Οσο διατηρείται η μνήμη των ανθρώπων που δυστύχησαν, που η ζωή τους υπήρξε ένας διαρκής, χωρίς ανάπαυλα, αναστεναγμός, δεν υπάρχει κανείς φόβος οι άνθρωποι του παρόντος και του μέλλοντος να πάψουν να γίνονται διαρκώς καλύτεροι. Το σαλπίζει έμμεσα σαν μια ζωντανή ελπίδα ο ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος μ’ ένα κείμενο που επιβεβαιώνει μ’ έναν άλλον τρόπο τον αθάνατο στίχο του Γιώργου Σεφέρη «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».

Στον Πατέρα.

Στον Πάνο και στον Χρίστο.

Την άνοιξη του ’42 έκλεινε ένας χρόνος Κατοχής. Η πείνα είχε αρχίσει να σφίγγει για καλά –κυρίως στις πόλεις. Στα χωριά, λίγο τ’ αμπέλια κι οι ελιές, λίγο τα ζωντανά και τα χόρτα, η κατάσταση ήταν πιο υποφερτή. Οπότε, ομαδόν και κατά κύματα, κάθε είδους επαγγελματίες, σιδεράδες, έμποροι υφασμάτων και προϊόντων, αλλά και μαυραγορίτες σκόρπιζαν στην ύπαιθρο με την πραμάτεια τους, σ’ ένα απέραντο παζάρι ανταλλαγής. Εδιναν απαραίτητα είδη, έκαναν επισκευές και πληρώνονταν σε είδος: κρασί, λάδι, στάρι και αλεύρι. Μαζί τους και οι πλανόδιοι φωτογράφοι, με τις αρχαίες κάμερες και τους ξύλινους τρίποδες επ’ ώμου. Κάθε αγροτόσπιτο αποκτούσε την εφέστια φωτογραφία του κι οι φωτογράφοι εξασφάλιζαν τα απαραίτητα προϊόντα για την επιβίωση. Ανοιξη του ’42 βγήκε και η φωτογραφία που διέσωσε για μας τους νεότερους τη μορφή της γριάς Γιωργίτσας, της θρυλικής για τα εγγόνια της, μα και για τα παιδιά όλου του χωριού, με το γεμάτο καημό προσωνύμιο: Η Μανάκω. Δηλαδή η δύο φορές Μάνα, η Μάνα και η Βάβω μαζί.

Στην κάτω δεξιά πλευρά της φωτογραφίας το όνομα του καλλιτέχνη: «Φωτογραφικαί Τέχναι Αργυρόπουλος – Καλάμαι – Πύλος». Στην πίσω πλευρά, με γράμματα εμφανώς παιδικά, γραμμένη με μολύβι η χρονολογία: 1942, Μάιος. Αυτά διαδραματίζονται στο χωριό Κοντογόνι της ορεινής Πυλίας, σήμερα Παπαφλέσσα, τότε μια κοινότητα με το γειτονικό Μανιάκι. Στα όρια της επικράτειάς του έγινε στις 20 Μαΐου του 1825 κατά μήκος της πυκνής ρεματιάς η μεγάλη αντεπίθεση του Μπραΐμη πάνω στα Ταμπούρια, μέσα στο δάσος με τις αρχαίες βαλανιδιές, όπου οχυρώθηκε όπως όπως ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος, με τους τριακοσίους του. Ο Παπαφλέσσας. Ξέροντας ότι θα πέσει. Απέναντι η θάλασσα της Πύλου και σε ηδυπαθές λύγισμα, η Νήσος Σφακτηρία.

Η Μανάκω διακρίνεται με εμφανές το αυτοειρωνικό χαμόγελο, τσακισμένη και χαραγμένη από τα βάσανα. Κρατά στα χέρια της τον εγγονό της Πάνο, που είχε πάρει τ’ όνομα του γιου της Πάνου που πέθανε είκοσι έξι ετών. Είχε χάσει άλλη μια κόρη, η οποία είχε αφήσει πέντε ορφανά. Και τον μεγαλύτερο γιο της Δημήτρη, σε ηλικία τριάντα πέντε ετών. Δώδεκα χρόνους πολεμούσε από το Μπιζάνι ώς το Εσκί Σεχίρ. Τραυματίστηκε στο χέρι και στη βουβωνική χώρα. Πέθανε από επιπλοκή του τραύματος, ενάμιση χρόνο παντρεμένος, όταν ο Πάνος ήταν έξι μηνών βρέφος. Σαν έχασε και το τρίτο της παιδί, η Μανάκω γέμισε το χάλκινο τάσι ώς τα χείλη ξίδι. Το ήπιε. Απνευστί. Εκτοτε πήγαινε συχνά πυκνά στο βαρέλι του κρασιού –υπάρχει ακόμη δρύινο –και σιωπηλή ξεχείλιζε. Την έλουζε, τη σκέπαζε η λησμονιά, περισσότερο κι από το μαύρο της μαντίλι. Μάζεψε γύρω της εγγόνια από τρεις ορφάνιες. «Αρφάνιες μου» ψιθύριζε.

Μα πιο πολύ νοιαζότανε το ορφανό του πρώτου γιου της, που ‘φυγε τελευταίος. Αυτό που κρατά στη φωτογραφία κι έμεινε έξι μηνών στης μάνας το βυζί. Ο Δημήτρης πέθανε ζητώντας ν’ ανοίξουν πόρτες και παράθυρα. Πέθανε τραγουδώντας: «Ας έρθει ο Χάρος για να δει με τι κορμί θα μπλέξει/ ας έρθει να διαλέξει πριν μπει στη μαύρη γη…». Γύρω του οι φίλοι, «τα παιδιά του ’20» που μαζί πολέμησαν –όσοι είχαν γυρίσει. Το ξόδι του έγινε 21η Μαΐου του ’35, ανήμερα στο πανηγύρι του χωριού, μέρα της μνήμης των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Η μελανειμονούσα νέα γυναίκα της φωτογραφίας δίπλα στη Μανάκω είναι η χήρα νύφη της Ολγα, μάνα του μικρού. Οταν γύρισε από τη Μικρασία ο Δημήτρης, την είδε στο χωριό της, όπου είχε πάει με φίλους, μπήκε σπίτι της, άνοιξε το συρτάρι του τραπεζιού κι έριξε μέσα το μαχαίρι του, τιμαλφές από την Προύσα, χρυσοκέντητο. Σημάδι καρδιάς και τιμής. Οτι την ήθελε. «Δημήτρη μου, χρυσό μου όνομα», έλεγε σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Είκοσι τριών ετών. Ανήμερα στην κηδεία, μαύρη αναμμένη λαμπάδα, ήρθε να θηλάσει το μωρό. Εκείνο σπάραξε στο κλάμα κι αρνιόταν. Κατά προτροπήν της Μανάκως τής έριξαν στους ώμους λευκό σεντόνι, καταλάγιασε το παιδί, θήλασε, δίπλα στου πατέρα του το νεκροκρέβατο.

Οταν πρωτομπήκαν οι Γερμανοί στην πλατεία, το παιδομάνι τούς ακολουθούσε. Ενας απ’ αυτούς, εκνευρισμένος, κλώτσησε με την μπότα του ένα πιτσιρίκι. Ηταν λένε Παρασκευή, η μέρα που η Μανάκω από το κρασί το γύριζε στο ξίδι. Δεν μέθυσε ποτέ της. Τ’ άκουσε, σηκώθηκε, βγήκε ορμητική, έφθασε στην πλατεία, γύρεψε να μάθει ποιος ήταν ο γερμανός στρατιώτης, τον πλησίασε και του άστραψε χαστούκι: «Αντίχριστε!» είπε κι έφυγε. Κανείς δεν τόλμησε να την πειράξει.

Μανάκω τούτο, Μανάκω ‘κείνο, ο μικρός Πάνος όλο και μεγάλωνε. Είχε πει: «Οταν ψηλώσει ο ‘γγόνας μου και τρανέψει, να φτάσει να κλειδώνει και να ξεκλειδώνει τη θύρα, τότε η Παναγιά θα με πάρει στα παιδιά μου». Στο Κοιμητήρι, πρωί-βράδυ, και τον υπόλοιπο καιρό στο σκαμνάκι της, στο βαρέλι δίπλα. Να επισκοπεί τα εγγόνια, να τους λέει ιστορίες και τη νύχτα –το βεβαιώνουν –να βλέπει πουλιά κι αγρίμια όπως την ημέρα. Της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, 6 Αυγούστου του ’42, μετά τη λειτουργία έφυγε η νύφη της Ολγα –πανέμορφη, που δεν έβγαλε τα μαύρα ποτέ, αφιερωμένη στο παιδί και στα λίγα χτήματα –για τη σταφίδα. Είχε εργάτες, Αρμεναίους, μέστωναν τα σταφύλια, μοσχοβολούσε ο κόσμος, παραμονές Τρυγητού. Είδε τον μικρό να κλειδώνει την πάνω θύρα και να φεύγει. «Ξανακάνε το» είπε. Αυτός ξεκλείδωσε και κλείδωσε πάλι, έφυγε. Εκείνη απάγκιασε. Στο βαρέλι του κατωγιού.

Γύρισε από την εκκλησία ο μικρός, με παντελόνι ντρίλινο και πάνινα παπούτσια. «Τράβα στο αλώνι, πες στη μάνα σου», έκανε η γριά, «πες της το γιόμα θα πεθάνω, να ‘ρθει νωρίς». –«Τι λες Μανάκω;» –«Τράβα!». Βγήκε ο μικρός στ’ αλώνι, φώναζε: «Μάνα, έλα τώρα! Η Μανάκω θα πεθάνει…». Τσακίστη η χήρα να γυρίσει. –«Γριά, τι λες, τι έπαθες;».

Ζήτησε τα θανατίκια της. Ρούχο καλό, μαντίλα καθαρή. Επεσε στην κλίνη. Βεβαιώθηκε ότι το ιεροσολυμίτικο σεντόνι, το σάβανό της είναι στη θέση του. Σταυροκοπήθηκε. Εδωσε την ευχή της.

«Νύφη, σου αφήνω το παιδί προστάτη». Την ώρα που έπεφταν τ’ απόσκια, αναστέναξε. Συγχωρέθηκε. Το τάσι της το βρήκε ο γράφων, δισέγγονός της, μέσα στο δέντρινο κασόνι το 1984, όταν ξανάφτιαχναν το σπίτι. Και πέρυσι, ανήμερα του Σωτήρος, άκουσε τον πατέρα του, τραχύ και κλειστό άντρα, να λέει την ιστορία της Μανάκως κλαίγοντας, ακόμη μια φορά, στους δύο εγγονούς του, Πάνο και Χρίστο. Αυτά τα τιμαλφή που λάμπουνε μες στου γιαλιού τα κύματα. Μες στην εφέστια φωτογραφία.