Οι ειδικοί στο μυθιστόρημα του Νίκου Δαββέτα δεν μπορούν να αποφασίσουν αμέσως αν τα προσχέδια του Πικάσο, όταν έφτιαχνε το σκίτσο του Νίκου Μπελογιάννη, του «Ανθρώπου με το γαρίφαλο», ήταν γνήσια ή όχι. Ενας θεώρησε ότι παραείναι καλά για να είναι Πικάσο, με την έννοια ότι έδειχναν μια τάση να θέλουν να είναι τέλεια, ενώ δεν επρόκειτο για προσχέδια μιας εύκολης, ίσως και διεκπεραιωτικής για τον ζωγράφο, παραγγελίας. Μία άλλη ειδικός, στις Βρυξέλλες, είπε ότι πράγματι εκείνη την περίοδο ο Πάμπλο Πικάσο χρησιμοποιούσε το κάρβουνο, όπως και στα προσχέδια αυτά.

Η Ντενίς, βαφτισιμιά του δολοφόνου κατόχου τους και μόνη κληρονόμος του, στην ουσία ενδιαφέρεται μόνο για τη χρηματική αξία τους –θέλει να τα πουλήσει. Ο παλιός γνωστός της, ο ιστοριοδίφης Στάθης που ζει από ιδιωτικά μαθήματα σε φοιτητές και από εκτιμήσεις ιστορικών τεκμηρίων, παρασύρεται από την υπόθεση και μετατρέπεται σε ντετέκτιβ, που ψάχνει όχι μόνο αν τα προσχέδια είναι γνήσια, αλλά και ποιος σκότωσε τον Αντώνη Καμμιλή.

Διεισδύει λοιπόν στις παρέες του Καμμιλή: βρισκόμαστε στο 2010 και στο Παρίσι επιζεί πια μόνο μια σκιά της παλιάς ακμάζουσας αριστερής κοινότητας ελλήνων αντιστασιακών φοιτητών. Πρόκειται για τα απομεινάρια παλαιών κινημάτων, άνθρωποι που ξέμειναν εκεί και τώρα ζουν την παρακμή τους –ηλικιακή και ιδεολογική.

Αν και, όπως τους περιγράφει ο Δαββέτας, ποτέ δεν ήταν ακριβώς αυτό που έδειχναν. Ο δολοφονημένος συγγραφέας, γιος παλιού κομμουνιστή, εξόριστου στη Ρουμανία, έχοντας ζήσει και αυτός στη Ρουμανία τρία χρόνια πριν φύγει για τη Γαλλία, είχε μέσα του αποκηρύξει την ιδεολογία, αλλά γράφτηκε παρ’ όλα αυτά στο κόμμα όταν κατάλαβε ότι ως γιος του συγκεκριμένου μπαμπά θα απολάμβανε κύρους και ευκολιών στην παρισινή ζωή του.

Αλλωστε η Γαλλία υποδεχόταν τότε τους αντιστασιακούς με ανοιχτές αγκάλες. Οπως λέει κάπου στο βιβλίο ο ίδιος ο Καμμιλής: «Οσοι ανήσυχοι νέοι έφταναν μεταπολεμικά στο Παρίσι ήθελαν να γίνουν ή ζωγράφοι ή συγγραφείς. Καμιά φορά και τα δύο. Επαναστάτης δεν ήθελε να γίνει κανένας γιατί οι περισσότεροι ήταν ήδη, και μάλιστα υπό στενή παρακολούθηση, αλλιώς ποιος ο λόγος να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους χωρίς να γνωρίζουν καλά καλά τη γλώσσα;».

Ολοι οι φίλοι του Καμμιλή εκπέμπουν την ίδια εικόνα παρακμής και ιδιώτευσης, κινούνται στον χώρο του εμπορίου έργων τέχνης και καμιά φορά καταφεύγουν και σε μικροπαρανομίες για τον επιούσιο ή για το παντεσπάνι τους. Ο Καμιλλής δεν δίστασε να συνεργαστεί και με τις ελληνικές Αρχές το 2002, όταν γίνονταν εντατικές έρευνες για τη 17 Νοέμβρη, καταδίδοντας κυρίως έναν κοινωνιολόγο, γνωστό καθηγητή, στο διαμέρισμα του οποίου οι γαλλικές Αρχές είχαν βρει όπλα το 1971. Το έκανε κυρίως για λόγους αντεκδίκησης, επειδή εκείνος κατεδάφιζε συστηματικά το συγγραφικό του έργο με βάναυσες κριτικές του στον Τύπο.

Το βιβλίο ανασυστήνει το κλίμα της εποχής, με διάθεση απομυθοποιητική. Παρελαύνουν γνωστά πρόσωπα, λ.χ. από τους διανοουμένους που είχαν φύγει εν μέσω Εμφυλίου με το πλοίο «Ματαρόα», άλλοτε κατονομαζόμενα επακριβώς (όπως η Μιμίκα Κρανάκη και ο Κορνήλιος Καστοριάδης που παρουσιάζονται ως επικριτικοί των βιβλίων του Καμμιλή) και άλλοτε παίζοντας με τα ονόματά τους, όπως ο Μέμος Κανδύλης, που αποτελεί συνδυασμό του Μέμου Μακρή και του Γιώργου Κανδύλη.

Απομυθοποιητική είναι η διάθεση του συγγραφέα και απέναντι στον Νίκο Μπελογιάννη. Ο Δαββέτας μιλά λιγότερο για την ιστορία του Μπελογιάννη ως στελέχους του ΚΚΕ με συμμετοχή στις μάχες του Εμφυλίου και περισσότερο για την εικόνα του που έγινε σύμβολο. Ενας χαρακτήρας του βιβλίου υποστηρίζει μάλιστα ότι αυτό που έκανε τον «άνθρωπο με το γαρίφαλο» να αφηψά τον θάνατο, να γελάει και να στέκει αγέρωχος στη δίκη δεν ήταν τόσο η πίστη του στον μεγάλο σκοπό –απόδειξη, λέει, ότι οι σύντροφοί του συγκατηγορούμενοι, ήταν καταρρακωμένοι –αλλά ο έρωτάς του για την Ελλη Παππά. Από τους δυνατούς εκείνους έρωτες που ατσαλώνουν, «γιατί στερούνται λογικής».

Το μυθιστόρημα συνοδεύεται από επίμετρο της ιστορικού Ελένης Πασχαλούδη, που δίνει την εικόνα «των γεγονότων πριν τον μύθο».