Ενα σοβαρό πρόβλημα με τον εθνικολαϊκισμό της εποχής μας ξεκινάει από τους εχθρούς του. Νομίζουν ότι ξεμπερδεύουν μαζί του με το να τον δαιμονοποιούν. Αφού ο εθνικολαϊκισμός είναι η επιτομή του Κακού στην πολιτική, αρκεί, όπως φαίνεται να πιστεύουν, η σωστή διαπαιδαγώγηση των πολιτών για να μην πιάνουν οι δόλιες γητειές του. Πρόκειται για αυταπάτη που ανάγεται σε ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα: ότι ο εθνικολαϊκισμός θέτει υπαρκτά προβλήματα. Μπορεί να τα θέτει άσχημα και να προτείνει ακόμη πιο άσχημες λύσεις, πάντως όμως τα θέτει, ενώ οι αντίπαλοί του επιμένουν συνήθως να τα αγνοούν ή να τα υποβαθμίζουν.

Ο σύγχρονος εθνικολαϊκισμός είναι ένα τοξικό παράγωγο της παγκοσμιοποίησης, της ασφυκτικής κυριαρχίας των αγορών επί της πολιτικής εξουσίας, των ανεξέλεγκτων χρηματοπιστωτικών μετακινήσεων που καταστρέφουν εν μια νυκτί ολόκληρες εθνικές οικονομίες, των μεγάλων προσφυγικών κυμάτων από χώρες οικονομικά ή/και πολιτικά αποδιαρθρωμένες, της συνακόλουθης δημιουργίας πολιτισμικά αναφομοίωτων (και συχνά απρόθυμων να αφομοιωθούν ή να ενσωματωθούν) εθνοτικών θυλάκων στα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης, αλλά επίσης του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ενωση (ολοένα περισσότερο ερήμην των λαών) και της γενικότερης πολιτικής και πολιτισμικής παρακμής της Ευρώπης. Αυτό το πλέγμα φαινομένων γεννάει σε ευρύτατα στρώματα των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών αγανάκτηση για το παρόν, το οποίο ακυρώνει πολλά από τα κεκτημένα τους, και φόβο για το μέλλον, το οποίο είναι πέρα για πέρα αδιαφανές. Σε αυτό το γόνιμο έδαφος ευδοκιμεί ο νέος εθνικολαϊκισμός.

Γιατί νέος, όπως τον χαρακτηρίζει ο Ταγκιέφ; Διότι, σε αντίθεση με την παλαιότερη μορφή του, δεν συγκροτείται πια γύρω από την αντιπαλότητα εθνικισμού – κομμουνισμού, ούτε γύρω από θεωρίες εθνοφυλετικής ανωτερότητας. Απεναντίας, εμφανίζεται ως υπέρμαχος φιλελεύθερων ιδεών, υπερασπιστής των πιο αδύναμων λαϊκών στρωμάτων (μόνο όμως των ιθαγενών) και των εθνικών ή και γενικότερα των δυτικών πολιτισμικών αξιών εναντίον μιας βάρβαρης, ανελεύθερης, αλλά επιθετικής και επεκτατικής κουλτούρας που κατ’ εξοχήν ταυτίζεται με το Ισλάμ. Κατορθώνει να συσπειρώσει μια μεγάλη και ετερόκλητη μερίδα του πληθυσμού υποδεικνύοντας με (απατηλή) σαφήνεια τους εχθρούς της «εκεί έξω»: τους μνησίκακους, αδίστακτους, επιρρεπείς στην τρομοκρατία ή στο κοινό έγκλημα ξένους από ζώνες με ήθη, έθιμα, αντιλήψεις ασύμβατα με τα ευρωπαϊκά· αλλά και τους εχθρούς «εκεί πάνω»: τις κατεστημένες ελίτ (διεφθαρμένους πολιτικούς, απάτριδες και αναίσθητους μεγαλοεπιχειρηματίες, τραπεζίτες, χρηματιστές). Αυτό δίνει στον εθνικολαϊκισμό ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα απέναντι στους αντιπάλους του: ούτε τα συστημικά κόμματα ούτε η αντισυστημική Αριστερά θέλουν ή είναι σε θέση να κινητοποιήσουν συναισθηματικά τις μάζες εναντίον μιας άμεσα αναγνωρίσιμης, προσωποποιημένης απειλής.

