Χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες βγαίνουν καθημερινά στις παραλίες των νησιών του Βόρειου Αιγαίου. Οσοι κατάφεραν να επιβιώσουν από το ταξίδι με τα σαπιοκάραβα από τα τουρκικά παραλία περπατούν χιλιόμετρα μέχρι τα λιμάνια περιμένοντας το πλοίο για τον Πειραιά. Την ίδια ώρα στα σύνορα της Ελλάδας με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας άλλες ταλαιπωρημένες ψυχές προσπαθούν να γλιτώσουν από τα κλομπ των απέναντι και να περάσουν στη γειτονική χώρα αναζητώντας τον δρόμο για τη Βόρεια Ευρώπη. Αντίστοιχες εμπειρίες επί ελληνικού εδάφους μπορούν να επικαλούνται εκπρόσωποι του καλλιτεχνικού χώρου που κάποτε ήταν άγνωστοι ανάμεσά μας, αλλά ύστερα από τις δυσκολίες κατάφεραν να βρουν μια θέση στον ήλιο: ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνοθέτες και χορευτές, των οποίων το ξενικό όνομα προδίδει την καταγωγή τους.

Θέατρο – Κινηματογράφος

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Νίκος Γκέλια, ο πρωταγωνιστής της τελευταίας ταινίας του Πάνου Κούτρα «Xenia». Ο νεαρός ηθοποιός από την Αλβανία, στα πρώτα του βήματα στην υποκριτική μαζί με τον συμπρωταγωνιστή του Κώστα Νικούλι (που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα από αλβανούς γονείς), έφτασε τον περσινό Μάιο μέχρι το Φεστιβάλ των Καννών. Ο 22χρονος Νίκος γεννήθηκε στα Τίρανα όπου έμεινε μέχρι τα πέντε του. Στη συνέχεια μετακόμισε στο Φιέρι, για να περάσει έναν χρόνο με γιαγιάδες και θείους επειδή οι γονείς του έφυγαν για την Ελλάδα. Μόλις βρήκαν δουλειά και σπίτι, νοίκιασαν ένα ταξί που τον έφερε στην Αθήνα. Εκείνη την περίοδο, το 1997, ο ρατσισμός απέναντι στους Αλβανούς ήταν δυνατός με αποτέλεσμα να γίνει θύμα διακρίσεων. «Τα παιδιά στο δημοτικό έλεγαν ελεύθερα τη γνώμη τους και «χτυπούσαν» στο ψαχνό. Δεν με έπαιζαν, κάθε φορά που τσακωνόμασταν με φώναζαν Αλβανό ενώ δεν μου έδιναν και τον λόγο μέσα στην τάξη. Κάποιος δάσκαλος στο μάθημα της Ιστορίας, όταν θέλησα να πω κάτι, μου είπε πως δεν μπορώ να μιλάω για την ελληνική Ιστορία γιατί δεν ήμουν Ελληνας», είχε δηλώσει σε παλιότερη συνέντευξή του στα «Πρόσωπα».

Συνάδελφός του με κοινή καταγωγή είναι ο Ενκε Φεζολάρι, που γεννήθηκε το 1981 στην Αλβανία και ανδρώθηκε επαγγελματικά στην Ελλάδα. Εχοντας συμμετάσχει σε σημαντικές θεατρικές παραστάσεις τόσο του Εθνικού Θεάτρου όσο και ανεξάρτητων σκηνών, σήμερα κάθεται και στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Στο ίδιο κλαμπ εντάσσεται και ο Λαέρτης Βασιλείου, που ήρθε από τα Τίρανα το 1994 με σκοπό να πετύχει την εισαγωγή του στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Εγινε τελικά ο πρώτος μη ελληνας σπουδαστής που πήρε πτυχίο από τη σχολή.

