«Δεν θέλουμε να είμαστε εχθροί σας, αλλά φίλοι» διεμήνυσαν οι Μήλιοι στους Αθηναίους στο 16ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου, το 416-415 π.Χ. «Δεν θέλουμε να είμαστε φίλοι, αλλά εχθροί και να σας τσακίσουμε, ώστε εσείς να είστε η απόδειξη της δύναμής μας» ήταν η απάντηση των Αθηναίων λίγο πριν από τη σφαγή των Μηλίων. Στον απόηχο της οποίας ο Ευριπίδης έγραψε τις εμβληματικές –για τους νικημένους και τους νικητές –«Τρωάδες» του, όπως μου θύμισε ο σκηνοθέτης της παράστασης του Εθνικού Σωτήρης Χατζάκης στην Επίδαυρο.

Επίκαιρο το περιεχόμενο της τραγωδίας («Αφήστε με να χορτάσω τα φαρμάκια της ζωής μου – Επαθα, παθαίνω, θα πάθω» θρηνούσε η Εκάβη/Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), αλλά πιότερο το ιστορικό φόντο στο οποίο γράφτηκε. Ούτε παραγγελία να το είχε κάνει το Εθνικό για την έναρξη των φετινών Επιδαυρίων (σε μια Επίδαυρο σαστισμένη από τις ξενοδοχειακές ακυρώσεις και τις μισοάδειες ταβέρνες). Η επιμονή του διευθυντή του Εθνικού Στάθη Λιβαθινού και του σκηνοθέτη να μείνει το θέατρο «κερί αναμμένο» και να μην ακυρωθούν οι παραστάσεις της Παρασκευής και του Σαββάτου κέρδισε τελικά στα σημεία, με κοντά 10.000 θεατές (τα πάνω από 8.600 εισιτήρια δεν είχαν μόνο προαγοραστεί, αλλά αρκετά αγοράστηκαν στα ταμεία του αργολικού θεάτρου που είχε τις δικές του ουρές –αντίστιξη προς εκείνες των εν αργία τραπεζών). Και με την αντήχηση αυτού του δυνατού λόγου –σε εξίσου δυνατή απόδοση από τον Κ.Χ. Μύρη –στο επιδαύριο κοίλον (ιαματικό στους αρχαίους χρόνους).

Ο Στάθης Λιβαθινός με φόντο το κοίλον αποτίμησε την κίνησή του και υποσχέθηκε: «Σε αυτές τις δύσκολες –και ενδιαφέρουσες –στιγμές που ζούμε το Εθνικό Θέατρο δίνει το «παρών» και θα το δίνει ό,τι και αν συμβεί. Το θέατρο κάνει έναν διάλογο με την κοινωνία και την εποχή του και πρέπει να είναι παρόν με τον πιο ενδιαφέροντα κι αναπάντεχο τρόπο. Διότι μπορεί να κάνει καμιά φορά εκείνο που δεν μπορεί η πολιτική: να ενώσει όλο το κοινό».

Αυτό για μια παράσταση που είδε τη μία κακοδαιμονία να διαδέχεται την άλλη. Οι στίχοι του Μιχάλη Γκανά δεν συνόδευσαν τις «Τρωάδες». Ούτε η Αλκηστη Πρωτοψάλτη ως Τελετουργός του Θρήνου με μανιάτικα μοιρολόγια. Ακούστηκε όμως η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου σε ολοκαίνουργια χορικά του Κ.Χ. Μύρη από έναν καλοκουρδισμένο, χάρη στη Μελίνα Παιονίδου, και ορθόφωνο Χορό.

Στα εισιτήρια κατέληξε το όνομα του Ευριπίδη να τυπωθεί με δύο ύψιλον. Οι βροχές «κατέστρεψαν» τις επιδαύριες πρόβες, πλην της ύστατης. Ομως το εμφανώς ενωμένο σε έναν κοινό στόχο Σύνολο και οι κατανυκτικές ερμηνείες κατέληξαν σε μια θάλασσα συγκίνησης και χειροκροτήματος –από εκείνους που τόλμησαν, σαν σε κρυφό σκολειό, να βρεθούν στις κερκίδες. Κι ας αντίκριζαν κάτι ασυνήθιστο στον δρόμο προς την Επίδαυρο: αναρτημένες τις αφίσες της παράστασης («Αχαρνής» του Αριστοφάνη και του Γιάννη Κακλέα) που θα κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή στο αρχαίο θέατρο (με πρόβες από την Τετάρτη, τελικά). Κόντρα σε παπαγαλάκια που «έβλεπαν» τη δυσκολία σε ρευστό –λόγω τραπεζικής αργίας –για την ακριβή μετακίνηση και τα ποσοστά των συντελεστών ως ενδεχόμενο ακύρωσης. Παρά τη μεγάλη προπώληση εισιτηρίων.

Ακόμη και ένας προβολέας «τρελάθηκε» στην πρεμιέρα των «Τρωάδων», εν ώρα του μονόλογου του Ποσειδώνα (Θέμης Πάνου), και έγινε πολύχρωμο φωτορυθμικό πάνω στο λευκό φόρεμα της Αθηνάς (Κωνσταντίνα Τάκαλου) προτού προλάβει τεχνικός να τραβήξει την πρίζα. Και αν την Παρασκευή το χειροκρότημα ήταν θερμό και λυτρωτικό, το Σάββατο ενώπιον ακόμη μεγαλύτερου κοινού το Σύνολο τα έδωσε όλα, «έγινε παρανάλωμα», όπως το έθεσε η γοητευτική, σπαρακτική Εκάβη – Καραμπέτη κάνοντας βουτιά στα βαθιά της συγκίνησης.

«Τρωάδες»

σκηνοθεσία

Σωτήρης Χατζάκης

ΣΥΝ

Η Εκάβη της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και η σπαρακτική, ισορροπημένηΑνδρομάχη τηςΜαρίας Κίτσου.

Η παραπαίουσα (γυμνόστηθη) Κασσάνδρα της Κόρας Καρβούνη και ο Ταλθύβιος του Νίκου Ψαρρά. Ο συντονισμός του Χορού και τα μουσικά χορικά –και το παραδοσιακό παιδικό μοιρολόι «Το ξυλάλογο». Και ο Λόγος. Ο τραγικός Λόγος (και η απόδοσή του). Κυρίως αυτός. Σε στόματα ηθοποιών και ψυχές.

ΠΛΗΝ

Σχολιάστηκε ως υπερβολικό το –από ογκώδες φελιζόλ –σκηνικό της Ερσης Δρίνη, αντίθετα με τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ. Ο εξαιρετικός δικανικός λόγος της Ελένης (Ελένη Ρουσινού) δεν φάνηκε να δικαιώνεται εξίσου στη σκηνή της, ούτε με το –μοναδικό στην παράσταση –μικρόφωνο «ψείρα». Αντίθετα κι εδώ με την παρουσία του Μενέλαου (Κρατερού Κατσούλη), που έβγαλε ακόμη και γέλιο.