είναι χειρότερη. Οι σφαίρες πέφτουν βροχή, οι κομπίνες απανωτές, στο τέλος όλοι έχουν εμπλακεί στην παρανομία. Αστυνομικοί που τα παίρνουν, αστυνομικοί που δολοφονούν, αστυνομικοί που εκβιάζουν, αστυνομικοί που χαπακώνονται. Το χρήμα αλλάζει χέρια εν ριπή οφθαλμού, ανίερες συμμαχίες συνάπτονται σε δευτερόλεπτα, η σκληρότητα δεν έχει τέλος.

Ολα αυτά θα έμοιαζαν με σενάριο αμερικανικής ταινίας, αν δεν παρενέβαινε ο αφηγητής με τα σχόλιά του. Κάποιος αστυνομικός είναι «πιο ευχάριστος απ’ ό,τι μπορεί να αντέξει» ο συνεργάτης του. Ενας κακοποιός ηρεμεί και «για πρώτη φορά εδώ και καιρό κοιμήθηκε ανάσκελα». Ο έφηβος Αλμπερτ ρωτά τη νοσοκόμα μαμά του, όταν αυτή διώχνει τον Χέκτορ από το σπίτι, «θέλεις να πεθάνεις μόνη, μαμά;».