Τα πράγματα για τις εργαζόμενες γυναίκες τη δεκαετία του 1920 δεν ήταν καθόλου ρόδινα. Το 1926, όταν για πρώτη φορά μια γυναίκα δικηγόρος, η Μαρία Φλαμπουριάρη, έκανε εμφάνιση σε δικαστήριο, τα σχόλια στον Τύπο ήταν δηλητηριώδη. Το καλύτερο έλεγε: «Δεν αρκεί να είναι κανείς φλύαρος για να γίνει καλός δικανικός ρήτωρ». Υπήρχαν όμως και πολύ χειρότερα: «Καλούμεν το λάλον δεσποινίδιον να επανέλθη, ως τάχιστα, εκεί όπου φύσει ανήκει. Ή εις το σπίτι του ή εις το «Καπρίς». Αι γυναίκες είνε προωρισμέναι, κατ’ εκλογήν των και προ παντός καθ’ ικανότητα, ή να γίνουν μητέρες ή να μείνουν γυναίκες. Ή σπίτι ή «Καπρίς». Μέσος όρος δεν υπάρχει, όπως μεταξύ άρρενος και θήλεος δεν υπάρχει τρίτον φύλον».

Στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα ένας νέος άνεμος φυσούσε διεθνώς στην παιδαγωγική επιστήμη. Πρώτον, το παιδί αντιμετωπιζόταν ξανά ως παιδί και όχι ως μικρός ενήλικος και, δεύτερον, η εκπαίδευση ήθελε να γίνει περισσότερο πρακτική από θεωρητική και να συνδεθεί με την καθημερινότητα και την πραγματικότητα που ζούσαν τα παιδιά. Αυτό, βέβαια, έπρεπε να γίνει με τη γλώσσα που μιλούσαν τα παιδιά και όχι με μία άλλη, παρένθετη, που θα δυσκόλευε την άμεση επικοινωνία του δασκάλου μαζί τους. Αρα ο δημοτικισμός και οι νέες παιδαγωγικές αντιλήψεις πήγαιναν αναγκαστικά μαζί.

Η τριανδρία των Αλέξανδρου Δελμούζου, Δημήτρη Γληνού, Μανόλη Τριανταφυλλίδη ήταν αυτή που είχε αναλάβει να σηκώσει το βάρος της μεταρρύθμισης. Ιδρυτικά μέλη το 1910 του περίφημου Εκπαιδευτικού Ομίλου, με σπουδές και οι τρεις στη Γερμανία, όπου μυήθηκαν και στο λεγόμενο «σχολείο εργασίας», συνέδεσαν το μεταρρυθμιστικό τους πνεύμα με το βενιζελικό περιβάλλον – έστω και αν αργότερα ο Γληνός θα κάνει σταδιακά πιο αριστερές επιλογές και θα επέλθει μεταξύ τους ρήξη. Το 1917 ο Βενιζέλος τους αναθέτει την αναμόρφωση της δημοτικής εκπαίδευσης και τότε γράφονται το «Αλφαβητάρι με τον ήλιο» και τα «Ψηλά βουνά», που συνέγραψαν μαζί με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. Με την πολιτική αλλαγή του 1920 το εγχείρημα εγκαταλείπεται και τα καινούργια αναγνωστικά αποσύρονται. Αλλά από το 1923 οι Δελμούζος και Γληνός επανέρχονται σε δράση και κάνουν το Μαράσλειο, όχημα αλλαγών.

Αυτό που δεν ήταν έτοιμη η κοινωνία να αποδεχθεί ήταν οι νέες αντιλήψεις για τη διδασκαλία της Ιστορίας αλλά και οι γυναίκες ιστορικοί. Η Ρόζα Ιμβριώτη, η νεαρή ιστορικός που διόρισε στο Μαράσλειο ο Δελμούζος, γερμανοσπουδαγμένη και αυτή, δεν προφύλαξε τα νώτα της. Απευθυνόμενη στον σύλλογο διδασκόντων του Μαρασλείου, σε συνεδρίαση που αφορούσε το μάθημα της Ιστορίας, υποστήριξε ότι «η ιστορία που θα διδαχθεί στο σχολείο δεν μπορεί να είναι παρά η ιστορία του πολιτισμού». Εως εδώ καλά – αυτό συνέπιπτε με τις θέσεις των δημοτικιστών. Είπε όμως επίσης ότι η διδασκαλία «θα δώσει όλα τα μέρη του πολιτισμού τονίζοντας τη βασική επίδραση του οικονομικού παράγοντα στην εξέλιξη όλων».

