Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Χάρης Φραγκούλης, πρώην κάτοχος του βραβείου Δημήτρης Χορν μιλάει για δύο παραστάσεις και την ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης».

Την περασμένη εβδομάδα άνοιξε τη νέα θεατρική σεζόν του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» με την παράσταση του έργου «Ο Άρντεν πρέπει να πεθάνει». Παράλληλα κάνει πρόβες για «Τα παιδιά του Ήλιου» του Μαξίμ Γκόργκι, που θα ανέβει στις 11 Νοεμβρίου σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, ενώ στις 3 Δεκεμβρίου θα τον δούμε στην ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη.

«Ο Άρντεν ήταν sold out όταν ανέβηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (2-12 Ιουνίου στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων) και η καλλιτεχνική διευθύντρια του Τέχνης Μαριάννα Κάλμπαρη, ενδιαφέρθηκε να την ξαναπαρουσιάσουμε» λέει στα ΝΕΑ, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Χάρης Φραγκούλης. «Και όλοι οι συντελεστές από την πλευρά μας είχαμε την όρεξη και είδαμε ότι από παράσταση σε παράσταση ήταν ένα πράγμα που ήταν πολύ βρώμικο ακόμα. Έχει δηλαδή, πολλά περιθώρια να πάει πιο μακριά. Νοιώθαμε ότι είχε βουτήξει κάπου και σε κάθε παράσταση καθάριζε και γινόταν αλλιώς. Και έτσι είπαμε ότι θέλουμε να το δούμε ξανά και να ξεθολώσει ακόμα περισσότερο».

Οι συνεργασίες στο θέατρο. «Υπάρχει αυτή η κατάσταση, καθώς γενικά υπάρχει μια απαισιοδοξία όσον αφορά τις συνθήκες, το budget που έχεις γι’ αυτό που κάνεις, το ότι πρέπει να κάνεις και άλλα δέκα πράγματα ταυτόχρονα, αλλά με τον Νίκο Μαστοράκη νοιώθω μια εμπιστοσύνη. Τόσο από την εμπειρία με το «Mefisto» που κάναμε πέρυσι, αλλά κυρίως επειδή μπορώ να συνεννοηθώ. Μπορώ να εμπιστευτώ ότι θα μιλήσουμε σε μια κοινή γλώσσα.

Πέρα από το γεγονός ότι είναι ένας έξυπνος και ταλαντούχος σκηνοθέτης, ότι είναι ένα ωραίο έργο και ένας ωραίος ρόλος, αυτό που έχει σημασία και εγώ πιστεύω σε αυτό, είναι το ότι συνεχίζουμε κάτι. Πιστεύω πιο πολύ στο ότι μπορώ να συνεχίσω μια παλαιότερη συνεργασία, απ’ το ότι να συνεργαστώ από την αρχή με καινούργιους ανθρώπους. Όταν υπάρχει κάτι καλό, είναι ωραίο να το βαθαίνουμε περισσότερο. Και ας είναι κάτι πιο δύσκολο».

Κινηματογράφος ή θέατρο; «Άλλη αίσθηση ο κινηματογράφος, άλλη αίσθηση το θέατρο. Για μένα είναι και τα δύο εξίσου αγαπημένα. Βέβαια, προτιμώ να βλέπω σινεμά, πολύ περισσότερο από το να βλέπω θέατρο. Γίνονται περισσότερα πράγματα στο σινεμά, ανεξάρτητου αισθητικής και αυτό είναι πολύ καλό.

Ένας λόγος που έχει ενδιαφέρον η ταινία του Μανούσου είναι ότι είχε το θάρρος να ασχοληθεί με μια μεγάλη παραγωγή, να κάνει μια ταινία εποχής (σ.σ: Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και με πολλούς κομπάρσους. Και το ότι ασχολείται με την εποχή νομίζω ότι είναι κάτι ανακουφιστικό.

Η αίσθηση ότι η ταινία είναι γυρισμένη σε άλλη εποχή δείχνει πόσο κάποιος θέλει να φύγει από αυτό που ζει τώρα. Κυρίως αισθητικά. Γιατί πέρα από το οικονομικό, είναι και το αισθητικό κομμάτι. Τα κτίρια και οι δρόμοι είναι κάτι ανυπόφορο για την ψυχή, πέρα από την πείνα και το γεγονός ότι κάποιοι δεν τα βγάζουν πέρα. Το αισθητικό δεν είναι πολυτέλεια, είναι υπαρξιακό και ψυχικό κομμάτι. Οπότε ο κόσμος έχει ανάγκη να φύγει και ο κινηματογράφος είναι το κατεξοχήν πράγμα που σε κάνει να φεύγεις, ακόμα περισσότερο από το θέατρο».