Οι περισσότεροι ίσως να μην είχαν περάσει τα τελευταία βράδια από το κάτω μέρος της Πλατείας Κλαυθμώνος για να δουν τις ολόγυμνες κολοσσιαίες ανθρώπινες φιγούρες να παλεύουν να προσαρμοστούν –ή να ξεφύγουν; –από τους ασφυκτικούς χώρους όπου ζουν. Κάποιοι άλλοι ίσως να μην είχαν ακούσει ποτέ το όνομα του βέλγου καλλιτέχνη που βρίσκεται πίσω από τις σύγχρονες Καρυάτιδες, τις οποίες προέβαλε σε έναν τοίχο ύψους 30 μέτρων και φιλοτέχνησε ειδικά για την Αθήνα της οικονομικής κρίσης.
Εδώ και λίγες ημέρες όμως δύσκολα θα συναντήσουμε κάποιον που δεν είδε τις εικόνες του έργου «Stills», δεδομένου ότι κάνουν τον γύρο του Διαδικτύου από τη στιγμή που το έργο αποκαθηλώθηκε ύστερα από καταγγελία ιερωμένου στην Αστυνομία. Και στα πληκτρολόγια όσων λατρεύουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ένα όνομα ήταν από τα αγαπημένα: του δημιουργού της βιντεοπροβολής Κρις Βερντόνκ.
Ολα μοιάζουν λες κι ο χρόνος γύρισε πίσω κατά 12 χρόνια. Την εποχή στην οποία η Ελλάδα από τη μία ετοιμαζόταν να διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες κι από την άλλη καθαιρούσε ένα έργο τέχνης από τη διεθνή έκθεση «Outlook» επειδή προσέβαλλε το θρησκευτικό αίσθημα. Μόλις πριν από λίγες μέρες η ιστορία επαναλήφθηκε. Πρωταγωνιστής και πάλι ένας βέλγος εικαστικός. Τότε ήταν ο Τιερί ντε Κορντιέ με τον πίνακα «Πότισέ με», ένα έργο που απεικόνιζε ένα πέος να εκσπερματώνει σε έναν σταυρό. Τώρα είναι ο Κρις Βερντόνκ.

Προσκεκλημένος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, θα προέβαλλε μεταξύ άλλων τις γυμνές υπερμεγέθεις φιγούρες που συγκρατούν κτίρια ως άλλες Καρυάτιδες για έντεκα βράδια (22.00-01.00) επί των οδών Παρνασσού και Παπαρρηγοπούλου, στο πλαίσιο του δεύτερου Fast Forward Festival. Τελικά η προβολή κράτησε μόλις έξι νύχτες καθώς η καταγγελία του ιερωμένου στην Αστυνομία ανάγκασε τους διοργανωτές να καθαιρέσουν το έργο.

Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ. «Πείτε με αφελή, αλλά δεν φανταζόμουν ότι το έργο μου θα προκαλούσε στην Ελλάδα» λέει στο «Νσυν» ο 40χρονος Βερντόνκ. «Αν ήθελα να προκαλέσω, σίγουρα θα επέλεγα κάτι πολύ πιο προκλητικό από γυμνά σώματα» συνεχίζει για το έργο «Stills» που έφτιαξε ειδικά για το Fast Forward Festival. «Εχω κάνει και άλλα ανάλογα έργα σε πολλές πόλεις της Ευρώπης –όπως η Ρώμη ή οι Βρυξέλλες –χωρίς να αντιμετωπίσω πρόβλημα.

Μόνο στη Βουδαπέστη συνέβη κάτι ανάλογο καθώς η προβολή γινόταν πάνω σε μια εκκλησία με τη σύμφωνη γνώμη του ιερωμένου. Η αντίδραση όμως κάποιου εξωεκκλησιαστικού που εθίγη μας οδήγησε να κατεβάσουμε το έργο. Εκεί όμως μιλάμε για μια διαφορετική περίπτωση» λέει και προσθέτει ότι είναι περήφανος για το έργο της Αθήνας διότι περιέχει δυνατές εικόνες που αποδίδονται σε πολύ καλή ανάλυση.

Η καθαίρεση του έργου ήταν αρκετή για να πάρουν φωτιά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με αρκετούς να κάνουν λόγο για Μεσαίωνα, άλλους να τάσσονται υπέρ της απόφασης και κάποιους άλλους να θέτουν ευρύτερα θέματα όπως τι είναι τέχνη και τι όχι, καθώς άλλωστε αναφερόταν και στην ανακοίνωση που εξέδωσαν οι διοργανωτές: «Πώς κρίνεται τι είναι επιτρεπτό και τι όχι; Αυτό που πρέπει να συζητηθεί είναι πώς οριοθετείται το άσεμνο σε ένα έργο τέχνης. Γιατί αφορά μόνο τη σύγχρονη τέχνη και δεν υπάρχει κανένα αντίστοιχο θέμα προσβολής δημοσίας αιδούς σε αρχαία ή αναγεννησιακά έργα; Είναι καιρός πια να συζητήσουμε για την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης στον δημόσιο χώρο».

«Αυτό που συνέβη είναι λυπηρό» σχολιάζει ο καλλιτέχνης, που ωστόσο δεν αλλάζει τη θετική του άποψη για την Ελλάδα και τους Ελληνες και υποστηρίζει ότι ευχαρίστως θα εξέθετε ξανά τη δουλειά του στην Αθήνα. Οσο για τον ιερέα που έγινε αιτία να αποκαθηλωθεί το έργο του; «Ω, τον καημένο» λέει με χιούμορ. «Τον λυπάμαι. Θα πρέπει να του είναι πολύ δύσκολο να ζει σε μια χώρα με τέτοια Ιστορία, με τόσο πολλά αγάλματα που δείχνουν γυμνό το ανθρώπινο σώμα. Θα πρέπει να κλείνει τα μάτια του συνεχώς». Και καταλήγει σε πιο σοβαρό τόνο: «Το συμπέρασμα από όλη αυτή την υπόθεση είναι ότι υπάρχει μια προβληματική σχέση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας».