Πέρασε ήδη ένας χρόνος και κάτι από την αποδημία του Δημήτρη Τ. Αναλι, ποιητή και δοκιμιογράφου, με ειδίκευση στη γεωστρατηγική, διανοούμενου με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που συνήθως τον έφερναν σε σύγκρουση με τα κυρίαρχα ρεύματα ιδεών της εποχής του. Νομικός και πολιτικός επιστήμονας, έκανε τη δεύτερη πατρίδα του, τη Γαλλία, σχεδόν πρώτη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του έργου του το έγραψε στα γαλλικά.

Τακτικός συνεργάτης, άλλοτε της «Μοντ» αλλά και αρκετών άλλων γαλλόφωνων εντύπων, σύμβουλος επίσης του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για ζητήματα Δυτικής Ευρώπης, ειδικευμένος σε ζητήματα μειονοτήτων των Βαλκανίων, στενός φίλος επιπλέον, μέχρι τέλους, σημαντικών λογοτεχνών όπως ο σύρος ποιητής Αδωνις και ο αυστριακός πεζογράφος Πέτερ Χάντκε, με πολύ αξιόλογο ποιητικό έργο ο ίδιος, γραμμένο σχεδόν όλο στα γαλλικά (μέρος του μεταφράστηκε από την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και την Αντιγόνη Βλαβιανού), ο Αναλις ανήκε στο σπάνιο πια είδος λογοτέχνη, κοντά στο σεφερικό παράδειγμα, που μπορεί να κινείται με την ίδια άνεση στα γραπτά του Αισχύλου (τον οποίο μετέφρασε όλον στα γαλλικά) και στις επιδιώξεις των κοσοβάρων Ουτσεκάδων, γεγονός που τον καθιστούσε μια ολοκληρωμένη διανοητική περσόνα.

Με μία διαφορά: πλακατζής στα νιάτα του, όλο και πιο σοβαρής όψης μεγαλώνοντας, εξαιρετικά ευγενής, αξιοπρεπής και οπαδός του διαλόγου, ο Δημήτρης Αναλις ενώ ήξερε καλά από διπλωματία, δεν τη χρησιμοποιούσε ποτέ όταν διατύπωνε γραπτά τις απόψεις του. Αυτό δεν του στοίχισε απλώς, υπήρξε το απόλυτο επικοινωνιακό βατερλώ του. Ενώ η διδακτορική του διατριβή για τα «Βαλκάνια 1945-1960» (στα ελληνικά από τις εκδ. Ιωλκός) είχε πρόλογο του διευθυντή της «Μοντ» Αντρέ Φοντέν, η ίδια αυτή εφημερίδα τον απέκλεισε εντελώς όταν πήρε φιλοσερβική θέση στον Πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Το ίδιο έπαθε και ο φίλος του Πέτερ Χάντκε, επίσης φιλοσέρβος, που έπεσε θύμα της αντισερβικής υστερίας του γαλλικού Τύπου της εποχής.

Ο Χάντκε είπε μάλιστα τότε στον Αναλι, με αφορμή αυτό που ο τελευταίος αποκαλούσε «τη μεγαλύτερη επιχείρηση παραπληροφόρησης που στήθηκε ποτέ στην Ευρώπη» σε σχέση με τον Πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, ότι «αυτά τα μίντια σήμερα είναι το Τέταρτο Ράιχ»!

Στην Ελλάδα επίσης οι απόψεις του δεν ήταν πάντα αρεστές και είχαν τίμημα. Στο τέλος της ζωής του ήταν, θα έλεγε κανείς, ένας μοναχικός λύκος της σκέψης, περισσότερο άπατρις παρά άνθρωπος με δύο πατρίδες.

Ολα αυτά διακρίνονται καθαρά στο βιβλίο του «Επίκαιρα εσωτερικού και εξωτερικού» (εκδ. Ιωλκός), μια συλλογή 38 άρθρων δημοσιευμένων κυρίως στην Ελλάδα (και στα «ΝΕΑ») και ως επί το πλείστον τα πρώτα χρόνια της προηγούμενης δεκαετίας. Πρόκειται για το τελευταίο εκδοτικό συμβόλαιο που υπέγραψε και εκτελείται τώρα.

Ενα από τα θέματα που τον απασχολούσαν τακτικά ήταν η επιρροή των θρησκειών και των δογμάτων στη γενικότερη διαδρομή των λαών. Για τον χώρο της Μεσογείου πίστευε ότι οι με κοινή αφετηρία τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες είχαν αρνητικό ιστορικό αντίκτυπο. Για την ορθοδοξία, ειδικότερα, ενώ της αναγνώριζε ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στα άλλα δόγματα, θεωρούσε πως για την Ελλάδα υπήρξε «μια σκέτη καταστροφή». Ελεγε ότι η Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως κράτος εν ονόματι της αρχαίας ιστορίας και όχι του Βυζαντίου και ότι «η ορθοδοξία στάθηκε ανίκανη να σώσει τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια από τον τουρκοεξισλαμισμό» καθώς «επιμένοντας να ασκεί κοσμική εξουσία, κατέστρεψε το Βυζάντιο και το παρέδωσε στους Τούρκους για να μην πέσει στα χέρια του Πάπα».

Φτάνει μάλιστα να πει ότι η ατυχία της Μόσχας ήταν ότι έμεινε ορθόδοξη και ότι «δεν είναι τυχαίο που σχεδόν όλα τα ορθόδοξα κράτη έγιναν μαρξιστικά». Για να καταλήξει με τις πολιτισμικές επιπτώσεις: «Χίλια χρόνια Βυζαντίου, εκατομμύρια καλόγερων και καλογραιών, για να βγουν ένας Ρωμανός ο Μελωδός και πεντέξι θαυμάσιοι αγιογράφοι. Η ορθόδοξη ιδεολογία έχει διαμορφώσει τον ανατολικό τριτοκοσμισμό της σημερινής Ελλάδας, τον ραγιαδισμό της, αλλά και μια συστηματική αμφισβήτηση πάντων και πασών».