Το ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα είναι πολύ παραγωγικό και δημοφιλές στο κοινό της χώρας μας. Αλλά, θεματικά, εξακολουθεί να έχει σχετικά μικρή εμβέλεια. Γιατί;

Το ζήτημα το έχουμε θέσει ακροθιγώς και άλλες φορές: γιατί το ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα, παρά την άφθονη παραγωγή του τις τελευταίες δεκαετίες, τη σημαντική επιτυχία του στο κοινό και, προπαντός, τα πλούσια σ’ ερεθιστικό υλικό κοιτάσματα από τα οποία αντλεί εμπνεύσεις, δεν δίνει κάποιο αληθινά βαρυσήμαντο έργο, κάποιο που η πνοή του θα μπορούσε να φτάσει ώς πέρα από τα ελληνικά σύνορα; Γιατί άραγε, ακόμα και όταν μας συγκινεί εμάς τους Ελληνες, το νιώθουμε ότι δύσκολα θα έβρισκε απήχηση σ’ ένα ξένο κοινό, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με ιστορικά (ή ιστορικής πλαισίωσης) μυθιστορήματα από άλλες χώρες συγκρίσιμου γεωπολιτικού μεγέθους με τη δική μας;

Μια καλή αφορμή για να διερευνήσουμε το ζήτημα προσφέρει το πρόσφατο μυθιστόρημα της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη «Ο ύπατος της Σμύρνης». Κεντρικό πρόσωπό του είναι ο Αριστείδης Στεργιάδης, ο αμφιλεγόμενος ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που τόσο η προσπάθειά του να κρατήσει την ισορροπία ανάμεσα στο τουρκικό και το ελληνικό στοιχείο όσο και ο αυταρχικός χαρακτήρας του τον έκαναν από αντιπαθή έως μισητό και στις δύο πλευρές. Πρέπει να πούμε ότι το μυθιστόρημα αυτό είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από τα συνήθη «μικρασιατολογικά». Είναι πολυφωνικό, λεπτολόγο, γραμμένο με πλούσια και στιβαρή γλώσσα και η ματιά του δεν συντάσσεται με τα γνωστά εθνικά στερεότυπα. Και όμως, παρόλα αυτά τα λαμπρά διαπιστευτήρια, δεν κατορθώνει ν’ απογειωθεί και να πλησιάσει σε κάτι μεγαλύτερο από το άμεσο θέμα του. Γιατί άραγε;

Μια πρώτη παρατήρηση (πρώτη στη σειρά διαδοχής των εντυπώσεών μου) είναι ότι η επίμονη, ενδελεχής προσπάθεια της συγγραφέως, απόλυτα ευοδωμένη κατά τ’ άλλα, να δώσει μια ζωντανή, ρεαλιστική, πολυπρισματική εικόνα της Σμύρνης εκείνης της εποχής φορτώνει το κείμενο σε τέτοιον βαθμό ώστε η ίδια η πολύχρωμη λεπτομερειακότητα της εικόνας τείνει ν’ αποσπά την προσοχή του αναγνώστη από τη δραματική αντιπαράθεση που αναπτύσσεται στο κέντρο της. Είναι κάτι που το παρατηρούμε σε σχεδόν όλα τα ελληνικά μυθιστορήματα του είδους. Η υπέρμετρη φροντίδα του συγγραφέα ν’ αναπαραστήσει ρεαλιστικά την εποχή, συνήθως μάλιστα μ’ έναν περισσότερο ή λιγότερο αισθητό τόνο νοσταλγίας, καταλήγει σε κάτι σαν ιστορική ηθογραφία, που ελάχιστα ενδιαφέρει βέβαια ένα αναγνωστικό κοινό χωρίς συναισθηματικούς δεσμούς με τα συγκεκριμένα κεφάλαια της εθνικής Ιστορίας.

Συναφές με αυτό είναι ότι η πλησμονή και ο υπερτονισμός ιστορικών μικρογεγονότων σε τέτοια μυθιστορήματα (το μυθιστόρημα της Μαραγκοζάκη δεν αποτελεί εξαίρεση, αν και δεν είναι από τις πιο χτυπητές περιπτώσεις) επικαλύπτει συνήθως την ουσία του κεντρικού γεγονότος, του ιστορικού δράματος που ξετυλίγει ο συγγραφέας. Θυμάμαι το παράπονο που μου εξέφρασε πριν από χρόνια η επιμελήτρια μεγάλου γερμανικού εκδοτικού οίκου, η οποία αγαπούσε την Ελλάδα κι ενδιαφερόταν για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Οι έλληνες συγγραφείς, είπε, έχουν εμμονή με ιστορικά επεισόδια που δεν τα καταλαβαίνει ένας ξένος και που έχουν μόνον εθνική σημασία. Οταν το άκουσα αυτό, απόρησα. Πώς είναι δυνατόν ένα γεγονός όπως π.χ. ο ελληνικός Εμφύλιος, η πρώτη θερμή σύγκρουση του Ψυχρού Πολέμου, η πρώτη δοκιμασία της μεταπολεμικής διαίρεσης του κόσμου σε σφαίρες επιρροής, ένας από τους πιο απόλυτα και ριζικά εμφυλίους πολέμους του εικοστού αιώνα, να θεωρείται απλώς ως επεισόδιο τοπικής σημασίας; Εκ των υστέρων, όμως, κατάλαβα τι εννοούσε η Γερμανίδα.

