Θα έχουν άραγε την «παρηγοριά» οι άνθρωποι του σήμερα, 104 χρόνια μετά, να τους δει ένας ποιητής όπως βλέπει ο Αντώνης ΦΩστιέρης τις Αμοργιανές του 1911; Και όπως ωραιότατα το λέει ο δημιουργός του βιβλιου «το θα και το να του θανάτου», να έχουν σβήσει κατοχές, δικτατορίες και πολιτικά συστήματα και ακμαία να μένουν στη συνείδηση των μελλοντικών ανθρώπων τα βάσανα και οι δυστυχίες μας;

Πάνω από 100 χρόνια έχουν περάσει, κι όμως αυτές οι πέντε γυναίκες και ο νεαρός με το ζώο δεν έχουν κουνηθεί ούτε πόντο από τη θέση τους. Πίσω τους άναψαν κι έσβησαν παγκόσμιοι πόλεμοι και τοπικές συρράξεις, επαναστάσεις, κατοχές, δικτατορίες. Κυβερνήσεις ανέβηκαν και κατέβηκαν, πολιτικά συστήματα μεσουράνησαν και χάθηκαν, εκατομμύρια γεννήσεις, εκατομμύρια θάνατοι. Ομως αυτοί, εκεί. Μέρα – νύχτα, χειμώνα – καλοκαίρι εκεί, μαρμαρωμένοι φύλακες της δικής τους μνήμης, της διαρκούς φευγαλέας τους παρουσίας σ’ έναν κόσμο που κανείς δεν ξεκλείδωσε ποτέ το ακριβές του νόημα.

Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τον Φρεντ Μπουασονά στην Αμοργό και είναι μία από τις περίπου 7.000 αριστουργηματικές λήψεις που μας κληροδότησε από τις περιηγήσεις του σε όλη την Ελλάδα. Από το 1903 μέχρι το 1930, από το Αγιον Ορος ώς την Κρήτη και από τα Ιόνια ώς τις Κυκλάδες, η ευαίσθητη ματιά του αποτύπωσε μνημεία και φορεσιές, πρόσωπα ανώνυμα που τα ρούφηξε ο χρόνος και τοπία που άλλαξαν, προπάντων όψεις μιας καθημερινότητας που δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε και μιας πατρίδας που άφησε πίσω βιαστικά τον παλιό της εαυτό, σαν φιδοπουκάμισο. Φωτογραφίες που ο Σιμωνίδης σίγουρα θα τις θεωρούσε «ποίησιν σιωπώσαν» συμπυκνώνουν την ατμόσφαιρα ολόκληρης εποχής και πετυχαίνουν με την ασπρόμαυρη μαγεία τους το γεφύρωμα μιας αντίφασης: φανερά σκηνοθετημένες οι περισσότερες, αναπαράγουν εντούτοις και διασώζουν την ουσία του αυθορμητισμού, εμφανίζοντας πειστικά το απόλυτα προγραμματισμένο σαν στιγμιαία έκλαμψη της τυχαιότητας.

Στην Αμοργό ο Μπουασονά ταξίδεψε το 1911, και ίσως να μην ήταν η μοναδική φορά που επισκέφθηκε το νησί. Ξέρουμε πάντως πως τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς φωτογράφισε τα Κατάπολα και το Ξυλοκερατίδι, το Κάστρο, τους Μύλους και τα Πηγάδια της Χώρας, τις Λεύκες και τις γύρω εξοχές. Σε μια τέτοια τοποθεσία κοντά στις Λεύκες, στα Μάρμαρα, εικάζω πως είναι τραβηγμένη και αυτή η φωτογραφία, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τα ερείπια της αρχαίας Μινώας, στη φαλακρή κορυφή της Μουντουλιάς που εποπτεύει το λιμάνι των Καταπόλων.

Μια μικρή αγροικία, με εικόνα κτίσματος ημιτελούς ή ερειπίου προς εγκατάλειψιν, φαίνεται να στεγάζει στον ελάχιστο χώρο της τα πολυάριθμα μέλη γεωργικής οικογένειας. Ο πατέρας μάλλον λείπει στα χωράφια ή στα ζώα, προσπαθώντας να δώσει πνοή στα άγονα χώματα και να θρέψει τα καχεκτικά ζωντανά. Μόνο έτσι θα βγουν το λάδι και το στάρι της χρονιάς, το κριθάρι και η φάβα, το γάλα, το μαλλί. Τον βοηθάει στις δουλειές ο μεγάλος γιος, που τώρα επιστρέφει στο σπίτι καμαρωτός, με τον γάιδαρο φορτωμένο, εκεί που περιμένουν οι δύο κόρες, η γυναίκα, η μάνα και η θεια. Ολες φοράνε στο κεφάλι τους άσπρο φουτά (το αμοργιανό τσεμπέρι) και οι μεγάλες έχουν τα χέρια σταυρωμένα σε εγκαρτέρηση.