Αυτό ήταν συνεπές με τα γερμανικά ρεύματα σκέψης• όσοι όμως δεν ήταν ενήμεροι γι’ αυτά, το συνέδεσαν απευθείας με την κομμουνιστική θεωρία. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η Ιμβριώτη συνέχισε δίνοντάς τους το εξής παράδειγμα: «Διδάσκοντας την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ερευνώ τα διάφορα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα υπό το βασικό πρόβλημα «είναι η επανάσταση ολοκληρωτικά του έθνους αυθόρμητη εξέγερση ή είναι έργο της αστικής μονάχα τάξης, η οποία παρακίνησε κι εξήγειρε τους άλλους;». Στην Ευρώπη εκείνη την εποχή είχε νικήσει και είχε υψωθεί η «αστική τάξη». Αυτό το πράγμα είχε αντίκτυπο ως επίδραση και αποτέλεσμα στην Ελλάδα;».

Ηταν και 26 Μαρτίου, η επομένη της εθνικής γιορτής. Το παράδειγμα που έδωσε είναι και σήμερα λίγο ταμπού – πολλοί ιστορικοί μιλούν για υπερεκτίμηση του ρόλου αρματολών και κλεφτών, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις -, πόσω μάλλον τότε, όπου δεν είχαν διευθετηθεί πολύ βασικότερα ζητήματα στην κοινωνία, όπως το αν μπορεί μια γυναίκα να διδάσκει Ιστορία. Εγραφε μια εφημερίδα: «Η κ. Ιμβριώτου, καθηγήτρια. Αυτή προσελήφθη διά να διδάξη Ιστορίαν, μάθημα εξόχως φρονηματιστικόν και απαιτούν άνδρα υπό ζωηράς φιλοπατρίας κατεχόμενον. Δεν υπήρχαν άραγε καθηγηταί και δη εξ αυτών έφεδροι αξιωματικοί έργω ασκήσαντες την φιλοπατρίαν και διά του αίματός των γράψαντες την Ιστορίαν, διά να διδάξουν την Ιστορίαν εις το Μαράσλειον; Αυτή φυσικώτατον ήτο να διδάξη την Ιστορίαν όχι διά να ανυψώση τους μεγάλους της Ιστορίας άνδρας και τας υπέρ της πατρίδος θυσίας των, αλλά διά να ταπεινώση αυτούς και να παραστήση κατά τα διδάγματα του ιστορικού υλισμού ότι αι θυσίαι εκείναι είχον ταπεινά κερδοσκοπικά ελατήρια».

Προκλήθηκε πανδαιμόνιο, η Εκκλησία οργάνωσε εκκλησιαστική δίκη του Δελμούζου – πάλι για αθεΐα! -, η κυβέρνηση Πάγκαλου που ακολούθησε αντικατέστησε τον Δελμούζο με κάποιον που αποδείχθηκε ότι δεν είχε τα πτυχία που έλεγε ότι είχε και ο οποίος έκανε εσωτερική έρευνα που έβγαλε το Μαράσλειο κάτι σαν κέντρο ακολασίας. Οι ίδιοι οι γονείς των μαθητριών που φοιτούσαν εκεί και που θα ήταν οι αυριανές δασκάλες ξεσηκώθηκαν, ζητώντας αποκατάσταση του ονόματός τους. Κάτι που έγινε επί Βενιζέλου πάλι, όταν ο αρεοπαγίτης Αντωνακάκης που ανέλαβε την έρευνα βρήκε ότι οι καταθέσεις του κατηγορητηρίου είχαν ληφθεί εκβιαστικά.

Οι επιθέσεις, λέει στο βιβλίο της η Μαρία Ρεπούση, υπήρξαν τόσο σφοδρές που ο Δελμούζος σχεδόν απομονώθηκε, παρά το γεγονός ότι διέθετε δίπλα του φωτισμένους εκπαιδευτικούς. Η Ιστορία είχε καταφέρει να διχάσει ακόμη και το κατά τα άλλα πολύ αρραγές μέτωπο των δημοτικιστών. Κάποιοι δίστασαν, ο ίδιος δεν ενήργησε πολύ έξυπνα στην αρχή και η υπόθεση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Οταν πια ο Αντωνακάκης αποκατέστησε το όνομα του Δελμούζου – ο οποίος και έλαβε τα προσωπικά συγχαρητήρια του Ελευθέριου Βενιζέλου, της Πηνελόπης Δέλτα κ.ά. -, το εγχείρημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είχε για μία ακόμη φορά ηττηθεί.