Την ώρα που οι λιγοστοί έλληνες επισκέπτες στο νησί της Ανδρου σχημάτιζαν ουρά μπροστά στα ΑΤΜ, κατά μήκος του κεντρικού πεζόδρομου της Χώρας, στο τέλος του, πάνω στην πλατεία μια ομάδα ιταλών τουριστών έστεκε απορημένη μπροστά στην κλειστή πόρτα του αρχαιολογικού μουσείου του νησιού. Ενα χαρτάκι κολλημένο στο τζάμι τούς ενημέρωνε ότι «το μουσείο είναι κλειστό για το κοινό» και στη θέση της πινακίδας που έχουν όλα τα μουσεία με τις ημέρες και ώρες λειτουργίας υπήρχαν μόνο οι τρύπες από τις βίδες που την κρατούσαν άλλοτε στη θέση τους.

«Τι συμβαίνει; Γιατί; Πήγαμε και στην Παλαιόπολη κι εκεί κλειστά» ρωτούσαν απογοητευμένοι. Τι να τους απαντήσεις; Οτι σε ένα ολόκληρο νησί και μάλιστα των Κυκλάδων, οι οποίες δέχονται μεγάλο βάρος της τουριστικής κίνησης, στις 27 Ιουνίου υπήρχαν –και εξακολουθούν να υπάρχουν –μόνο δύο φύλακες που δεν επαρκούν για να κρατήσουν ανοικτό το μεγάλο αρχαιολογικό μουσείο; «Οπως καταλαβαίνετε προέχει η ασφάλεια των αρχαιοτήτων και έπεται η επισκεψιμότητα» λέει ο προϊστάμενος της Εφορείας Κυκλάδων Δημήτρης Αθανασούλης. «Το μουσείο ανοίγει μόνο την Κυριακή και κατόπιν συνεννόησης όταν έρχονται γκρουπ ή σχολεία, ενώ ο χώρος και το μουσείο της Παλαιόπολης και της Υψηλής είναι κλειστά όλες τις ημέρες» συνεχίζει.

Και δεν είναι μόνο η Ανδρος που έχει βάλει λουκέτο σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Κλειστά βρίσκουν οι επισκέπτες το μουσείο στην Κίμωλο, τον αρχαιολογικό χώρο Αγίας Ειρήνης στην Κέα, τον Πύργο της Αγίας Τριάδας στην Αμοργό, την αρχαιολογική συλλογή Κουρουνοχωρίου και τον αρχαιολογικό χώρο Μητρόπολης στη Νάξο. Κάτι που σημαίνει όχι απλώς κακή εικόνα για τη χώρα μας, αλλά και απώλεια εσόδων σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή. «Δυστυχώς είχε προβλεφθεί επιπλέον εποχικό προσωπικό μόνο για τους χώρους που θα λειτουργούσαν με διευρυμένο ωράριο, δηλαδή τη Δήλο και το Ακρωτήρι στη Θήρα, με αποτέλεσμα να μην έχουμε τον απαιτούμενο αριθμό φυλάκων για να κρατήσουμε ανοικτούς όλους τους χώρους» εξηγεί ο κ. Αθανασούλης.

ΑΝΕΠΑΡΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ. Αλλά και εκεί όπου οι πόρτες είναι ανοικτές το γεγονός δεν συνεπάγεται επάρκεια προσωπικού. Σε κάποια νησιά, όπως για παράδειγμα στη Μύκονο, επειδή ο μοναδικός μόνιμος φύλακας συνταξιοδοτήθηκε, χρέη φυλακτικού προσωπικού κάνουν άλλοι υπάλληλοι της Εφορείας –αρχαιολόγοι, συντηρητές, εργατοτεχνίτες –ενώ ανάλογο είναι το σκηνικό και στη Νάξο. Σε κάποια άλλα νησιά τα μουσεία λειτουργούν εκ περιτροπής, όπως η αρχαιολογική συλλογή Ανάφης που υποδέχεται κόσμο μόνο Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο ή το αρχαιολογικό μουσείο Σίφνου που λειτουργεί Τρίτη, Παρασκευή και Κυριακή.

Ομως, ακόμη και εκεί όπου έχει εφαρμοστεί το διευρυμένο ωράριο η κατάσταση είναι οριακή καθώς, όπως μας εξηγεί ο Δημήτρης Αθανασούλης, «για να λειτουργήσει σωστά και με ασφάλεια ο μεγαλύτερος αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα, το νησί της Δήλου, απαιτούνται περισσότερα από 30 άτομα και εμείς έχουμε 19 που εργάζονται επτά ημέρες την εβδομάδα και χωρίς να διαθέτουμε άτομο για να λειτουργήσει το πωλητήριο.

Πρόκειται για πάγιο πρόβλημα καθώς ποτέ δεν προσλαμβάνεται εγκαίρως το απαιτούμενο έκτακτο προσωπικό και κάποιες φορές στο παρελθόν δεν είχε αξιολογηθεί η πυκνότητα των χώρων. Η καθυστέρηση των εγκρίσεων των σχετικών κονδυλίων από το υπουργείο Οικονομικών είχε ως αποτέλεσμα μόλις τη Δευτέρα να βγει στον αέρα η προκήρυξη για την πρόσληψη 32 ατόμων μέσω ΑΣΕΠ και άλλων 120 μέσω ΟΑΕΔ».

Μπορεί δε, όπως λέει ο έφορος, ο κυκλαδίτης αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης να έθεσε ως προτεραιότητα τα ανοικτά μουσεία στα νησιά, ωστόσο η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί μετά τα μέσα Ιουλίου, οπότε οι έκτακτοι υπάλληλοι θα έχουν πάρει τις θέσεις τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε, όταν πρόκειται για μνημεία που δεν έχουν εισιτήριο, ούτε κινητά ευρήματα που μπορεί να κλαπούν όπως οι βυζαντινές εκκλησίες της Νάξου, η Εφορεία έρχεται σε συνεννόηση με τον δήμο και με τοπικούς συλλόγους ώστε να μένουν για ορισμένες ώρες ανοικτά κι επισκέψιμα.

Δεν είναι όμως μόνο το θέμα του λουκέτου αλλά και της εικόνας που δίνουν οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία των Κυκλάδων στους επισκέπτες. «Τώρα τοποθετούμε λεζάντες στα εκθέματα του μουσείου της Δήλου, που δεν υπήρχαν. Στο δε μουσείο Μυκόνου κρεμάσαμε δύο μπάνερ στην πρόσοψή του ώστε να το εντοπίζει ο κόσμος. Αν και βρίσκεται σε πολύ κεντρική θέση, δεν υπήρχε σήμανση, με αποτέλεσμα επισκέπτες να φθάνουν ώς την πόρτα και να ρωτούν τον φύλακα πού είναι το μουσείο. Δυστυχώς η γραφειοκρατία δεν μας επιτρέπει να δώσουμε άμεσες λύσεις σε απλά προβλήματα. Είναι δυνατόν να χρειάζεται υπογραφή του υπουργού για να βαφτεί το μουσείο της Ανδρου;» καταλήγει ο Δημήτρης Αθανασούλης.