Ενα ολόφρεσκο κορίτσι που αποκαλείται το πιο καυτό όνομα στη μυθοπλασία και λαμβάνει το βραβείο Οραντζ στα είκοσι πέντε του σίγουρα προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού και της κριτικής. Το βιβλίο μεταφράζεται σε τριάντα γλώσσες. Η Ομπρεχτ έχει γεννηθεί το 1985 στην (τότε) Γιουγκοσλαβία. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στην Κύπρο και στην Αίγυπτο, προτού εγκατασταθεί μαζί με την οικογένειά της στις ΗΠΑ το 1997. Σήμερα ζει στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Πριν από το μυθιστόρημά της είχε δημοσιεύσει κείμενα στους «New York Times», στο «New Yorker» και στον «Guardian».

Η Τέα Ομπρεχτ κουβαλά μνήμες από μια Γιουγκοσλαβία που δεν υπάρχει πια. Είναι παιδί του πολέμου. Παιδί ενός εμφυλίου που ξέσπασε σε μια ευρωπαϊκή χώρα, δίπλα μας, σε μια εποχή που βιώναμε την ευδαιμονία και παρακολουθούσαμε τις βόμβες να πέφτουν από την τηλεόραση. Πρόκειται για έναν πόλεμο που σημάδεψε μια γενιά και μια χώρα. Η αφηγήτρια ψαύει στην καθημερινότητα, που χάνει τη ρουτίνα και το έρεισμά της:

«… πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά, εφτάχρονα κορίτσια χωμένα σε καταφύγια είχαν την πρώτη τους περίοδο. Στην Πόλη, από την άλλη, εμείς δεν επηρεαζόμασταν απλώς από τον πόλεμο. Δικαιούμασταν να τον χρησιμοποιούμε. Οταν οι γονείς σου έλεγαν τσακίσου να πας στο σχολείο, εσύ απαντούσες μα έχουμε πόλεμο, και κατέβαινες στην ακροποταμιά. Οταν σε έπιαναν να γυρνάς στο σπίτι στις τρεις τα ξημερώματα, με τα μαλλιά σου να βρομοκοπάνε τσιγαρίλα, το γεγονός ότι είχαμε πόλεμο τους εμπόδιζε να σου σπάσουν το κεφάλι. (…) Εχαναν τα λόγια τους στο επιχείρημά σου αφού έχουμε πόλεμο, όλοι μπορεί να πεθάνουμε σε λίγο. Αισθάνονταν ένοχοι, κι εμείς εκμεταλλευόμασταν την ενοχή τους επειδή τόσο μας έκοβε» (σελ. 51). Ναι, θα μπορούσε να περιγράψει διαμελισμούς, πτώματα και τάφους. Προτιμά να κάνει διάκριση για το πώς πεθαίνει ένας ενήλικος και πώς πεθαίνει ένα παιδί. Γιατί ένας ενήλικος πεθαίνει μέσα στον φόβο, «ένα παιδί όμως πεθαίνει όπως ακριβώς έζησε –ελπίζοντας. Δεν ξέρει τι συμβαίνει, κι έτσι δεν σου ζητάει να του κρατήσεις το χέρι –καταλήγεις όμως να θέλεις να σου κρατήσει το δικό σου. Με τα παιδιά είσαι ολομόναχος. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» (σελ. 197).

Η Ομπρεχτ μιλά για το πώς μοιράζονται οι άνθρωποι μιας χώρας, που ήταν κάποτε μία, όμως μετά ανακάλυψε τις διαφορές: θρησκείες, εθνικότητες, ιδεολογίες. «Στοιχεία μέχρι πρότινος κοινά –ορόσημα, συγγραφείς, επιστήμονες, ιστορίες –χρειάστηκε τώρα να διαμοιραστούν εκ νέου στους καινούριους ιδιοκτήτες τους. Ο τάδε νομπελίστας δεν ήταν πια δικός μας αλλά δικός τους. Δώσαμε στο αεροδρόμιό μας το όνομα του τρελού μας εφευρέτη που δεν ήταν πλέον κοινή μας περιουσία. Και σε όλο το διάστημα που μεσολάβησε λέγαμε και ξαναλέγαμε μέσα μας ότι κάποια στιγμή όλα θα επανέρχονταν στο φυσιολογικό» (σελ. 206).

Ομως η Τέα Ομπρεχτ δεν γράφει μόνο (ούτε καν κυρίως) για τον πόλεμο. Η οργιώδης μυθοπλαστική της φαντασία καταφέρνει να αποτυπώσει και να συναιρέσει μύθο και ιστορία, δεισιδαιμονία και επιστήμη, χριστιανούς και μουσουλμάνους, τούρκους και οθωμανούς υπηκόους.

Βαλκάνια 1941. Οι γερμανικές βόμβες μαίνονται κι ένας τίγρης δραπετεύει από τον ζωολογικό κήπο, περιπλανιέται στα συντρίμμια και καταλήγει σε ένα ύψωμα κοντά στο χωριό Γκαλίνα. Ο τίγρης, ενσάρκωση του Σιρ-Χαν για την αφηγήτρια, ήρωα του αγαπημένου βιβλίου του παππού της, του Βιβλίου της ζούγκλας, δίνει τροφή στη μαγική σκέψη και τη δεισιδαιμονία των κατοίκων της περιοχής.

Η Νατάλια, αφηγήτρια της ιστορίας και εγγονή του γιατρού-παππού, ζει τον πόλεμο που ρημάζει τη Γιουγκοσλαβία της δεκαετίας του 1990. Μαθαίνει ότι ο παππούς πέθανε, αναζητεί το πτώμα και τα πράγματά του, συνθέτει αφηγήσεις και ιστορίες για τον Απέθαντο άντρα και τη Γυναίκα του τίγρη.

Ο ιστορικός χρόνος αντικρίζεται με τον αφηγηματικό, ο μύθος με την ιστορία και οι ζωές των ηρώων ακολουθούν τον δικό τους χορό σε μια καλά ενορχηστρωμένη εξιστόρηση. Η μετάφραση αποτυπώνει με έκτυπο τρόπο την οργιώδη φαντασία και την αφηγηματική ένταση του έργου.

Πράγματι. Η Ομπρεχτ είναι ανησυχητικά νέα για να έχει καταπιεί τόση ιστορία και να την έχει κάνει πλοκή. Η ξεκαπίστρωτη φαντασία της καμιά φορά ταράζει τον ρυθμό της αφήγησης. Δεν είμαι σίγουρη πως αυτό αποτελεί ελάττωμα. Δεν ξέρω αν θα προτιμούσα μια πιο φρόνιμη μυθοπλασία –μάλλον όχι. Η αφηγήτρια αποδίδει μια ταραχώδη εποχή με τον άγριο κυματισμό της αφήγησης, με τις παλίνδρομες κινήσεις στον χρόνο, με τα παράλληλα αφηγηματικά νήματα.

Η συγγραφική φιλοδοξία της Ομπρεχτ είναι υψηλή. Κι αν κάποια στιγμή την προδίδει, την προδίδει επειδή ανέβασε τον πήχη ψηλά και το διακύβευμα είναι μεγάλο. Το βιβλίο της δείχνει συγγραφική στόφα: δεν ξεκινά από χαμηλά. Αναδεικνύει τις αντιφάσεις ενός πολιτισμού μέσα από τη σύγκρουση δύο διαφορετικών τρόπων σκέψης: μαγεία και επιστήμη. Στην Ομπρεχτ δεν συγκρούονται, συμπληρώνονται. Αν υπήρχε αφηγηματική μολότοφ, θα είχε, ίσως, το όνομά της.