Μορφές αυστηρές, κλειστές, ούτε καν χαμογελούν, απλώς υπακούουν στις σκηνοθετικές οδηγίες αυτού του περίεργου Ελβετού καθώς τις σημαδεύει με την κάννη του φακού του, που βέβαια δεν απειλεί με θάνατο, αλλά σιωπηρά ευαγγελίζεται αθανασία. Οι κόρες σε αντιθετικό μεταξύ τους προφίλ, ενώ οι δύο ηλικιωμένες (σχεδόν γριές, μπορεί νεότερες κι απ’ τα 50) εγγράφονται στην ξύλινη κορνίζα της εξώπορτας, σε φόντο ερεβώδες και στάση επιτύμβια, σαν τις μαρμάρινες προμήτορες στους τάφους του Κεραμεικού, τη Δημητρία και την Παμφίλη, την Ηγησώ ή την Αμφαρέτη.

Περιμένουν ν’ ακούσουν το «κλικ» της μηχανής για να συνεχίσουν ατάραχα τις δουλειές τους, αν και το αναποδογυρισμένο πήλινο σκαφίδι πάνω στην ξερολιθιά από πάσπαρο δείχνει πως πρέπει να ‘χουν τελειώσει το περετιό. Αλλωστε πάει να σκοτεινιάσει, και με το λίγο φως της λάμπας πετρελαίου λίγα πράγματα μπορούν να κάνουν. Μόνο να πλέξουν, να κεντήσουν, να γνέσουν μαλλί στο αργάτι, να στρίψουν νήμα. Αν είχαν χώρο μεγαλύτερο, θα έστηναν και αργαλειό, να υφάνουν. Τίποτα δεν είναι αγοραστό. Σεντόνια, κουβέρτες, στρωσίδια, σακάκια και μποξάδες, όλα πλεκτά και υφαντά. Μια φτωχική, αυτόνομη οικιακή οικονομία, που υπαγορεύει το ήθος της περιστολής και ανυψώνει τη ζωή στην πιο σύνθετη εκδοχή της: την απλότητα. Κοινωνία αρχαϊκή στη βάση της, η κοινωνία του νησιού, ενωμένη απόλυτα με τη φύση και υπάκουη στα δικά της κελεύσματα. Πότε θα βρέξει, πότε θα φυσήξει, πότε θα πέσει παγωνιά, πότε θα μπονατσάρει –για να οργώσουν, να σπείρουν, να θερίσουν, να καλάρουν τα δίχτυα, να βγουν για πυροφάνι.

Κάπως έτσι ήταν η Αμοργός του 1911 και κάπως έτσι, με μικρές διαφορές, φαντάζομαι πως θα ήταν ακόμα και το 4000 προ Χριστού, όταν πρωτοκατοικήθηκε. Κάπως έτσι και τον 7ο αιώνα, όταν Σαμιώτες με επικεφαλής τον ποιητή Σημωνίδη (με ήτα ο Αμοργίνος, για να ξεχωρίζει από τον Κείο) αποίκισαν τη Μινώα, τη μία από τις τρεις αρχαίες πόλεις –οι άλλες ήταν η Αιγιάλη και η Αρκεσίνη. Κάπως έτσι θα ‘ταν και στα χρόνια των Βυζαντινών, στην περίοδο της Ενετοκρατίας, στην εποχή των συχνών επιδρομών από κουρσάρους πειρατές, που ανάγκασαν τους κατοίκους να καταφύγουν σε ορεινούς λαβυρινθώδεις οικισμούς, προφυλαγμένους με υποτυπώδη κάστρα.

Αλλά κάπως έτσι ήταν και η Αμοργός όπου έζησα τα παιδικά μου καλοκαίρια, στα Κατάπολα, στο σπίτι των παππούδων. Ξέφραγος παράδεισος για μας τα παιδιά, στην πραγματικότητα ωστόσο ένα ξερονήσι χαμένο στο Αιγαίο, γνωστό σε κάποιους μόνο ως τίτλος (άσχετος κι αυτός) στο ποίημα του Γκάτσου και σε άλλους ως τόπος εκτόπισης πολιτικών αντιπάλων, από τη ρωμαϊκή ακόμα εποχή ώς τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και της χούντας. Τα σπίτια λιγοστά, τα μαγαζιά ελάχιστα, με έναν αγροτικό γιατρό για όλα τα χωριά και με συγκοινωνία της άγονης γραμμής, μία ή δύο φορές την εβδομάδα –το «Μοσχάνθη», το «Ιόνιον», το «Μαριλένα», το «Κανάρης», που άραζαν αρόδου στη μέση του λιμανιού και αγκομαχώντας τα πλησίαζαν με τα κουπιά οι λάντζες.

Χωρίς δίκτυο νερού στα νοικοκυριά, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς δρόμους αμαξιτούς και αυτοκίνητα, προπάντων χωρίς ηλεκτρικό, η ζωή κυλούσε σε ρυθμούς ολωσδιόλου διαφορετικούς από αυτούς που ξέραμε στην Αθήνα.

Ομως, τέλη της δεκαετίας του ’60 έφθασε πια στην Αμοργό το ηλεκτρικό.

Και με το γύρισμα του διακόπτη του, όλα φάνηκε να φωτίζονται αλλιώς.