«Οικογενειακές ανισορροπίες»: Κάθε οικογενειακό περιβάλλον εκεί έξω κουβαλά τη δική του παθογένεια, η οποία φυσικά προκύπτει από ό,τι κουβαλούν τα μέλη και ειδικότερα οι κεφαλές της. Αλλά η σκηνοθέτρια Μάγια Φορμπς έχει δυο λόγια παραπάνω να πει επί του θέματος. Η ίδια στο δελτίο Τύπου που συνοδεύει την ταινία εξομολογείται: «Το 1978, όταν εγώ ήμουν 10 χρονών, η μητέρα μου γράφτηκε στο Business School του Πανεπιστήμιου της Κολούμπια, πιστεύοντας ότι ένα πτυχίο θα τη βοηθούσε να σώσει το μέλλον μας και, ακολούθως, μας άφησε στην ευθύνη του μανιοκαταθλιπτικού μας πατέρα, ενώ η ίδια ερχόταν να μας βλέπει κάθε Σαββατοκύριακο. Το σχέδιό της τότε φάνταζε τρελό. Η αδελφή μου και εγώ ήμασταν λυπημένες, αγχωμένες και ντροπιασμένες. Ομως στο τέλος δούλεψε. Δημιουργήσαμε τη δική μας εκδοχή της οικογένειας».

Είναι αυτή ακριβώς η βιωματική σχέση με το θέμα της που κάνει το φιλμ της τόσο ζωντανό, τόσο φρέσκο και ενδιαφέρον, αν και ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του πρέπει να χρεωθεί στον Μαρκ Ράφαλο: είναι προς τιμήν του σπουδαίου ηθοποιού που δεν φοβάται να τραβήξει στα άκρα τα παρορμητικά ξεσπάσματα του χαρακτήρα που ενσαρκώνει, ζωγραφίζοντας έτσι ένα πορτρέτο τρομακτικό από τη μια αλλά και εξαιρετικά προσφιλές από την άλλη. Αναλόγως, η ταινία επιμένει να αντιμετωπίζει μια δραματική συνθήκη χωρίς να ενδίδει στη μελαγχολία ή τη ρητορική, με ένα σενάριο που μεταδίδει πάντα την αίσθηση του απρόβλεπτου.

Και παρά τα προβλήματα του φιλμ (η ρετρό νοσταλγία της «πατά» κυρίως στον πολυφορεμένο συνδυασμό indie τραγουδιών και «home movies» γυρισμένων σε βουτηγμένο στον κόκκο super 8 φιλμ), δύσκολα τελικά σε απογοητεύει, κυρίως γιατί η απεικόνιση της ψυχικής ασθένειας προκύπτει ρεαλιστική μα και ευπρόσδεκτη, δίχως –ευτυχώς –να ακολουθείται το μοτίβο εκείνων των ταινιών που μηχανιστικά μετατοπίζουν το κοινό από το γέλιο στο δάκρυ. Αντιθέτως, η Φορμπς συνυφαίνει το χιούμορ με τη μελαγχολία. Και για κάτι τύπους σαν και μένα, αυτά τα δύο είναι απολύτως αδιαχώριστα.

Βαθμοί: 7