Από την άλλη, ο νέος εθνικολαϊκισμός (στην πράξη, δηλαδή, ο ακροδεξιός λαϊκισμός, γιατί αυτόν κυρίως έχει κατά νου ο Ταγκιέφ) συγκλίνει όλο και περισσότερο με τον αριστερό λαϊκισμό. Οχι μόνο επειδή είναι «αντικαπιταλιστικός» και «αντιπλουτοκρατικός» (πάντοτε ήταν ή ισχυριζόταν ότι είναι). Οχι μόνο επειδή η λαϊκιστική Αριστερά ανακάλυψε το έθνος ως ανάχωμα στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Αλλά προπαντός επειδή ο ακροδεξιός λαϊκισμός έχει υιοθετήσει βασικές διακηρύξεις της λαϊκιστικής, ακόμη και της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Οπως αυτή, μιλάει με ιδιαίτερη έμφαση στο όνομα των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων, της σύγχρονης «πλέμπας», η οποία δεν χρήζει μέριμνας απλώς ως η μερίδα του λαού η περισσότερο δοκιμαζόμενη από τις κρίσεις και ανακατατάξεις που φέρνει η παγκοσμιοποίηση, αλλά θεωρείται εξ ορισμού ως το καλύτερο, το αγνότερο, το πιο ελπιδοφόρο κομμάτι του. Επίσης, όπως η λαϊκιστική και η ριζοσπαστική Αριστερά, ο νέος εθνικολαϊκισμός ευαγγελίζεται την άμεση δημοκρατία και τάσσεται υπέρ μιας δημοψηφισματικής πολιτικής. Η τελευταία αυτή στάση είναι και το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα της ώσμωσης των δύο λαϊκισμών ή της σύγχρονης θόλωσης των ορίων ανάμεσα στην Αριστερά και στη Δεξιά, στην πρόοδο και στη συντήρηση.

Τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο. Διότι ο εθνικολαϊκισμός, καθώς απευθύνεται αποκλειστικά στο λαϊκό θυμικό και από αυτό αντλεί όλη τη δύναμή του, δεν στηρίζεται σε μια ορθολογική, σφαιρική και μακρόπνοη πολιτική ανάλυση (είναι ενδεικτικές οι προσφιλείς του θεωρίες συνωμοσίας) και γι’ αυτό δεν έχει κανένα ρεαλιστικό σχέδιο για την πραγματοποίηση των επαγγελιών του, αν υποτεθεί ότι τις εννοεί. Ετσι, η φυσική ροπή του, είτε οι πολιτικοί εκφραστές του και οι οπαδοί τους δεν τη συνειδητοποιούν είτε (που είναι και το πιθανότερο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους πρώτους) δεν την ομολογούν, είναι προς το αυταρχικό κράτος και την απόλυτη εξουσία ενός Ηγέτη-Μεσσία.

Ο Ταγκιέφ κάνει μια ευφυή υπόδειξη: να δρομολογηθεί η ενσωμάτωση του εθνικολαϊκισμού στο πολιτικό σύστημα. Οχι βέβαια με πολιτικάντικες μεθόδους, όπως ευκαιριακές συμμαχίες, καιροσκοπικές παραχωρήσεις, εξαγορά συνειδήσεων με βουλευτικές έδρες ή άλλα πολιτικά αξιώματα κ.λπ. Αλλά με τον τερματισμό της εθελοτυφλίας τόσο των συστημικών κομμάτων όσο και της ριζοσπαστικής Αριστεράς, την αναγνώριση επιτέλους των υπαρκτών και σοβαρών προβλημάτων που θέτει (και εκμεταλλεύεται) ο εθνικολαϊκισμός. Δεν είναι δυνατό, λόγου χάρη, να συνεχιστούν ιδεοληψίες όπως ότι η πολυπολιτισμικότητα είναι απροϋπόθετα κάτι καλό, τη στιγμή που οι δυτικές μεγαλουπόλεις έχουν γεμίσει με παράλληλες, πολιτισμικά στεγανοποιημένες και συχνά εχθρικές μεταξύ τους εθνοτικές κοινότητες, με αποτέλεσμα να υποσκάπτεται κάθε έννοια κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης. Δεν είναι δυνατό να διαιωνίζεται το αφελές αίτημα να δεχόμαστε άνευ όρων στις κοινωνίες μας τους κάθε λογής πρόσφυγες. Οπως βέβαια δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί η απομύζηση των ευρωπαϊκών λαών στο όνομα του «καθησυχασμού των αγορών». Ολα αυτά και άλλα είναι τόνοι λιπάσματος για τα ζιζάνια του εθνικολαϊκισμού. Οταν ο Ταγκιέφ ζητάει την ενσωμάτωσή του στο πολιτικό σύστημα, ζητάει στην πραγματικότητα την εξαέρωσή του. Δεν θα λυπηθούμε γι’ αυτήν την προοπτική.