Συχνά, όταν διασκευάζεται για τη θεατρική σκηνή διήγημα του Παπαδιαμάντη, ομολογώ πως μου περνάει από τον νου πώς τάχα θα αντιδρά εκεί που είναι (ασφαλώς στον Παράδεισο, στον οποίο πίστευε). Γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν απλώς ένας φανατικός ορθόδοξος χριστιανός. Ηταν Κολλυβάς. Ανήκε σε μια θρησκευτική σέκτα η οποία έχει λίγους οπαδούς και επιχωριάζει σε χωριστικά κινήματα του Αγίου Ορους.

Αυτή η σέκτα δίπλα στις άλλες δεσμεύσεις που απαιτεί από τον πιστό η αυστηρή τήρηση των κανόνων (νηστείες, προσευχές, εξομολογήσεις, μεταλήψεις κ.τ.λ.) έχει έντονα τα σημάδια μιας κάθετης επιρροής της ηθικής της από τις ανατολικές παραδόσεις που βυθίζουν βαθιά τις πίστεις τους στην Παλαιά Διαθήκη. Ας μη λησμονούμε πως η διαβόητη Εικονομαχία μια τέτοια επιρροή και πίστη αντλούσε από την παλαιοδιαθηκική εντολή που είναι έντονη και σε μερικούς πατέρες της Ορθοδοξίας «ου ποιήσεις εαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα». Ως γνωστόν, η εντολή αυτή είναι διάχυτη και στην εβραϊκή και στη μουσουλμανική θρησκεία, και οι δύο θυγατρικές του Πατριάρχη Αβραάμ. Και οι συναγωγές και τα τζαμιά είναι ναοί ακόσμητοι, γυμνοί από εικόνες. Ετσι και οι Τούρκοι σοβάτισαν την Αγια-Σοφιά όταν την έκαναν τζαμί.

Ο Παπαδιαμάντης ούτε έγραψε ούτε μετέφρασε ούτε διάβασε ούτε είδε ποτέ του θέατρο.

Τι θα έλεγε άραγε αν πληροφορούνταν ότι όπως τα καλοκαίρια στην Ελλάδα σώζουν ταμεία οι τραγωδίες και ο Αριστοφάνης, τον χειμώνα σώζουν ταμεία μονόλογοι θεατρικοί, διασκευές και τελετουργικές δράσεις βασισμένα στα διηγήματά του; Από την άλλη πλευρά, τι θα έλεγαν πάλι όλοι οι ψεκασμένοι γλωσσομέντορες της δημοτικής που είχαν εξοβελίσει, εξορίσει, διαγράψει από τη διδασκαλία στην εκπαίδευση την καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, του Βιζυηνού;

Γνωρίζω μάλιστα λόγω εκπαιδευτικού παρελθόντος πως γυμνασιάρχης μεγάλου ιδιωτικού σχολείου, όχι μόνο ενώπιον των συγκεντρώσεων γονέων και μαθητών, λοιδορούσε και αναθεμάτιζε τον Παπαδιαμάντη και τον Κόντογλου ως φανατικούς θρησκόληπτους. Αυτός ο ερίφης έγινε γενικός γραμματέας πριν από έναν χρόνο (τώρα τον εξαπέστειλαν) της Βουλής των Ελλήνων, «ανάστημα» και επιλογή μαντέψτε!

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ. Είναι λοιπόν θρίαμβος του ταπεινού σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου που όχι απλώς σώζει ταμεία αλλά και νομιμοποιεί σε μια γενιά που καταδικάστηκε στο αντίθετο από τον παλιό γλωσσικό διχασμό μια εξαίσια πεζογραφία, μια άκρως μουσική λογοτεχνική γλώσσα και μια παράδοση που χωνεύει αρχαία γλώσσα, βυζαντινή υμνογραφία, λαϊκό ιδίωμα και ναυτική ιδιόλεκτο.

Να μέγα μάθημα, αυτού του φανατικού θρησκεύοντος, γλωσσικής ανεξιθρησκίας! Μερικοί άλλου είδους φανατικοί ιδεοληπτικοί του δυτικού ορθολογισμού δεν μπόρεσαν ποτέ να κατανοήσουν πώς αυτός ο νηπτικός οινόφλυξ ιεροψάλτης, μεταφραστής του Αλφόνς Ντοντέ και αριστουργηματικός μεταφραστής του «Εγκλήματος και τιμωρίας» του ομόθρησκού του Ντοστογέφσκι, άλλου αμαρτωλού (οινόφλυξ, χαρτοπαίκτης, αναρχικός), έγραψε, απορούν, τόσο αισθησιακά ερωτικά κείμενα. Γράφουν διότι αγνοούν οι δυστυχείς την ερωτική διάθεση της Ορθοδοξίας.

Παρόλο λοιπόν που ο ίδιος θα αντιμετώπιζε μάλλον αρνητικά τη θεατροποίησή του, μέσα στη σεμνή του συνείδηση θα έβλεπε πως εκατό και βάλε χρόνια μετά την κοίμησή του συμβάλλει στο γλωσσικό λουτρό μιας νέας κυρίως γενιάς που υποχρεώθηκε από ξυλοσχίστες «παιδαγωγούς φωταδιστές» να στερηθούν την ηδονή μιας μουσικής και αρτεσιανής γλώσσας.

