Η ωραία ιστορία του «Κατασκόπου που γύρισε από το κρύο» έφερε τον σκηνοθέτη Μάρτιν Ριτ κοντά στον Τζον λε Καρέ. Υπήρχε όμως και μια βαθύτερη αιτία: η καταγωγή του σκηνοθέτη και η ταυτότητα των ηρώων του βιβλίου. «Εσπευσε να μου πει ότι ήταν Εβραίος ώς το μεδούλι», μαρτυρεί ο Τζον λε Καρέ. «Και αν η οικογένειά του δεν είχε υποφέρει από το Ολοκαύτωμα – αν και εγώ είχα πεισθεί για το αντίθετο –, είχε υποφέρει ο ίδιος προσωπικά και εξακολουθούσε να υποφέρει για όλους τους Εβραίους. Η εβραϊκή ταυτότητά του ήταν ένα θέμα που επανερχόταν διαρκώς και για το οποίο αρθρογραφούσε με πάθος και μαχητικότητα.

Στον “Κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο” δύο κομμουνιστές γεμάτοι ιδεαλισμό, μια αθώα λονδρέζα βιβλιοθηκάριος και ένας πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών της Ανατολικής Γερμανίας, θυσιάζονται με κυνικό τρόπο στο όνομα της Δύσης και του καπιταλισμού. Και οι δύο είναι Εβραίοι. Για τον Μάρτιν Ριτ αυτή η ταινία είχε γίνει προσωπικό στοίχημα».

Η αποστολή με προορισμό το Χόλιγουντ μόλις είχε ξεκινήσει για τον Τζον λε Καρέ. Και είχε ακόμη πολλά να αντιμετωπίσει, δεδομένου ότι ήταν εντελώς άπειρος όσον αφορά τον κόσμο του θεάματος.

Πρώτος σκόπελος που έπρεπε να ξεπεραστεί ήταν ο ηθοποιός που θα αναλάμβανε τον ρόλο του πρωταγωνιστή. Ο σκηνοθέτης αναζητεί ένα τρανταχτό όνομα και καταλήγει στον Μπαρτ Λάνκαστερ, όμως ο Τζον λε Καρέ τον απορρίπτει διότι θέλει τον ήρωά του, τον Αλεκ Λίμας, αμιγώς Βρετανό και ο αμερικανός ηθοποιός πιστεύει ότι δεν θα ανταποκριθεί.

Ωσπου μια ημέρα χτυπά το τηλέφωνο του Τζον λε Καρέ στη Βιέννη. «“Ντέιβιντ (σ.σ.: το πραγματικό όνομα του συγγραφέα είναι Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ), έχω νέα για σένα. Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον υπέγραψε για τον ρόλο του Λίμας”. Στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ήταν ο Μάρτη Ριτ αλλά ο αμερικανός εκδότης μου Τζακ Τζιογκίγκαν, ο οποίος μιλούσε με θρησκευτική έκσταση», θυμάται ο 81χρονος σήμερα συγγραφέας. «“Και το κυριότερο, Ντέιβιντ, θα τον συναντήσεις!”».

Ετσι, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον μπαίνει στη ζωή του συγγραφέα. Βρισκόμαστε πλέον στο 1964 και ο Τζον λε Καρέ είχε σταματήσει να δουλεύει για την κυβέρνηση και είχε αφοσιωθεί στη συγγραφή ταξιδεύοντας στην Ελλάδα και στην Αυστρία.

Η πρώτη συνάντησή τους γίνεται στο Μπρόντγουεϊ όπου ο Μπάρτον ερμηνεύει Αμλετ. «Η παράσταση ήταν επική. Στο καμαρίνι του ήταν πολύ καταδεκτικός και μου είπε ότι το βιβλίο μου ήταν καλύτερο από κι εγώ δεν ξέρω τι. Κι εγώ του είπα ότι ο Αμλετ του ήταν καλύτερος από του Ολίβιε – καλύτερος από οτιδήποτε μου ερχόταν στον νου. Κάπου όμως ανάμεσα σε όλη αυτή την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων αναρωτιόμουν: Αυτή η υπέροχη βροντερή φωνή με την ουαλική προφορά και την άκρως αρσενική χροιά θα υποδυόταν έναν μεσήλικο άγγλο κατάσκοπο, ο οποίος δεν είναι ούτε χαρισματικός, ούτε εύγλωττος, ούτε έχει όψη έλληνα θεού;» – θέμα για το οποίο αργότερα δόθηκε μάχη, καθώς ο ηθοποιός δεν ήθελε να κατεβάσει τον τόνο της φωνής του.

Δεύτερος σκόπελος: σεναριακές αλλαγές.

