Τι είναι αυτό που οδηγεί στην ηθική αφύπνιση και την πολιτική εμπλοκή; Πώς ένα ηττημένο άτομο υπερβαίνει τη λατρεία του θανάτου όταν ηχούν τα τύμπανα του πολέμου; Ο Αντόνιο Ταμπούκι μάς παραδίδει με τον Περέιρά του μία από τις σπαρακτικότερες φιγούρες της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.


Λισαβώνα, καλοκαίρι του 1938. Ο Περέιρα, ένας δημοσιογράφος μόνος, χήρος και υπέρβαρος, περιφέρει την ύπαρξή του στην καυτή πόλη. Επιμελείται την πολιτιστική σελίδα μιας μέτριας κυκλοφορίας εφημερίδας ενώ το αφεντικό του λείπει σε διακοπές. Μεταφράζει με συνέπεια γάλλους συγγραφείς και στοιβάζει «επικήδειους» για συγγραφείς που βρίσκονται ακόμη εν ζωή προκειμένου να τους δημοσιεύσει την επομένη του θανάτου τους. Στα πλαίσια αυτής της εμμονής προσλαμβάνει έναν άνεργο νεαρό διπλωματούχο της φιλοσοφίας, πεπεισμένο ότι «η οριοθέτηση της ύπαρξής μας μέσω του θανάτου είναι αποφασιστικής σημασίας για την κατανόηση και την αξιολόγηση της ζωής». Ο Ρόσσι όμως και η φίλη του Μάρτα θα αποδειχθούν οι καταλύτες για μια βαθιά εσωτερική ανατροπή. Στρατευμένοι κατά της δικτατορίας του Σαλαζάρ και υποστηρικτές των Δημοκρατικών ενώ ο εμφύλιος πόλεμος μαίνεται στη γειτονική Ισπανία, οι δύο νεαροί διεισδύουν στον κλειστό κόσμο του Περέιρα, απαιτούν τη στήριξή του και τον εμπλέκουν σταδιακά σε μια πορεία πολιτικής συνειδητοποίησης. Ετσι, ενώ αρχικά απορρίπτει τα κείμενα του Ρόσι ως φέροντα επικίνδυνο πολιτικό φορτίο που ενδέχεται να προκαλέσει τη λογοκρισία, διαπράττει ένα σωρό απερισκεψίες με βάση τα δεδομένα της ώς τότε ζωής του, όπως λ.χ. η φυγάδευση ενός ισπανού αντιστασιακού.

Η ιδιωτική ζωή δίνει σταδιακά χώρο στη δημόσια. Στο αγαπημένο του καφενείο ο Περέιρα αναζητεί πολιτικές ειδήσεις, στο γραφείο του υπόκειται στην παρακολούθηση της θυρωρού που είναι πληροφοριοδότρια της αστυνομίας, σε μια επίσκεψή του στην πανεπιστημιούπολη της Κόιμπρα διαπιστώνει ότι το φασιστικό καθεστώς έχει διαποτίσει το μυαλό και την ψυχή του αφεντικού και του παιδικού φίλου του. Ο Περέιρα εξομολογείται καθημερινά τα πάντα στο πορτρέτο της νεκρής συζύγου του, νοσταλγεί το παρελθόν, μετανιώνει που δεν έκανε ένα παιδί, αναρωτιέται τι πήγε στραβά στη ζωή του, ανασκάπτει τις ενοχές του αλλά εντέλει δεν καταλαβαίνει τι του συμβαίνει. Αυτά ώς την κορύφωση της πλοκής όπου διαπιστώνει ότι δεν μπορεί πια να αποστρέφει το βλέμμα από την πραγματικότητα και βρίσκει έναν ευφυή τρόπο να καταγγείλει το σαλαζαρικό καθεστώς.

Ο Ταμπούκι καταφέρνει να παρακάμψει τον σκόπελο της ανακατασκευής της δεκαετίας του ΄30 στην Πορτογαλία αυτοαναγορευόμενος σε ένα «μέσον» διά του οποίου μεταδίδονται προς τον αναγνώστη οι απόψεις αλλά και ο σκληρός πυρήνας της αφήγησης του Περέιρα. Το εύρημα αυτό ποτίζει το βιβλίο με την υποκειμενικότητα του ήρωα αλλά και με ένα είδος a priori αντικειμενικότητας εκ μέρους του συγγραφέα. Αυτά ξέρω, αυτά σας λέω, ισχυρίζεται ο Ταμπούκι διά στόματος Περέιρα.

Ή αλλιώς: δεν θέλω να σας πω άλλα, μας λέει ο πρωταγωνιστής, τα άλλα δεν έχουν σημασία. Μη με ρωτάτε πώς ένας πολλά υποσχόμενος, γοητευτικός νέος φοιτητής κατέληξε να συμβιβαστεί με μια μέτρια καριέρα, με μια ασθενή σύζυγο, με βαθιά άγνοια της γύρω του πολιτικής πραγματικότητας, με μοναδικό καταφύγιο τη λογοτεχνία- κι αυτή ως ψευδαίσθηση. Θα σας πω μόνο τον πυρήνα της ιστορίας και αν θέλετε με πιστεύετε. Αυτό που διαβάζετε- ψιθυρίζει τώρα ο συγγραφέας- δεν είναι παρά μια μαρτυρία. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Κάθε ιστορία είναι ένας ισχυρισμός- απόλυτη αλήθεια δεν υπάρχει.