Ούτε μόνο οι προηγούμενες παραστάσεις που ανέβασε στο ιστορικό θέατρο Thalia του Αμβούργου: οι «Αρουραίοι» του Χάουπτμαν στο Μόναχο και ο «Γλάρος» του Τσέχοφ. Είναι κυρίως ο διαρκής διάλογός του με τα ευρωπαϊκά ρεύματα του μοντερνισμού και του εξπρεσιονισμού, απ’ όπου συχνά παίρνει τα καλύτερα δάνεια για να τα μετασχηματίσει στην ελληνική σκηνή (ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται καταγγελίες εκ των έσω για έναν «μανιερισμό» που επανέρχεται στη σκηνοθεσία του).
«Η συνεργασία μου με την Οπερα ήταν σε όλα τα επίπεδα εξαιρετική» λέει ο ίδιος στην επικοινωνία που είχαμε μαζί του μέσω e-mail. «Γνωρίζω καλά βέβαια τη γερμανική γλώσσα, αλλά αυτό δεν θα βοηθούσε αν δεν είχα στη διάθεσή μουένα –πέρα από ταλαντούχο –ιδιαίτερα ανοιχτόμυαλο cast, με το οποίο μιλήσαμε πολύ γρήγορατην ίδια σκηνικήγλώσσα. Επίσης συνεργάστηκα με σκηνογράφο και ενδυματολόγο με τους οποίους έχω επανειλημμένα συνυπάρξει στο παρελθόν, εντός και εκτόςΕλλάδος.
Ακόμη, συνεργαζόμενος με έναν διεθνώς καταξιωμένομαέστρο, τον Σιλβέν Κάμπρελινγκ, ο οποίος έχει διευθύνει το έργο σε άλλες τέσσερις παραστάσεις (η τελευταίατων οποίων ήταν σε σκηνοθεσία Μίκαελ Χάνεκε), μπόρεσα να εμβαθύνωστη μουσικήδραματουργία του Μότσαρτ που είναιιδιαίτερα πολύπλοκη και αποφασιστικής σημασίας για πολλές επιλογές που ο σκηνοθέτης καλείται να κάνει στο συγκεκριμένο έργο.
Το πιο σημαντικό όμωςαπ’ όλα είναι ότι επικεφαλής της Οπερας είναι ο Γιόσι Βίλερ, ένας σημαντικός καλλιτέχνηςμε βαθιά κουλτούρα και πολύ ανθρώπινη προσέγγιση στη δουλειά του».
Αν κρίνουμε από το σκηνικό και τα κοστούμια, πρόκειται για σύγχρονο ανέβασμα του έργου, όπως είχατε κάνει πέρυσι και στον «Ντον Τζοβάνι». Μπορείτε να μας αποκαλύψετε κάτι παραπάνω για το πώς προσεγγίσατε την εποχή στην οποία διαδραματίζεται το έργο;
Οι ήρωες του έργου,δύονεαρά ερωτευμέναζευγάρια, ανακαλύπτουν με την «πεφωτισμένη»,κυνική καθοδήγηση ενός τρίτου, πιο «ώριμου» ζευγαριού,καιμε επώδυνο τρόποπωςτα συναισθήματα και τα ένστικτα δεν ελέγχονται αλλά ελέγχουνκαι πως όλοι, άνδρεςκαι γυναίκες, είμαστε υποχείριά τους.
Σήμερα που μοιάζει να περνάμε από έναν δεύτερο Διαφωτισμό, χωρίς όμως την πρωταρχική ορμή καιτην αθωότητα του πρώτου, το έργο γίνεταικατανοητό ακόμη πιο εύκολα,δυστυχώς όμως (παρότι είναικωμωδία) και πιο οδυνηρά.
