ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ, ΟΙ ΠΑΓΙΔΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΥΤΟΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΑΝΤΑΝΑΚΛΩΝΤΑΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ
ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΛΕΙΠΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΕΣ ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ,
ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΩΝ 100 ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ
Το συνέδριο για τον Εγγονόπουλο έδωσε μια σπουδαία ευκαιρία για να ξανασκεφτούμε τη μοναδική προσφορά του μεγάλου Έλληνα δημιουργού. Το επέτυχε όμως; Οδήγησε άραγε σε μια νέα αποτίμηση, που να συμβαδίζει με το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι εκείνοι που γνωρίζουν σήμερα τον εγγονοπούλειο Μπολιβάρ του 1942είναι κατά πολύ περισσότεροι από εκείνους που θυμούνται τη σεφερική Κίχλη του 1946; Αναμφίβολα. Αν και μια μειοψηφία παρέμεινε προσκολλημένη στα ιδεολογήματα της Γενιάς του ΄30 για το ζήτημα της ελληνικότητας στην τέχνη…

Ο Εγγονόπουλος πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄30. Το έργο του, ζωγραφικό και ποιητικό, δεν έγινε αμέσως κατανοητό, όπως συμβαίνει με τα έργα που φέρουν τη σφραγίδα του αυθεντικού και του διαφορετικού. Η διαφορά του από τους άλλους της γενιάς του ήταν ότι προσπάθησε, μέσα στο εργαστήρι του, να συνενώσει τα πιο ετερόκλητα στοιχεία της καλλιτεχνικής παράδοσης, ελληνικής και ευρωπαϊκής, σε μια σύζευξη ασύλληπτης τόλμης. Η τολμηρότητα και η επαναστατικότητά του ξένισε και ερέθισε τους σύγχρονούς του, εθισμένους σε μια τέχνη πιο εύπεπτη και λιγότερο ανατρεπτική. Τα λαμπερά, ανεπανάληπτα χρώματα του ζωγραφικού έργου του, στο οποίο κατόρθωσε να συνενώσει τη βυζαντινή τεχνική των εικόνων με μια μοντέρνα, αυθεντική και επαναστατική αντίληψη για τη μορφή και τη σύνθεση, φαίνεται πως ενόχλησαν τους «τα φαιά φορούντες», όχι μόνο τότε αλλά ίσως και κάποιους σήμερα.

Πρωτοπορία

Όμως ο Εγγονόπουλος ήταν ο μόνος καλλιτέχνης από ολόκληρη τη γενιά του ΄30 που συνέλαβε και αντιμετώπισε σφαιρικά το ζήτημα της πρωτοπορίας και της δημιουργικής ανανέωσης στην τέχνη, σε όλες τις εκφάνσεις της. Ως ζωγράφος και ποιητής, αντιμετώπισε το πρόβλημα της καλλιτεχνικής έκφρασης στη μικρή επαρχιακή Ελλάδα του Μεσοπολέμου με μια πρωτοφανή σύλληψη: τη σύζευξη του παλιού και του νέου, του ελληνικού και του παγκόσμιου, του βυζαντινού και του δυτικού, σε μια νέα ανατρεπτική σύνθεση που θα τα περιελάμβανε διαλεκτικά. Έτσι κατόρθωσε να μεταγγίσει στη ζωγραφική του μια «ζώσα ύλη», σύμφωνα με την τόσο προσφυή παρατήρηση του ζωγράφου και μαθητή του Σωτήρη Σόρογκα.

Αυτή τη «ζώσα ύλη» δεν τη βρίσκουμε μόνο στο ζωγραφικό έργο του Εγγονόπουλου, αλλά και στο ποιητικό. Ο σεβασμός που είχε ο Εγγονόπουλος για την ελληνική γλώσσα στη μακρά της διάρκεια τον οδήγησε σε μια τολμηρή συνένωση λέξεων από διαφορετικούς αιώνες, εποχές, ιδιολέκτους ή ντοπιολαλιές, που υπερβαίνει δραστικά την ισοπεδωτική διάθεση για στρωτή δημοτική και τις παρωπίδες μιας κανονιστικής τάσης, που προώθησαν οι εκπρόσωποι της γενιάς του ΄30. Το αποτέλεσμα ήταν ότι προσέδωσε νέα ενέργεια και απροσδόκητη δυναμική στην ποιητική γλώσσα, που τώρα γίνεται αισθητή στη νεώτερη γενιά.

