Είναι ο πρεσβευτής του συνθήματος «Η μόδα πρέπει να φέρνει χαρά στον κόσμο». Γι’ αυτό και ο ίδιος δημιούργησε την ποπ πλευρά της σύγχρονης μόδας. Μεταξύ ειρωνείας για τα ντεμοντέ σχέδια και αγάπης για τα vintage, ο αμερικανός σχεδιαστής με το διπολικό γούστο για υψηλή μόδα και λαϊκές διασημότητες εισέπραξε την αναγνώριση από τη σχολή-σύμβολο για το αμερικανικό ντιζάιν: τη Σχολή Πάρσονς της Νέας Υόρκης, που τον βράβευσε πρόσφατα για την προσφορά του.

Η ιστορία του ξεκίνησε με μία απόλυση. Το 1993 ο νεαρός τότε Τζέικομπς εκδιώχτηκε από τον αμερικανικό οίκο Perry Ellis επειδή η συλλογή grunge που σχεδίασε ως υπεύθυνος τότε θεωρήθηκε εμπορικά αποτυχημένη. Κανένας τότε δεν ποντάρισε στα νιάτα του Σιάτλ, στη μουσική των Nirvana και των Sonic Youth, στην έμπνευση του Τζέικομπς που χτύπησε στις καρδιές των μελαγχολικών και οικονομικά στριμωγμένων νιάτων της χώρας του. Γιατί το grunge έφυγε γρήγορα από τη μόδα αλλά ρίζωσε και εξελίχθηκε ως urban style και ο Μαρκ Τζέικομπς δικαιώθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Οταν το 1997 ανέλαβε την προκλητική πρόταση να σχεδιάσει ρούχα για τον Louis Vuitton.

Η βάση της σκέψης του Τζέικομπς για τον τρόπο που σχεδιάζει κυρίως τις γυναικείες συλλογές του είναι η ειρωνεία. Είναι η χλευαστική απάντησή του στον πρώτο εργοδότη του, που τον πέταξε έξω από το σύστημα της μόδας. Από τότε ο Μαρκ Τζέικομπς δεν σταμάτησε να περιπαίζει τα σύμβολα της κομψότητας και να σχολιάζει διακριτικά τον μεγαλοαστισμό που εμπνέει τις καθωσπρέπει νεαρές υπάρξεις.

ΜΕΓΑΛΟΚΟΠΕΛΕΣ. Ο Μαρκ Τζέικομπς εμπνεύστηκε από την αρχέτυπη εικόνα της γεροντοκόρης: της μεγαλοκοπέλας που κλεισμένη μέσα στο ευπρεπές, ηθικό, οικογενειακό της περιβάλλον ντύνεται και στολίζεται για να αρέσει στις θείες της και όχι στους εραστές της. Ο Τζέικομπς, μεγάλο ταλέντο του σαρκασμού και της κοινωνικής κριτικής, πήρε τους ντεμοντέ φιόγκους από τα κλειστά μέχρι ψηλά στον λαιμό ζακετάκια τους, τα στρογγυλά δαντελένια γιακαδάκια από τα πουκάμισά τους με το μανίκι – φούσκα, τις φούστες με τις πιέτες και τα ασπρόμαυρα πτι πουά και ξεκίνησε το μαγείρεμα. Τα ίδια σχέδια, με άλλα χρώματα, πιο παστέλ και κοριτσίστικα, συνδυασμένα με στρώσεις το ένα πάνω στο άλλο δημιούργησαν μία νέα πρόταση αισθητικής. «Μου αρέσουν τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως μου αρέσει και η ιδέα να παίρνω κάτι άσημο και να το εξελίσσω σε πολύτιμο και πολυτελές είδος. Υπάρχει μια ειρωνεία σε αυτό, αλλά με ελκύει η πρόκληση να ασχοληθώ με πράγματα κοινότοπα και οικεία. Είναι κάτι σαν αντεστραμμένος σνομπισμός που με γοητεύει».

Ο ίδιος τόλμησε να αγγίξει μέχρι και το ιερό και όσιο στυλ της Chanel και να παίξει με την ιδέα του παστέλ τουΐντ. Το πόσο πετυχημένη ήταν η προσέγγισή του στα πανωφόρια και στα κοντά σακάκια το απέδειξε την άνοιξη του 2004 η Zara των πιστών αντιγραφών και μαζικών πωλήσεων, που έκανε τον ακριβό Τζέικομπς προσιτό σε όλες τις γυναίκες.

ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ. Η ζωή του στο Παρίσι ήταν η αιτία που κατόρθωσε να αποβάλει την «αμερικανιά» από το στυλ του. Να εκλεπτύνει τη γραμμή του, τη σχέση του με τα καλά υφάσματα και να καλλιεργήσει την τεχνική του στις λεπτομέρειες και στα τελειώματα των ρούχων. Η μητέρα πατρίδα του τον αντάμειψε για το επίτευγμά του να κατακτήσει το Παρίσι με τη θερμή υποδοχή της δικής του συλλογής που παρουσίασε για τον χειμώνα του 2007. Ηταν μια επίσκεψη στο παρελθόν του. Ενα στυλ μέσα στο οποίο οι καμπύλες χάνονταν και το σώμα έβρισκε την ησυχία του τυλιγμένο σε ρούχα σκοτεινών, μουντών αποχρώσεων. Η Νέα Υόρκη επεφήμησε τον Μαρκ Τζέικομπς για την πρωτοβουλία του να αλλάξει τη ροή της μόδας και από τη σέξι γυμνή κατεύθυνση να καλύψει το σώμα. Ηταν η στιγμή που ο Τζέικομπς περίμενε για να δώσει την πληρωμένη του απάντηση. Ο Μαρκ Τζέικομπς έφερε πίσω στη μόδα το grunge μέσα από τους δρόμους της πολυτέλειας.