Ενα άλλο πρόβλημα, που αναδεικνύεται και από το μυθιστόρημα της Μαραγκοζάκη, είναι ότι η πολυφωνία, όπου υπάρχει, δεν οργανώνεται σε σύνθεση. Είναι μια σειρά παράλληλων μονολόγων (στον «Υπατο της Σμύρνης» εννιά τον αριθμό), που αντιστοιχούν στην υποκειμενική στάση ισάριθμων προσώπων. Αυτό όμως δεν συνιστά γνήσια πολυφωνία, όπως τη συναντάμε σ’ ένα πραγματικά σύνθετο μυθιστόρημα. Θυμίζει μάλλον κοινοβούλιο όπου οι βουλευτές απαγγέλλουν τις θέσεις του κόμματός τους σ’ έναν διάλογο κουφών, από τον οποίο δεν μπορεί να προκύψει κάποια σύνθεση απόψεων. Ενας οξυδερκής πολιτικός παρατηρητής δεν θα περιοριζόταν στο να καταγράψει τις διάφορες θέσεις, αλλά θα διέκρινε, μέσα και πέρα από αυτές, μια υποκείμενη αλήθεια, που εμφανίζεται διαθλασμένη στις διάφορες τοποθετήσεις, αλλά δεν είναι το άθροισμά τους. Αυτός είναι και ο ρόλος του μυθιστοριογράφου. Το μόνο δείγμα αληθινά πολυφωνικού μυθιστορήματος που μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή από την παραγωγή των τελευταίων δέκα-είκοσι χρόνων είναι το «Αθώοι και φταίχτες» της Μάρως Δούκα, που βέβαια δεν είναι ακριβώς ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά δομείται γύρω από ένα ιστορικό γεγονός.

Σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, όμως, η σημαντικότερη αδυναμία των ελληνικών ιστορικών μυθιστορημάτων είναι άλλη. Είναι η απουσία ανθρωπολογικής διάστασης στην οπτική των συγγραφέων τους. Το επισημαίνει και ο Δημήτρης Ραυτόπουλος στον πρόλογο του πρόσφατου βιβλίου του για τη λογοτεχνία του Εμφυλίου. Λέγοντας ανθρωπολογική διάσταση (ή προσέγγιση) εννοούμε ότι πέρα από την πολιτική, την ιδεολογική, την κοινωνιολογική ή την ψυχολογική ερμηνεία των γεγονότων, πέρα από την άμεση συναισθηματική πρόσληψή τους από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, η Ιστορία αφενός υποβάλλει έναν στοχασμό γύρω από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, ας μη φοβηθούμε να πούμε: την ανθρώπινη φύση, λανθάνουσες πλευρές της οποίας φέρνουν στην επιφάνεια οι έκτακτες συνθήκες που ονομάζουμε ιστορικές. Και αφετέρου, η Ιστορία γίνεται ένα πεδίο αλλοτρίωσης του ανθρώπινου υποκειμένου, καθώς αυτό εμπλέκεται, εθελούσια ή μη, σε καταστάσεις που δεν μπορεί να ελέγξει και που το εξαναγκάζουν σε συμπεριφορές ασύμβατες με τις ιδέες του ή το οδηγούν στην ακύρωση του ρόλου του, ακόμα και της ίδιας της υπόστασής του.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του «Υπατου της Σμύρνης», την απολογία του Στεργιάδη στο «διαρκές δικαστήριο της κοινής γνώμης», η συγγραφέας πλησιάζει σε μια τέτοια θεώρηση. Αλλά είναι πια πολύ αργά για επεξεργασία της ιδέας, η δεσπόζουσα εντύπωση του αναγνώστη έχει άλλωστε παγιωθεί και ορίζεται από άλλα στοιχεία του βιβλίου.

Χωρίς ανθρωπολογία της Ιστορίας, κανένα ιστορικό μυθιστόρημα δεν μπορεί ν’ αντέξει στον χρόνο και να υπερβεί τα όρια της κουλτούρας μέσα στην οποία γεννήθηκε.