Πρόκληση

Δυστυχώς, το διήμερο συνέδριο για τον ποιητή και ζωγράφο Εγγονόπουλο έγινε αφορμή να θυμηθούμε ότι η ιστορία της πρόσληψης του έργου του, από την πρώτη του εμφάνιση μέχρι σήμερα, αντανακλά τις περιπέτειες και τις παγιδεύσεις, ή καλύτερα αυτοπαγιδεύσεις και αυτοδεσμεύσεις, της ίδιας της κριτικής σκέψης στην Ελλάδα.

Το πρωτοποριακό έργο του, με τις τολμηρές προσμείξεις ελληνικών και ξένων στοιχείων, προκαλούσε. Προκαλούσε ακριβώς επειδή ο Εγγονόπουλος, αντίθετα από άλλους Έλληνες ποιητές και ζωγράφους της γενιάς του, διατράνωνε συζευκτικά τις ετερόκλητες, διαχρονικές και οικουμενικές πηγές της έμπνευσής του και, με την πιο μεγάλη άνεση, μας μετέφερε από τα ιπποτικά μυθιστορήματα, τα δημώδη μεσαιωνικά κείμενα, τον Ερωτόκριτο, τον Σολωμό και τον Καβάφη στον Μπωντλαίρ. Κι αντίστοιχα, από τους βυζαντινούς αγιογράφους, τον Θεόφιλο και τον Κόντογλου, μας πήγαινε στον Σεζάν και στον Ντε Κίρικο. Η τέχνη του ήταν, όπως η καβαφική, μια τέχνη του «κράματος». Η τέχνη αυτή καταπολεμούσε τη «διαφορά» φτιάχνοντας νέες οργανικές συνενώσεις, επιχειρώντας τη δημιουργική κατάργηση συνόρων και ταξινομήσεων, με «λογισμό και μ΄ όνειρο».

Ο Εγγονόπουλος ήταν ένας απόγονος του ρομαντισμού, του πιο αδύναμου κρίκου της τέχνης στην Ελλάδα. Πίστευε στο όραμα, στη δύναμη ή αλλιώς τη μαγεία των λέξεων, στο αυθεντικό, στο επαναστατικό. Ήταν, μετά τον Σολωμό και τον Καρυωτάκη, ο πιο τολμηρός στην αμφισβήτηση του ποιητικού Εγώ, κι αποτολμούσε το πιο επώδυνο και καταλυτικό βήμα στην τέχνη, εκείνο που οδηγεί στην παρωδία και στον αυτοσαρκασμό. Ολόκληρο το έργο του, «σκηνές από μια μεγάλη συμπαντική σκηνή», όπως το ονόμασε (με την ανακοίνωσή του που διαβάστηκε στο συνέδριο) ο διαπρεπής ιστορικός τέχνης Wieland Schmied, ήταν μια έκφραση της μοναξιάς του Εγώ, ή αλλιώς σύμφωνα με την προσέγγιση της καθηγήτριας Νίκης Λοϊζίδη, μια υπέρβαση του «τραύματος» μέσα από το «χιούμορ». Το όραμά του, η ρομαντική ενότητα, ή η «κατάργηση της μοναξιάς», όπως την ονόμαζε ο ίδιος, εκφραζόταν μέσα από την εμφανώς ερωτική και συμβολική συνένωση των αντιθέτων, στους υπέροχους πίνακες με διάσημα ερωτικά ζεύγη της μυθολογίας, και σε ποιήματα όπου πάλι δεσπόζει το θέμα τού «Ποιητή και της Μούσας».