Είδα πρόσφατα στο θέατρο Αλκμήνη διασκευασμένο για τη σκηνή το έξοχο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Η νοσταλγός». Εν πρώτοις ας μιλήσουμε για τη γλώσσα. Η λέξη «νοσταλγός» που έχει περάσει και σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες με τον ήχο της είναι ειδική έννοια. Δεν σημαίνει, όπως έχει εκπέσει στη γλωσσική μας ισοπέδωση, μια αναπόληση, μια στροφή της σκέψης και του συναισθήματος σε κάτι που μας έχει γοητέψει ή σημαδέψει στο παρελθόν μας. Σύνθετη λέξη από τα «άλγος» (βαθύς πόνος) και «νόστος» (επιστροφή στην πατρίδα και μόνο), σημαίνει τον καημό του ξενιτεμένου να γυρίσει στη γενέθλια γη του! Και μόνο. Εγραψα μάλιστα και παλαιότερα πως η ομηρική φράση «νόστιμον ήμαρ» –κυριολεκτικά, η ημέρα της επιστροφής στην πατρίδα –έφτασε στη δική μας γλωσσική παρακαταθήκη ως νόστιμο φαγητό, το φαγητό που λαχταράει να ξαναφάει ο ξενιτεμένος, επιστρέφοντας, από τα χεράκια της μανούλας του!

Η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη, μικροπαντρεμένη με έναν υπερήλικο νοικοκύρη, πάσχει από την αρρώστια του νόστου. Λαχταράει να γυρίσει στο νησί της, στην παιδικότητά της, στη χαμένη πατρίδα της εφηβείας της, στην ψυχική της αμπάριζα, στις γεύσεις, στις μυρωδιές, στα οικεία αγγίγματα, στον ανοιχτό αλλά ελεγχόμενο ορίζοντά της. Εγκαταλείπει τη συζυγική παστάδα, την οικονομική ευεξία και την κοινωνική υπόληψη και διακινδυνεύει δραπετεύοντας με έναν ερωτευμένο μαζί της και εν αγνοία της βαρκάρη. Και ο ιδιοφυής ερωτικός καλόγερος καταγράφει μια αλυσίδα ψυχικών κραδασμών δύο ερωτευμένων με άλλα πράγματα ψυχών. Και οι δύο αναζητούν τον νόστο τους, την επιστροφή, είτε στην ερωτική πανδαισία είτε στην ασφάλεια της γενέθλιας εστίας.

Η σκηνοθέτις της παράστασης Αννα Παπαμάρκου επέλεξε αντί μιας βίαιης σεναριοποίησης να κρατήσει την αφηγηματική ροή του παπαδιαμαντικού «ποιήματος». Το μοίρασε σε τρεις φωνές όπου καθεμία έμπαινε και έβγαινε μέσω του διαλόγου στην αντικειμενική περιγραφή και στη χαρακτηρολογική υποκειμενικότητα. Η Εριέττα Μουτούση με την πείρα της επέλεξε την ψυχραιμότερη αφηγηματική θερμοκρασία, ενώ τα δύο νεότερα και ταλαντούχα παιδιά που αφηγήθηκαν και μετείχαν στην αδιόρατη αλλά έντονη έλξη κατά τη διάρκεια της βαρκάδας του νόστου είχαν και αμεσότητα και ζεστασιά: Μαρία Λογοθέτη, Δημήτρης Λιόλιος (σε βίντεο ο Κατσαφάδος).

«Under – κρυμμένες φωνές». Στο θέατρο Σημείο ο Νίκος Διαμαντής καθοδήγησε πέντε νέους ηθοποιούς (Γ. Δημητρακοπούλου, Γ. Μαυροειδοπούλου, Μ. Μπογέα, Δ. Τσικούρα, Στρ. Χατζηλίας), με τη μουσική συνδρομή σ’ ένα δυναμικά δραματικό ακορντεόν της Δημητρακοπούλου, να διεκτραγωδήσουν τα πάθη, τη νοσταλγία, τα βάσανα της ξενιτιάς, τις αναμνήσεις της ειρηνικής ζωής και τους διωγμούς προσφύγων. Χρησιμοποιώντας κείμενα αυθεντικά από ποικίλες πηγές.

Μια διαπίστωση: οι εικόνες που έχουμε δεχτεί από ζωντανές και τραγικές ιστορίες προσφύγων πρόσφατα, δυστυχώς κυριαρχούν τυραννικά στην ευαισθησία μας, τόσο που τα αφηγήματα χωρίς εικόνα στομώνουν.

info

Σκηνοθεσία: Αννα Παπαμάρκου

Σκηνικά: Λένα Λέκκου

Κοστούμια:Ιωάννα Τιμοθεάδου

Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ

Παίζουν: Αριέττα Μουτούση, Μαρία Λογοθέτη, Δημήτρης Λιόλιος. Σε βίντεο ο Θεόδωρος Κατσαφάδος

Πού: Στο θέατρο Αλκμήνη κάθε Δευτέρα και Τρίτη έως 17/11