Πριν από πολλά χρόνια, πρέπει να ήταν Αύγουστος του 2002, βρήκα στο γραφείο μου ένα χειρόγραφο σημείωμα που ξεκινούσε ως εξής: «Ακόμη και μία λέξη, σε μία εφημερίδα, να είναι η σωστή, και στη σωστή θέση, οι Θερμοπύλες όλο και φρουρούνται». Το υπέγραφε ένας άνθρωπος που είχε αποχωρήσει από την εφημερίδα τριάμισι χρόνια νωρίτερα, αφού μας είχε διδάξει πώς να γράφουμε, πώς να σκεφτόμαστε, πώς να βλέπουμε γενικά τον κόσμο από μια απόσταση. Οχι κυνικά, αλλά ψύχραιμα. Οχι από πάνω, αφ’ υψηλού, αλλά από μέσα. Οχι με διδακτισμό, αλλά με συναίσθημα.

Ξέρω, ξέρω, πάντα γράφουμε ύμνους όταν κάποιος φίλος ή γνωστός πεθαίνει. Αλλά για τον Κώστα Γαλανόπουλο, που τον πρόδωσε ξαφνικά χθες η καρδιά του σε ηλικία 75 ετών, δεν μπορείς να γράψεις κάτι κακό και να θέλεις. Ηταν υπόδειγμα ήθους, ευγένειας και σεμνότητας. Είχε βαθιά παιδεία, αποτελούσε πραγματικά μια κινητή εγκυκλοπαίδεια. Είχε μια μοναδική αίσθηση του χιούμορ. Ηταν ένας από τους καλύτερους γραφιάδες που έχουν περάσει από τον ελληνικό Τύπο. Και την ίδια στιγμή, τουλάχιστον για μας στο διεθνές τμήμα των «ΝΕΩΝ», ήταν ένας αληθινός δάσκαλος. Μια μέρα που έγραφα με περισσή αυτοπεποίθηση σε ένα κομμάτι τι πρέπει να κάνει ο ένας και τι δεν πρέπει να κάνει ο άλλος, με φώναξε και μου είπε: «Κοίτα, η δουλειά μας δεν είναι να λέμε στους πολιτικούς τι να κάνουν, αλλά να εξηγούμε στους αναγνώστες γιατί το κάνουν».

Γεννημένος το 1940 στην Πάτρα, ο Κώστας ξεκίνησε τη δημοσιογραφία από τον «Ελεύθερο Τύπο», μόλις στα 22 του χρόνια. Τους λόγους θα τους αποκάλυπτε πολλές δεκαετίες αργότερα, στο τελευταίο του κείμενο στα «ΝΕΑ»: «Εμαθα τη λέξη δημοσιογράφος στις αρχές του Εμφυλίου, έξι χρόνων. Τότε, σ’ ένα ορεινό χωριό της Αχαΐας, όπου διωγμοί και φυματίωση μας είχαν οδηγήσει, έφτανε κάθε μεσημέρι στο καφενείο μια εφημερίδα. Κανένας δεν μπορούσε να τη διαβάσει. Κοίταζαν τις φωτογραφίες. Οταν κατάλαβαν ότι τα κατάφερνα, μου ανέθεσαν να την απαγγέλλω στην ομήγυρη. Γινόταν άκρα σιγή, άκουγαν όλοι με αγωνία. Δεν καταλάβαινα γρυ, αλλά ένιωθα μεγάλη τιμή. Μια μέρα, ρώτησα ποιοι γράφουν τις εφημερίδες. «Οι δημοσιογράφοι», μου είπαν. Και έτσι, το αποφάσισα».

Συνέχισε στη «Δημοκρατική Αλλαγή», στο «Βήμα», στα «Σημερινά», στη «Βραδυνή», για να καταλήξει στα «ΝΕΑ». Παράλληλα εργαζόταν στην ΕΡΤ, όπου ήταν για χρόνια υπεύθυνος των διεθνών θεμάτων και παρουσίαζε το δελτίο ειδήσεων. Η αφηρημάδα του ήταν παροιμιώδης: μια μέρα, λένε παλιοί συνάδελφοί του στην τηλεόραση, είχε ξεχάσει να πει τις ειδήσεις και είχε φύγει, παίρνοντας μαζί του το δελτίο. Ηταν κι αυτό ένα στοιχείο της τρυφερότητάς του –Λίνα, κουράγιο.

Ο Κώστας δεν δημοσίευε ποτέ τη φωτογραφία του, η μόδα αυτή ήταν μεταγενέστερη. Ούτε έγραφε στο πρώτο πρόσωπο. Με εξαίρεση εκείνο το αποχαιρετιστήριο κείμενο στις 18 Ιανουαρίου 1999 στα «Σήματα», όπως είχε μετονομάσει τη στήλη του μετά τον θάνατο της γυναίκας του (ώς τότε λεγόταν «Αυτοί»). «Ψάχνοντας μέσα μου, τώρα στο τέρμα, αυτό που κυρίως βλέπω είναι ευγνωμοσύνη» σημείωνε. «Αισθάνομαι βαθιά υποχρεωμένος απέναντι στο κοινό μας, που καθόταν και με άκουγε τόσα χρόνια. Και που περίμενε ενημέρωση και ιδέες μέσα απ’ ό,τι είχα ψάξει και σκαλίσει και μέσα από τις μυριάδες λέξεις που σχημάτισα, αρχικά με μπικ, έπειτα με γραφομηχανές, τέλος με κομπιούτερ. Εχει κάτι το σεβαστό και συγκινητικό μαζί –πώς αλλιώς να το πω –ο άνθρωπος που κρατάει σταθερά την εφημερίδα του, σαν πηδάλιο, σαν χάρτη ναυτικό, και προχωρεί στην αποκρυπτογράφηση του κόσμου».

Ξαφνικά, το να βάλεις μια σωστή λέξη στη σωστή θέση φαίνεται βουνό.