Ο Ζαν Ματέρν δεν είχε ονειρευτεί να γίνει συγγραφέας. Εντούτοις, όταν ήταν έξι ετών –ο ίδιος δεν το θυμάται, αλλά το θυμήθηκε η μητέρα του –έλεγε ότι «θα κάνει βιβλία», χωρίς άλλη διευκρίνιση. Συνετή στάση, αφού αργότερα «έκανε βιβλία» με διάφορους τρόπους. Ως συγγραφέας, αλλά και ως εκδότης άλλων συγγραφέων, καθώς είναι υπεύθυνος ξένης λογοτεχνίας στις εκδόσεις Γκαλιμάρ.

Μάλιστα, πρώτα έκανε βιβλία ως εκδότης και μετά ως συγγραφέας. Χωρίς να τρομάξει από τις συγκρίσεις με τα μεγάλα ονόματα που εξέδιδε. Είναι άνθρωπος σεμνός, μειλίχιος, ψύχραιμος και, βέβαια, καθόλου αφελής. Ξέρει ότι, αν κάθε συγγραφέας σκεφτόταν ποιοι άλλοι έχουν γράψει, δεν θα έγραφε ποτέ.

«Για να γράψεις πρέπει να ξεχάσεις τα πάντα γύρω σου», λέει. Πράγματι, ένα Σαββατοκύριακο που είχε μείνει μόνος στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, άρχισε να γράφει ακατάπαυστα, χωρίς να φάει και να κοιμηθεί. Ετσι γεννήθηκαν οι πρώτες 50 σελίδες του. Μετά τις έβαλε στο συρτάρι και έγινε ξανά στέλεχος του Γκαλιμάρ. Συνέχιζε όμως να ακούει φωνές. Τα παιδιά του τον έλεγαν… Ζαν ντ’ Αρκ. Αλλά εκείνος ένιωθε ότι για να γράψει πρέπει να ακούει μέσα του τη φωνή του αφηγητή και να φαντάζεται τους ήρωες.

Και είχε λόγο να ακούει αυτές τις φωνές. Ηταν κατά κάποιο τρόπο οι φωνές μιας οικογενειακής ιστορίας που ζητούσε δίοδο προς την επιφάνεια. Μιας δύσκολης ιστορίας που, σε έναν βαθμό, την αφηγείται ο Ματέρν στο δεύτερο μικρό μυθιστόρημά του, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία, σε μετάφραση της ίδιας της εκδότριας Εύας Καραϊτίδη.

Εκεί, λοιπόν, στο «Από μέλι και γάλα», διαβάζει κανείς για μια υπόθεση μετακίνησης πληθυσμών από τις πιο χαρακτηριστικές του 20ού αιώνα. Η περιοχή του Μπανάτ, η οποία για ενάμιση αιώνα ήταν οθωμανική, πέρασε τον 18ο αιώνα στην κυριαρχία της Αυστροουγγαρίας. Οι Αψβούργοι, αναζητώντας εποίκους για εγκατάσταση στις εύφορες αυτές περιοχές με τα πολλά κουνούπια, ψάρεψαν εθελοντές από φτωχές περιοχές, κυρίως Σουαβούς του γερμανικού Νότου, αλλά και άλλους: από τη Σλοβενία, την Ιταλία, την Αλσατία, τη Λωρραίνη. Περίπου 200.000 μετανάστες έφθασαν οργανωμένα εκεί κατεβαίνοντας τον Δούναβη.

Σε αυτές τις περιοχές γεννήθηκε και η γερμανόφωνη νομπελίστρια Χέρτα Μίλερ, η οποία, κατά σύμπτωση, εκδίδεται στη Γαλλία από τον Ζαν Ματέρν. Εκεί γεννήθηκαν και οι γονείς του Ματέρν, στο Τέμεσμπουργκ, όπως το έλεγαν οι Αυστριακοί, ή Τέμεσβαρ, όπως το έλεγαν οι Ούγγροι, στην Τιμισοάρα δηλαδή, όπως είναι το όνομα που πήρε η πόλη από το 1919, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις έδωσαν το μεγαλύτερο μέρος του Μπανάτ στη Μεγάλη Ρουμανία που φτιάχτηκε τότε. Οταν δηλαδή κάποιοι γερμανόφωνοι έγιναν ξαφνικά Ρουμάνοι.

Περίπλοκες ιστορίες. Ακόμη πιο περίπλοκες για την οικογένεια του Ματέρν, που ανήκοντας σε μια μειονότητα της μειονότητας, δηλαδή στους απογόνους των κάποτε γαλλόφωνων αλσατών εποίκων, βρήκαν στη Γαλλία του Ντε Γκολ μια αρκετά θερμή αγκαλιά, όταν το 1944 η Βέρμαχτ υποχωρούσε, οι Ρώσοι βρίσκονταν προ των πυλών και τα διλήμματα αυτού του πληθυσμού έπαιρναν δραματικό χαρακτήρα.

Ο ίδιος ο Ζαν Ματέρν σήμερα, πρώτη γενιά γεννημένη στη Γαλλία, αρέσκεται να αποδραματοποιεί την Ιστορία. Δεν του αρέσει η λέξη «ξεριζωμός», υπάρχουν και άλλες λέξεις, λέει, να περιγράψουν αυτά τα γεγονότα, «ο άνθρωπος είναι ελεύθερος παρ’ όλα αυτά, δεν είναι σαν δέντρο ακινητοποιημένο από τις ρίζες του». Από την άλλη, ξέρει πως «όσο και να θες να αφήσεις πίσω την Ιστορία, αυτή σε προφταίνει ξανά»· ωστόσο κρατάει για τη βαθιά υπαρξιακή λογοτεχνία του όχι τόσο τις ακριβείς ιστορίες όσο τα συναισθήματα που του μεταφέρθηκαν με τις διηγήσεις των δικών του, αλλά και με τις σιωπές τους…