Γέννημα και θρέμμα της Πράγας των Αψβούργων, ο Χάσεκ ζει μια ζωή περιπετειώδη: είναι μαθητής γυμνασίου όταν πεθαίνει ο πατέρας του και η οικογένεια βιώνει την ένδεια. Ασκεί διάφορα συγκυριακά επαγγέλματα για βιοπορισμό και, αποφοιτώντας από μια εμπορική σχολή, εργάζεται για έναν μόλις χρόνο σε τράπεζα (1902-1903). Η αντισυμβατική του νοοτροπία, οι ριζοσπαστικές αναρχικές πεποιθήσεις του τον στρέφουν από νωρίς σε βίο νομαδικό, μποέμ, συχνά προκλητικό. Αφοσιώνεται αποκλειστικά στη λογοτεχνία συνεργαζόμενος με ποικίλα έντυπα που φιλοξενούν τις χιουμοριστικές ιστορίες του και τα σατιρικά του σχόλια. Δίχως μόνιμη κατοικία, πραγματοποιεί περιηγήσεις (Μοραβία, Σλοβακία, εθνικοί δρυμοί, Βαλκάνια) και δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του σε διάφορα περιοδικά –παράλληλα, στην κορύφωση αυτής της αναρχικής περιόδου του, διευθύνει το περιοδικό «Komuna» και πολλαπλασιάζει τα πολιτικοσατιρικά κείμενα. Λίγο αργότερα παντρεύεται, αποκτά έναν γιο, αλλά ο μποεμισμός του διαλύει την οικογενειακή εστία: ζει αμειβόμενος για τις αυτοσχέδιες αφηγήσεις του και με τη βοήθεια φίλων συχνάζει πάντα σε μέρη όπου ρέει άφθονα το αλκοόλ και κυριαρχεί η λαϊκή ευωχία, μπαινοβγαίνει σε συντακτικές ομάδες ποικίλων εντύπων. Με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάσσεται στον Στρατό, συλλαμβάνεται από τους Ρώσους και περνά τον χειμώνα του 1915 σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Ουκρανία. Ως εθελοντής της αυτονομιστικής τσεχοσλοβακικής Λεγεώνας, κινείται σε κύκλους που προπαγανδίζουν την κατάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, μετακινείται στο Κίεβο (1916), εντάσσεται στην εκδοτική ομάδα ενός περιοδικού –εδώ εκδίδεται ως νουβέλα «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ στην αιχμαλωσία» (1917). Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ο Χάσεκ προσβλέποντας σε δυνατότητα εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης κατατάσσεται στον Κόκκινο Στρατό, γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας, συνάπτει δεύτερο γάμο (χωρίς να έχει διαζύγιο από τον πρώτο), διαμένει σε διάφορες πόλεις και στη Μόσχα, συνεργαζόμενος πάντοτε σε ποικίλα εκδοτικά προγράμματα. Επιστρέφοντας στη νεοκαθεστωτική πλέον Πράγα (1920), όπου τον βαρύνουν κατηγορίες για λιποταξία και διγαμία, επιβιώνει σε αντίξοες συνθήκες δημοσιεύοντας συχνά σε αριστερά έντυπα και επεξεργαζόμενος το magnum οpus του, τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ» –ολοκληρώνει τα τρία από τα τέσσερα σχεδιαζόμενα μέρη του μυθιστορήματος προτού πεθάνει μόλις σαραντάχρονος (1923).

Η αντιμιλιταριστική φιγούρα του αγαθού Σβέικ έμελλε να δοξάσει τον Χάσεκ και να τον κατατάξει μεταξύ των κλασικών της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ετσι, συχνά ως αναγνώστες λησμονούμε ότι έχει επίσης γράψει πάνω από 1.200 μικρά αφηγήματα, διάσπαρτα σε ποικίλα έντυπα, και ότι πολλά από αυτά αποτελούν τον προπομπό του «Σβέικ», διακωμωδώντας θεσμούς και αυθεντίες, αποτυπώνοντας σκηνές καθημερινής τρέλας, απογειώνοντας υπερρεαλιστικά την κατά γράμμα λογική ακολουθία των πραγμάτων. Δεξιοτέχνης της γκροτέσκας αφήγησης που στηρίζεται σε πεζές και τετριμμένες καταστάσεις, στις οποίες ωστόσο ενυπάρχει το σπέρμα μιας «λόξας», ενός αδιόρατου παραλογισμού, ο Χάσεκ ακτινογραφεί τον κοινωνικό περίγυρο, απομονώνει μικρολεπτομέρειες ή αντιφάσεις, επιδίδεται σε ευφάνταστο κολάζ και αναμεταδίδει το ευφρόσυνο, λαϊκό γέλιο. Με το ταλέντο και την παιγνιώδη διάθεση του αυτοσχέδιου παραμυθά, αναποδογυρίζει τα συνήθη σκηνικά, χλευάζει τον παγγερμανισμό της Αυτοκρατορίας που δυναστεύει τη χώρα του, αναδεικνύει τις κωμικές ασυμβατότητες αυτής της πολυεθνικής κρατικής μηχανής, ευθυγραμμίζει κυνικά στην ίδια αξιολογική σειρά ανθρώπους, ζώα και πράγματα, καταγγέλλει την ακαμψία της γραφειοκρατικής λογικής, αυτοπαρωδείται, και εν τέλει μεταφέρει μια σπαρταριστή, πολύχρωμη εικόνα της εποχής λίγο πριν από τη δοκιμασία του μεγάλου πολέμου.

Στα ελληνικά έχουν κατά καιρούς μεταφραστεί τόσο «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» (σε αρκετές μεταφραστικές εκδοχές) όσο και κάποιες από τις συλλογές διηγημάτων του Χάσεκ. Στην παρούσα μικρή ανθολογία επιλέγονται και μεταφράζονται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας ορισμένα από τα προπολεμικά του αφηγήματα που δείχνουν καλά την κόψη της σατιρικής του ματιάς (π.χ. εικονικές απογραφές κατά τις οποίες ανακηρύσσονται σε Γερμανούς, με συνοπτικές διαδικασίες, χοίροι, βόδια, αγελάδες, κοτόπουλα, άμαξες, αγροτικά εργαλεία κ.λπ. ή γλωσσικές παραξενιές των υπαλλήλων του μαγιάρικου ταχυδρομείου). Ανά πάσα στιγμή καταλύεται ο ορίζοντας προσδοκίας, ο προβλέψιμος κανόνας, και η λογική του παράδοξου σαρώνει τις καθιερωμένες βεβαιότητες.

Αιτιολογημένη η επιλογή και η ένταξη του Χάσεκ στο πρόγραμμα των εκδόσεων Φαρφουλάς. Επαναφέρουν στο προσκήνιο έναν πασίγνωστο και συνάμα «άγνωστο» στο σημερινό κοινό συγγραφέα, μεταφρασμένο πλέον από το πρωτότυπο και επαρκέστατα παρουσιασμένο (με εισαγωγή, σημειώσεις και συνοδευτικό χρονολόγιο) από τον Μάριο Δαρβίρα.