Διαφορετική είναι η περίπτωση του Βασίλη Κουκαλάνι που, αν και γεννήθηκε στη Γερμανία, μεγάλωσε στο Ιράν, κατέληξε να ασκεί την υποκριτική τέχνη στην Ελλάδα, χώρα καταγωγής της μητέρας του. «Λίγο πριν ξεκινήσει ο πόλεμος το 1980 φύγαμε από το Ιράν και εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα. Μέχρι τότε για μένα Ελλάδα ήταν η Κρήτη όπου ερχόμασταν τα καλοκαίρια διακοπές», λέει ο ίδιος. Μετά την εγκατάσταση της οικογένειας στην πρωτεύουσα, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να γράψει ή να διαβάσει στα ελληνικά, οι γονείς του τον έγραψαν σε γερμανική σχολή γιατί και στο Ιράν πήγαινε σε αντίστοιχο σχολείο. «Αφού μέχρι τα 11 είχα αλλάξει τρεις χώρες και δύο ηπείρους, αυτό με είχε κάνει σχετικά προσαρμοστικό. Είχα όμως μεγάλη ανάγκη να πω ότι ανήκω εδώ. Και που πήγαινα γερμανικό σχολείο, έμαθα αμέσως να διαβάζω και να γράφω ελληνικά κι έγινα ένα παιδί της πόλης. Δεν με αντιμετώπισε κανένας σαν ξένο γιατί δεν φαινόταν ότι έχω ξένη καταγωγή», τονίζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βίωσε παράδοξες συνθήκες. «Εχοντας μεγαλώσει ως τρίγλωσσος, έχω την πολυτέλεια ή την ατυχία να είμαι παντού ξένος. Στο Ιράν είμαι ο Ελληνας, στην Ελλάδα είμαι και λιγάκι ο Πέρσης, στη Γερμανία ό,τι διαλέξω να πω». Παράλληλα, βέβαια, έχει συγκεκριμένα ατού. «Ολο αυτό με έχει βοηθήσει να βλέπω τα πράγματα, τη ζωή από διάφορες όψεις και προοπτικές. Αυτό νομίζω πως αναπόφευκτα επηρεάζει και την έκφρασή μου ως καλλιτέχνη. Νομίζω πως με έχει ευνοήσει που μιλάω περισσότερες γλώσσες και γνωρίζω καλά τρεις διαφορετικούς πολιτισμούς».

Στον χώρο της 7ης τέχνης διακρίθηκε πρόσφατα και ο Νεριτάν Ζιντζιρία. Ο σκηνοθέτης από την Αλβανία, που σε ηλικία 2 ετών το 1989 μετανάστευσε με τους γονείς του στην Ελλάδα, είδε την ταινία μικρού μήκους «Χαμομήλι» που επιμελήθηκε να κερδίζει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Δράμας αλλά και στο διαγωνιστικό τμήμα μικρών ταινιών στις Νύχτες Πρεμιέρας το 2012 και το αντίστοιχο της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Η προβολή του «Παρί» στο φετινό Φεστιβάλ Καννών είναι το highlight της καριέρας επί ελληνικού εδάφους του ιρανού κινηματογραφιστή Σιαμάκ Ετεμάντη. Γεννημένος στην Τεχεράνη, αφοσιώθηκε στις ταινίες μικρού μήκους αλλά και στις κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και θεατρικές παραγωγές.

Μουσική

Ο συνθέτης και ακορντεονίστας Ντάσο Κούρτι από την Αλβανία βρέθηκε στην Ελλάδα το 1993 όταν πέθανε ο πατέρας του και η οικογένειά του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. «Ηταν μια δύσκολη απόφαση γιατί όταν έφυγα ήταν χειμώνας. Περπάτησα από την Κορυτσά ώς το Αργος Ορεστικό. Είχα τον πρώτο ξάδερφό μου στην Αθήνα που μου είχε πει ότι θα με φιλοξενήσει για να μπορέσω να δουλέψω ως μετανάστης», αναφέρει. Με σπουδές στη Μουσική Ακαδημία των Τιράνων και έχοντας υπάρξει υπότροφος σε πανεπιστήμιο του Μιλάνου για εννιά μήνες στο ίδιο αντικείμενο, ήταν δύσκολο να εγκαταλείψει το πεντάγραμμο. «Με τα πρώτα λεφτά αγόρασα ένα ακορντεόν κι άρχισα να παίζω σε μαγαζιά κλασική μουσική και στους δρόμους», θυμάται. Στα 20 του μπήκε στην Ορχήστρα των Χρωμάτων χάρη στον μαέστρο Γιώργο Παυλάκου κι έκτοτε η καριέρα του προχώρησε έχοντας περάσει από το πλευρό γνωστών καλλιτεχνών όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Γιώργος Νταλάρας (μαζί κυκλοφόρησαν τα «Ερημα χωριά») και η Γλυκερία. «Είχα σπουδαίους ανθρώπους γύρω μου που με έκαναν να αισθάνομαι πολύ καλά, από καλλιτέχνες μέχρι και συναδέλφους μουσικούς που με θεωρούσαν αδερφό, φίλο. Κι έτσι ξεπέρασα τον όποιο ρατσισμό αντιμετώπιζα στην αρχή» παραδέχεται ο ίδιος.

