Η βία κατά των γυναικών είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί κατά καιρούς τα μέσα ενημέρωσης και την κοινή γνώμη, ιδίως όταν γίνονται ανήκουστες πράξεις –λιθοβολισμοί, οι πρόσφατοι μαζικοί βιασμοί στην Ινδία, η «δική μας» πρόσφατη περίπτωση της Ξάνθης με βιασμό, φόνο και πυρπόληση του πτώματος –ή όταν κάποιες διάσημες γυναίκες αποφασίζουν να μιλήσουν. Οπως το πρώην μοντέλο από τη Σομαλία και κατόπιν διάσημη συγγραφέας Γουόρις Ντίρι, που έγραψε το «Λουλούδι της ερήμου» και ξεκίνησε αγώνα κατά του βάρβαρου εθίμου της κλειτοριδεκτομής, την οποία υφίστανται εκατομμύρια γυναίκες σε όλον τον κόσμο και την οποία υπέστη και η ίδια σε ηλικία 3 ετών.

Ή όπως η ηθοποιός Πόλα Κίνσκι, ετεροθαλής αδελφή της Ναστάζια, η οποία αποκαλύπτει σε μαρτυρία της που κυκλοφορεί σε βιβλίο σε λίγες ημέρες ότι ο διάσημος μακαρίτης πατέρας της Κλάους Κίνσκι τη βίαζε επί πολλά χρόνια από την ηλικία των 5 ετών.

Αυτά όμως είναι η κορυφή του παγόβουνου. Τα περισσότερα σοβαρά περιστατικά βίας, ιδίως της ενδοοικογενειακής, δεν βγαίνουν ποτέ στην επιφάνεια. Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι γυναίκες-θύματα συνήθως διστάζουν να δημοσιοποιήσουν το δράμα τους και ορισμένες φορές φορτώνουν την ευθύνη στον εαυτό τους. Κάποιες έρευνες λένε μάλιστα ότι η κακοποίηση καθόλου δεν περιορίζεται σε στρώματα με χαμηλό μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο…

Οι λιγοστές καταγγελίες που γίνονται από θύματα σπάνια καταλήγουν σε κάτι παραπάνω από αστυνομικές συστάσεις προς τον σύζυγο, ο οποίος ζητεί συγγνώμη και μετά συνεχίζει ακάθεκτος το θεάρεστο έργο του.

Ολα αυτά έγιναν τα τελευταία χρόνια ένα από τα τρία-τέσσερα αγαπημένα θέματα της περίφημης σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας, που, ως γνωστόν, σπάει ταμεία. Αν διαβάζει κανείς συστηματικά τους Σκανδιναβούς, σε πρώτο επίπεδο θα φανταστεί ότι στη χερσόνησό τους γίνεται όργιο κακοποιήσεων. Ομως όχι. Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι η κακοποίηση γυναικών είναι παγκόσμιο και διαχρονικό φαινόμενο· απλώς εκείνοι, έχοντας καλύτερους δείκτες ισότητας των δύο φύλων, αποφάσισαν ότι τα εν οίκω δεν είναι πια δυνατόν να μη συζητιούνται εν δήμω.

Ο Σουηδός Στιγκ Λάρσον, μάλιστα, και ίσως αυτό ήταν το μυστικό της επιτυχίας του στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό, δημιούργησε ένα «κορίτσι με τατουάζ», ένα κορίτσι που κακοποιούσε συστηματικά ο δικηγόρος-κηδεμόνας του, αλλά το οποίο πήρε εντέλει εκδίκηση με «ανδρικές», εξαιρετικά βίαιες, μεθόδους. Διαφορετική είναι η περίπτωση του Αρναλδουρ Ινδρίδασον, ενός 51χρονου Ισλανδού που την τελευταία δεκαετία γνώρισε πανευρωπαϊκή επιτυχία. Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε από τη «Φορμόλη» (εκδ. Λιβάνη, 2007) αλλά η «Σιωπή του τάφου», το δεύτερο μυθιστόρημά του που κυκλοφορεί στα ελληνικά (εκδ. Μεταίχμιο, 2012), πραγματεύεται ακριβώς αυτό. Οχι όμως από την πλευρά ενός επαναστατημένου θύματος αλλά από την πολύ συνηθέστερη, μιας μητέρας που κακοποιείται, σταδιακά απομονώνεται από την κοινωνία, χάνει την αυτοεκτίμησή της και αιχμαλωτίζεται απόλυτα.

