Το όνομά του έσκασε στο ρετιρέ του θεατρόκοσμου χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες. Ηθοποιός και σκηνοθέτης χαμηλών τόνων, σύμφωνα με φίλους (αλλά και καχύποπτους «αντιφρονούντες»), διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής στη δεύτερη σκηνή της χώρας λίγο πριν ξεσπάσει η θορυβώδης κόντρα μεταξύ Νίκου Ξυδάκη και Γιάννη Βούρου για τη διαδικασία αποχώρησης του τελευταίου από το ΚΘΒΕ. Κι όταν κόπασε η ανταλλαγή πυρών, ξεκίνησε η ουσία: θα καταφέρει ο «νέος» να αντιμετωπίσει τον βραχνά των χρεών; Θα καταφέρει να τιθασεύσει θεούς και δαίμονες, απλήρωτους ηθοποιούς και μουδιασμένους διοικητικούς, για να πάρει μπροστά η μηχανή; Μαζί «ακούστηκε» και το καθιερωμένο παρασκήνιο: τον επέβαλαν οι σύμβουλοι του Ξυδάκη ή είχε αθόρυβη σχέση με το σύστημα ΣΥΡΙΖΑ;

Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Γιάννης Αναστασάκης αποτελεί γέννημα θρέμμα της Θεσσαλονίκης. Η γειτονιά του ήταν οι Αμπελόκηποι και, όπως έχει δηλώσει σε παλιότερη συνέντευξή του, «θυμάμαι να μεγαλώνω στην Πλατεία Επταλόφου και να πηγαίνω εκδρομές με το σχολείο όταν το μέρος ήταν ακόμη ερείπιο». Το θέατρο τον περίμενε στην επόμενη στροφή: σπούδασε στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ και συνέχισε στην Κλασική Φιλολογία του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ικανή περγαμηνή για έναν ηθοποιό που έχει μελετήσει τα ιερά και όσια της αρχαιοελληνικής γραμματείας, πριν δώσει εξετάσεις επί σκηνής.

Ακολουθώντας έναν άγραφο κανόνα στο σινάφι των ηθοποιών, το βάπτισμα του πυρός θα είναι αθηναϊκό. Στην πρωτεύουσα έρχεται το 1992 και μία από τις πόρτες που χτυπά είναι εκείνη του θεάτρου Στοά. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου, πρόεδρος σήμερα στο ΔΣ του Εθνικού Θεάτρου, υποδεχόταν τότε τον άνθρωπο που θα γινόταν καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ. «Μπήκε στο θέατρο, δούλεψε στο Παιδικό, μετά στην Κεντρική Σκηνή, γίναμε φίλοι, γνωρίστηκε με τη γυναίκα του, παντρεύτηκε μέσα στη Στοά, γεννήθηκε το παιδί του εκεί μέσα» θυμάται ο Θ. Παπαγεωργίου.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Αναστασάκης παίρνει τον τίτλο του καλλιτεχνικού διευθυντή –έστω και αν η κλίμακα έχει μεγεθυνθεί. Το 1995 τοποθετήθηκε επικεφαλής του θεατρικού οργανισμού Στιγμή, ο οποίος επιχορηγούνταν ως αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία από το 1996 έως το 2011. Για τους παροικούντες τη θεατρική Ιερουσαλήμ, εκείνη ήταν η χρυσή περίοδός του, κατά την οποία κερδίζει –χωρίς να το καλλιεργεί τεχνηέντως –το προφίλ ενός «εργάτη του θεάτρου». Οπως μεταφέρουν σήμερα άνθρωποι που υποδέχονταν τότε το ενημερωτικό δελτίο της Στιγμής, ποτέ δεν σήκωσε το τηλέφωνο για να πιέσει για λίγη δημοσιότητα ακόμη. Η προτίμησή του ήταν θεατρικά έργα από το νεότερο ελληνικό ρεπερτόριο, λιγότερο παιγμένα από το ξένο ή και «παραδόξως άγνωστα». Ανάμεσα στις παραστάσεις που έχει σκηνοθετήσει είναι οι «Σταγόνες πάνω στην καυτή πέτρα» του Φασμπίντερ (1996), «Η γυναίκα του Λωτ» του Μάριου Ποντίκα (ΚΘΒΕ, 2001), «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, (Στιγμή, 2006), «Να μου στείλετε μια ρεπούμπλικα!» του Ρώμου Φιλύρα (θέατρο Αργώ, 2009 – Στούντιο Μαυρομιχάλη, 2011), «Η Τρελοβγενιώ» της Ινιές Κανιατί (2003), που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως η προσωπική του επιτυχία, τηρουμένων των αναλογιών. Εξάρσεις –είτε θετικές είτε αρνητικές –δεν υπήρξαν σ’ αυτή την αθόρυβη διαδρομή. Ούτε το μεγάλο μπαμ ούτε το μεγάλο σκάνδαλο. Ο Αναστασάκης έμοιαζε να κινείται χωρίς το άγχος του «ποιοτικού» ή του «εμπορικού». Χωρίς να απορρίπτει ρόλους όπως αυτός του παπά στην ταινία «Kings of Mykonos» ή του Μόλορχου – Αυγεία στην παράσταση «Ηρακλής» που ανέβηκε την περασμένη σεζόν στο Πάνθεον, με πρωταγωνιστή τον Σάκη Ρουβά.

