Eίναι καταγεγραμμένος στις δέλτους της Αριστεράς τόσο για την αγωνιστική του δράση (με τίμημα το γνωστό σε πολλούς ομηλίκους του δρομολόγιο: Μούδρος, Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης) όσο και για την ουμανιστική (εξωστρεφή και εσωστρεφή) ποίησή του. Εγκαινιάζει την ποιητική του διαδρομή με συντροφικούς στίχους, ποιήματα του στρατοπέδου, πολιτικά, μοραλιστικά, στρατευμένα στον επαναστατικό οραματισμό, όπου διακρίνεται έκτυπη η συγγένεια με τη φιλέταιρη ποίηση του Ρίτσου. Η πρώτη αυτή εσοδεία (Μάχη στην άκρη της νύχτας, Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου, Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο), στη συμβολή της πολιτικής και της ποιητικής αγωνίας, φτάνει έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και διατηρεί ένα κλίμα επικής έντασης, ανάτασης και μεγαλόστομης αισιοδοξίας, παρά τα δεινά που περιγράφει.

Το αγωνιστικό φρόνημα συρρικνώνεται, η αποκλιμάκωση της υψηγορίας αρχίζει να γίνεται ορατή ήδη από τη Συμφωνία Ι (1957) και τις Γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958) και κορυφώνεται με τους Τελευταίους (1966) και τα ομόχρονα διηγήματα (Το εκκρεμές). Σε τούτη τη δεκαετία, εποχή της απομάγευσης, η «ποίηση της ήττας» ποτίζει και τους στίχους του Λειβαδίτη: πυκνώνουν οι ελεγειακοί τόνοι, πολλαπλασιάζεται ο αυτοκριτικός ή ενδοσκοπικός λόγος, συντελείται ευδιάκριτα το πέρασμα από το «εμείς» στο «εγώ», από τη συλλογική ενοχή στην ατομική ευθύνη και μοναξιά. Η μνήμη προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την ήττα, να ανασυντάξει και να εργαλειοποιήσει την κεκτημένη ιστορική γνώση.

Από τον Νυχτερινό επισκέπτη (1972) και εφεξής η εσωτερική αναδίπλωση είναι εξακολουθητική, η αίσθηση της αποστράτευσης (ή και της παραίτησης) από τον κόσμο της απόλυτης βεβαιότητας ομολογημένη, η αναζήτηση του προσωπικού στίγματος έντονη και επώδυνη. Γυμνός και μετέωρος ο ποιητής, συντροφευμένος από τις οικείες σκιές, μετρώντας τις συνολικές απώλειες και τα οικογενειακά πένθη, στήνει έναν ονειρικό κόσμο κυμαινόμενο μεταξύ του βιωματικού λυρισμού και της δραματικής εκφοράς (ενίοτε υπερρεαλιστικής). Διαμορφώνεται πλέον αισθητά το παράδοξο μιας προσωπικής μυθολογίας καμωμένης με τα υλικά της απομύθευσης, στοίχημα μιας δύσκολης συναίρεσης του ιδιωτικού με το δημόσιο. Εχοντας χάσει το καλύτερο χέρι του, παίζει πια βιολί με το άλλο (Βιολί για μονόχειρα, 1976). Αν στα πρώτα αγωνιστικά ποιήματα ο χρόνος προσανατόλιζε σταθερά το παρόν σε ένα υποσχετικό μέλλον, στα μεταγενέστερα στρέφεται εμμονικά στο παρελθόν, επιχειρώντας να το ενσωματώσει στο δυστοπικό τώρα, τείνοντας σε μια παρηγορητική συμβίωση των απολεσθέντων με τα τρέχοντα: «Κάποτε μια νύχτα θ’ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να περάσουν οι παλιές μέρες. […] Οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι» (Βιολέτες για μια εποχή, 1985).

Παρά τις ορατές αλλά εφαπτόμενες τομές της, που άλλωστε έχουν επισημάνει οι μελετητές της, η ποίηση του Λειβαδίτη συνιστά ενιαία περιπέτεια. O oμότεχνος Τίτος Πατρίκιος μιλά για «πολλαπλούς κόσμους, διακριτούς και ταυτόχρονα συναρτημένους μεταξύ τους», που ενοποιούνται μέσα στο έργο του Λειβαδίτη δίχως να ισοπεδώνονται. Στην παρούσα μελέτη της, η Ελλη Φιλοκύπρου υιοθετεί επίσης την άποψη ότι οι αλλαγές, όσες επισημαίνονται, στις διαφοροποιημένες ποιητικές φάσεις του έργου, προετοιμάζονται ήδη η μια στο εσωτερικό της άλλης, ξεδιπλώνοντας ενδιάθετες τάσεις.