Απιστίες, ανταλλαγές ερωτικών συντρόφων, το ερώτημα της αιώνιας αγάπης. Μπορεί να ανακαλύψει ο θεατής κάτι σύγχρονο σε αυτά τα αιώνια μοτίβα; Πόσο καινούργιο Μότσαρτ θα δουν οι γερμανοί θεατές;
Μιλάω για τη μουσικήτου Μότσαρτ, την αδιανόητα περίτεχνηδομή της, τη συναισθηματική της δύναμη, τη δεξιοτεχνία με την οποία παίζει με το μυαλό και την ευαισθησία του θεατή. Η μουσικήτου Μότσαρτ αγγίζει το μεταφυσικό στην τέχνη.
Αν ο θεατής κλείσει τα μάτια και αφεθεί μόνο ναακούσει (κάτιμε το οποίο δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα)τότε θα καταλάβει τα πάντα. Εγώ απλώς κατασκευάζω ένα θνησιγενέςόχημα για να μεταφέρω με τον ατελή μου τρόποτον αμύθητοπλούτο του έργου με ασφάλεια στον θεατή – ακροατή.
Εντοπίζετε ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στο ελληνικό και στο γερμανικό κοινό;
Παντού, όπου έχω δουλέψει το κοινό έχειπάνω κάτω τα ίδια χαρακτηριστικά. Γιατί; Γιατί απλούστατα το κοινό είμαστε εμείς. Τι διαφορέςέχουν μεταξύ τουςένας Γερμανός, ένας Σκανδιναβός, ένας Νεοϋορκέζος, ένας Ελληναςσήμερα πια;
Στο ίδιο παγκοσμιοποιημένο χωριό ζουν, με τα ίδια πράγματα τρέφονται ή ντύνονται, τις ίδιες πολιτιστικές αναφορές έχουν.
Σύμφωνοι, εμείς λόγω κρίσης έχουμε και κάποιους παραπάνω λόγους να μαζευτούμε όλοιμαζί σε μια αίθουσα για να βιώσουμεμια συλλογική συναισθηματική ή πολιτιστικήεμπειρία ή μπορεί να βάζουμεκάποιες άλλες προτεραιότητες στη θέση που έχειο πολιτισμός στην καθημερινή μας ζωή, αλλά το DNA τουκοινού παγκοσμίωςείναιτο ίδιο: θέλει να μυηθεί σε ένα μυστήριο, να ζήσει την καθημερινότητά του σε ένα άλλο, ποιητικό επίπεδο, να ψυχαγωγηθεί.
Το φθινόπωρο θα σκηνοθετήσετε στο Εθνικό Θέατρο τον «Ριχάρδο Γ’» με τονΔημήτρη Λιγνάδηκαι τηνΚαρυοφυλλιά Καραμπέτη.Αν υπάρχει κάτι στο οποίο οφείλει να δώσει προτεραιότητα ο κ. Λιβαθινός, όσον αφορά τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Εθνικό, ποιο θα ήταν αυτό;
. Επομένως δεν χρειάζεται να κάνω εγώ καμία υπόδειξη, γνωρίζει ο ίδιος πολύ καλά πούβρίσκεται, τι δυνάμεις πρέπει να κινητοποιήσει και τιισορροπίες πρέπει να κρατήσει, και πώςθα βάλει τη δική του σφραγίδα σ’ έναν οργανισμό πουυπό προϋποθέσειςέχειτεράστιες δυνατότητες.
Ελπίζω πως θα στηριχθεί από την Πολιτεία όπωςπρέπει για να πραγματοποιήσει το όραμάτου.
Οσο περνούν τα χρόνια νιώθετε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ή ανασφάλεια στη θεατρική σκηνοθεσία;
Πώς επιβιώνουν οι καλλιτεχνικοί διευθυντές κρατικών θεάτρων στο εξωτερικό;
Αν εννοείτε οικονομικά, φυσικά απότον μισθό τους, που συνήθως είναιαπό αξιοπρεπής έως υψηλός. Αν εννοείτε καλλιτεχνικά, με το έργο τους. Αν εννοείτε πολιτικά, όπως παντού, βαδίζοντας πάνω σε τεντωμένο σκοινί.