Η ίδια επαγγελματική ταυτότητα, αυτή του «μυρμηγκιού», τον είχε φέρει στον Χορό των «Περσών» του Λευτέρη Βογιατζή (1999) μαζί με τους Δημήτρη Ημελλο, Ακύλλα Καραζήση, Φάνη Μουρατίδη κ.ά., αλλά και στις ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη «Η ψυχή στο στόμα», «Μαχαιροβγάλτης» και «Μικρό ψάρι». Τον ερχόμενο χειμώνα, πάλι, θα τον δούμε στην ταινία του Τάσου Μπουλμέτη «Νοτιάς», στον ρόλο του Μίμη (ο ξυλουργός του δούρειου ίππου), καθώς και σε δύο ταινίες μικρού μήκους.

Θα είναι ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που θα παίζει στον κινηματογράφο την ίδια περίοδο κατά την οποία θα δίνει δείγμα γραφής στη διοίκηση ενός θεάτρου. Το βουνό με τα χρέη του ΚΘΒΕ –8,5 εκατομμύρια ευρώ –βρίσκεται μπροστά του στη γραμμή εκκίνησης. «Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν» μας λέει. «Προσπαθώ να καταλάβω ποια κομμάτια μπορούν να αντιμετωπιστούν αμέσως, τι μπορεί να γίνει με τη μισθοδοσία των ανθρώπων και πώς θα γίνουν οι πρόβες για τις νέες παραστάσεις».

Και το όραμα; Ο περίφημος βραχνάς που μπορεί να αποδειχθεί βασίλειο, αλλά και φυλακή για οποιονδήποτε διευθυντή μιας θεατρικής σκηνής; Εστω και χαμηλοφώνως, έστω και χωρίς τυμπανοκρουσίες, ο Γιάννης Αναστασάκης μπαίνει στη χορεία του ΚΘΒΕ, όπου άφησε εποχή ο Μίνως Βολανάκης ως γενικός διευθυντής (1974-1977, 1986-1989), ενώ την ίδια θέση υπηρέτησε ο Βασίλης Παπαβασιλείου (1994-1998) –έστω και αν το τέρας της γραφειοκρατίας αποδείχθηκε παντοδύναμο απέναντί του. «Υπάρχει ένα πρόγραμμα που τρέχει από τη θητεία του κ. Βούρου που δεν έχω λόγο να μην το ακολουθήσω, αφού υπάρχουν και συμβόλαια. Οι ιδέες και τα καλλιτεχνικά όνειρα θα πάνε λίγο πίσω» λέει σήμερα στα «ΝΕΑ».