Ο Ινδρίδασον, συγγραφέας με κοινωνικές ευαισθησίες στις οποίες και δίνει προτεραιότητα, με το βιβλίο αυτό φτάνει το αστυνομικό στα ακραία του όρια. Προσπαθώντας να κάνει την απόλυτη σύζευξη αστυνομικού και κοινωνικού μυθιστορήματος, κρατάει όλη την τυπική γραφή και πλοκή του αστυνομικού. Από ‘κεί και πέρα, όμως, το αντικείμενο της έρευνας είναι, θεωρητικά, δευτερεύον. Πρόκειται για έναν σκελετό που ανακαλύπτεται στα θεμέλια μιας νέας οικοδομής και αναζητείται η ταυτότητά του. Με όρους Αγκαθα Κρίστι, η κοινωνική ειρήνη δεν έχει καθόλου διαταραχθεί, αφού είναι σαφές ότι πρόκειται για πολύ παλιό έγκλημα, από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Επιπλέον, παράλληλα με την προσπάθεια ταυτοποίησης του σκελετού, που θα μπορούσε να ανήκει στη μνηστή ενός εύπορου εμπόρου της εποχής, της οποίας τα ίχνη είχαν ξαφνικά χαθεί, ή σε κάποιον βρετανό ή αμερικανό στρατιώτη μιας παρακείμενης, στον πόλεμο, στρατιωτικής βάσης, παρακολουθούμε την καθημερινή ζωή μιας οικογένειας στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Το σπίτι τους, δίπλα στο σημείο όπου βρέθηκε ο σκελετός, έχει προ πολλού γκρεμιστεί. Ο σύζυγος έδερνε συστηματικά τη γυναίκα του, ακόμη και με γροθιές, μπροστά στα βλέμματα δύο νεαρών γιων και μιας κόρης με αναπηρία.

Ο ίδιος ο μελαγχολικός επιθεωρητής Ελτεντουρ, μόνιμος ήρωας των μυθιστορημάτων του συγγραφέα, έχει τύψεις για τη συμπεριφορά του ως πατέρα. Εγκατέλειψε νωρίς σύζυγο και δύο παιδιά, τα οποία ξαναείδε πολύ αργότερα. Η κόρη του, Εύα Λιντ, είναι τοξικομανής και ο αναγνώστης, ενώ η ίδια πέφτει σε κώμα, παρακολουθεί μέσα από τον κόσμο των συναναστροφών της και την αντεργκράουντ κοινωνία του Ρέικιαβικ.

Ο Ελτεντουρ έχει εμμονή με τις εξαφανίσεις, εξού και η ιστορία του σκελετού τον συνεπαίρνει. Ο λόγος αποκαλύπτεται κάποια στιγμή: έχει και αυτός τον δικό του σκελετό στο ντουλάπι. Είναι ο μικρός αδελφός του, που του ξέφυγε κάποτε από το χέρι σε μια χιονοθύελλα και χάθηκε για πάντα.

Οι σκελετοί στο ντουλάπι, ιδίως όταν τα σπίτια έχουν γκρεμιστεί και τα ίχνη είναι ελάχιστα, στοιχειώνουν χειρότερα. Η αποκατάσταση των αδικιών είναι χρέος, μοιάζει να λέει ο Ινδρίδασον, έστω και αν κανένας δεν θα μπει φυλακή, για να μην καταντήσει η ενοχική κοινωνία μας μία ακόμη γυναίκα γρονθοκοπημένη στο πρόσωπο…