Εχουμε φτάσει πλέον στο 1965, όταν κατά τύχη μαθαίνει ο Τζον λε Καρέ ότι σε μια νεότερη εκδοχή του σεναρίου ο πρωταγωνιστής, αντί να πλακώσει στο ξύλο έναν φαρμακοποιό και να μπει στη φυλακή, κλείνεται σε ψυχιατρείο και δραπετεύει από το παράθυρο. Ο συγγραφέας πιστεύει ότι το ψυχιατρείο δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα του ήρωά του, το Χόλιγουντ όμως είχε τη δική του απάντηση: Το ψυχιατρείο είναι πιο… σέξι από τη φυλακή!

Τελικά βρίσκεται ένας σεναριογράφος που δεν του αρέσουν τα ψυχιατρεία, ρίχνει τον Λίμας στη φυλακή για όσο χρειαστεί, ο Λε Καρέ δίνει τη συγκατάθεσή του και η ζωή συνεχίζεται.

Ωσπου ένα βράδυ χτυπά το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Ριτ σε απόγνωση. «Ο Ρίτσαρντ σε χρειάζεται, Ντέιβιντ, σε σημείο που δεν λέει τα λόγια του αν δεν τα ξαναγράψεις», έλεγε στον συγγραφέα που βρισκόταν στη Βιέννη. «Εχει σταματήσει την παραγωγή ώσπου να έρθεις εδώ. Σου πληρώνουμε αεροπορικό εισιτήριο πρώτης θέσης και σουίτα. Τι άλλο μπορείς να ζητήσεις; Η απάντηση ήταν ότι μπορούσα να ζητήσω τον ουρανό με τα άστρα και θα μου τα έδιναν, αλλά από όσο θυμάμαι δεν ζήτησα τίποτα. Το επόμενο πρωί πήρα το αεροπλάνο για Δουβλίνο».

Οι διάλογοι γράφονται ξανά. Ο συγγραφέας όμως δέχεται πιέσεις για να μείνει στο Δουβλίνο, διότι ο πρωταγωνιστής «χρειαζόταν έναν φίλο».

«Δεν είχε μόλις παντρευτεί την Ελίζαμπεθ Τέιλορ; Δεν ήταν εκεί μαζί του σταματώντας τα γυρίσματα κάθε φορά που έφτανε στο πλατό με μια λευκή Ρολς Ρόις περιτριγυρισμένη από φίλους, όπως ο Φράνκο Τζεφιρέλι και ο Γιουλ Μπρίνερ, ατζέντηδες και δικηγόρους, μέλη της οικογένειάς του που καταλάμβαναν έναν όροφο σε ένα από τα πιο πολυτελή ξενοδοχεία του Δουβλίνου μαζί με παιδιά από προηγούμενους γάμους, κηδεμόνες των παιδιών, κομμωτές, γραμματείς και ανάμεσά τους κάποιον που λιμάριζε τα νύχια του παπαγάλου; Ακόμη λοιπόν με χρειαζόταν; Φυσικά και ναι. Εκείνη τη στιγμή ήταν ο Αλεκ Λίμας».

Ωσπου να ακουστεί και η τελευταία κλακέτα οι περιπέτειες δεν έλειψαν. Η στενή σχέση του Μπάρτον με το ποτό, οι κόντρες ανάμεσα στον σκηνοθέτη και στον πρωταγωνιστή, αλλά και οι ζήλιες της Ελίζαμπεθ Τέιλορ που ήθελε εκείνη να πάρει τον ρόλο πλάι στον αγαπημένο της, όχι μόνο για επαγγελματικούς λόγους, αλλά και επειδή δεν ήθελε να παίζει στο πλευρό του η Κλερ Μπλουμ, δημιούργησαν κάμποσα παρατράγουδα. Οχι βεβαίως επειδή η Λιζ δεν συμφωνούσε με το γεγονός ότι μια 34χρονη υποδυόταν μια έφηβη, αλλά επειδή δεν ήθελε δίπλα στον άνδρα της μια γυναίκα που είχε ερωτικό παρελθόν μαζί του. Ακόμη όμως και αν δεν συμμετείχε επισήμως στο καστ, η μοιραία γυναίκα στη ζωή του Ρίτσαρντ Μπάρτον κατάφερε να παίξει καταλυτικό ρόλο καθώς για χάρη της άλλαξε όνομα η ηρωίδα και από Λιζ (στο βιβλίο λέγεται Λιζ Γκολντ) μετονομάστηκε σε Ναν, ώστε οι θεατές να μην κάνουν συνειρμούς βλέποντας τον Ρίτσαρντ Μπάρτον να παίζει δίπλα σε μια άλλη Λιζ.