Οι βυζαντινές μελωδίες έγιναν για τον Ναμπίλ Γεώργιο αλ Σάεγ το διαβατήριό του για την Ελλάδα. Ο τραγουδιστής του αραβικού συγκροτήματος Al Mahaba και ψάλτης σε αραβόφωνες ορθόδοξες εκκλησίες ήρθε από το Συρία το 1989 για σπουδές κι έκτοτε έγινε μόνιμος κάτοικος Αθήνας. «Με έστειλε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Συρίας για να σπουδάσω βυζαντινή μουσική. Αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές, μπήκα στην Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία, κάναμε ταξίδια και συναυλίες σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο. Μου άρεσε ο τρόπος ζωής κι αποφάσισα ότι το καλύτερο για μένα θα ήταν εδώ», δηλώνει. Με την ελληνική υπηκοότητα πια (εξαιτίας της οποίας υπηρέτησε έξι μήνες στον Στρατό) και έχοντας κάνει οικογένεια με την ελληνίδα σύζυγό του, συμμετέχει σε συναυλίες με το γκρουπ του και εμφανίζεται σε μουσικές σκηνές. Παρ’ όλα αυτά, δεν συμβαίνει το ίδιο και για συμπατριώτες του που είδε να περνούν τα ελληνικά σύνορα. «Ηρθαν πάρα πολλοί αλλά δυστυχώς επειδή η Ελλάδα δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα για τους πρόσφυγες, έφυγαν όλοι και πήγαν σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης», επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο μιαν αλήθεια που ισχύει για όλους τους καλλιτέχνες του ρεπορτάζ: δυστυχώς, αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα.

Χορός – Οπερα

Ιδιαίτερα φιλόξενος χώρος για τους «μετανάστες καλλιτέχνες» αποδεικνύεται η Λυρική Σκηνή. Στο μουσικό κομμάτι εξέχουσα θέση έχει η Τσέλια Κοστέα από τη Ρουμανία. Η υψίφωνος ήρθε στην Ελλάδα το 2008 και από το 2012 συνεργάζεται με τη Λυρική ως μόνιμη σολίστ. «Ο άνδρας μου έχει διπλή υπηκοότητα. Βρίσκεται στην Ελλάδα εδώ και 21 χρόνια και εγώ πήρα την υπηκοότητα χάρη στον γάμο μας. Αποφάσισα να έρθω γιατί ήταν ευκολότερο για μένα. Αλλωστε η δουλειά μου ήταν ένα σημαντικό προσόν της μετακίνησής μου» υπογραμμίζει. Προάγγελος της μετακόμισής της στην Αθήνα ήταν η πρώτη της συνεργασία με τη Λυρική το 2004 αλλά και η συμμετοχή της σε διεθνείς διαγωνισμούς τραγουδιού. «Ο casting director την εποχή εκείνη με είχε ακούσει στη Στουτγάρδη της Γερμανίας σε μία παραγωγή που η Λυρική σκόπευε να κάνει και μου πρότεινε τον ρόλο» θυμάται. Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Μουσικήςτης Ενωσης Ελλήνων Θεατρικών καιΜουσικών Κριτικών. Αν και ταξιδεύει συχνά για χάρη της δουλειάς της, πλέον έχει ως βάση την Ελλάδα και δεν φαίνεται να το μετανιώνει. «Τώρα η Ελλάδα είναι το σπίτι μου. Είναι η χώρα που αισθάνομαι πατρίδα μου. Αγαπώ την Ελλάδα για τις παραδόσεις, την κουλτούρα, τη φανταστική ιστορία και τη μοναδική φύση». Και δεν ξεχνάει συναδέλφους της από τη Ρουμανία που αυτή την εποχή κάνουν τα καλλιτεχνικά τους βήματα εδώ όπως η Μαρίνα Κριλοβίτσι (σοπράνο), ο Γκαμπριέλ Γκράμα (γλύπτης – ζωγράφος), η Μαρία Μπιλντέα (αρπίστρια).

Η Αλβανία είναι η χώρα προέλευσης της πλειονότητας των ξένων χορευτών που απαρτίζουν το corps de ballet της Λυρικής. Αλλωστε, γύρω από την άφιξη του πρώτου χορευτή που από το 2001 μαγεύει το ελληνικό κοινό με την κίνησή του, του Ντανίλο Ζέκα, έχει χτιστεί ένας ολόκληρος αστικός μύθος που τον θέλει να περπάτησε μέχρι την Αθήνα. Το αλβανικό μονοπώλιο έσπασε ο Σέρβος Αλεξάντερ Νέσκοβ. Από το 1996 όταν εντάχθηκε στη Λυρική μετά τη συνεργασία του με το Εθνικό Μπαλέτο Σερβίας, το Εθνικό Μπαλέτο και την Οπερα της Ουγγαρίας, κατάφερε να προωθήσει την καριέρα του σημαντικά. Σήμερα είναι παράλληλα βοηθός και καθηγητής στη Σχολή Μπαλέτου της Λυρικής. Από τη Λευκορωσία προέρχεται κι ένας ακόμα πρώτος χορευτής, ο Ιγκορ Σιάτζκο, που από το 2004 εντάχθηκε στο δυναμικό της Κρατικής Σκηνής.