Ήταν μια απόφαση για την οποία το να πει κανείς ότι ο Τζέιμς Ρόουντς την περίμενε πώς και πώς, συνιστά μάλλον ευφημισμό.

Οι τέσσερις μήνες που κράτησε η αναμονή πέρασαν κατά δήλωσή του σε μια κατάσταση μόνιμου στρες. Τελικά όμως, το σκεπτικό της συνοψιζόταν σε φράσεις όπως «το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει κάθε λόγος για δημοσίευση».

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας διαπίστωσε ότι «κάποιος που έχει υποφέρει με τον τρόπο του αιτούντος και που αγωνίστηκε για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του μαρτυρίου του με τον τρόπο που αγωνίστηκε εκείνος, έχει το δικαίωμα να μιλήσει».

Η έμφαση που έδινε στην εμπλοκή του κοινού, ήταν άλλο ένα σημαντικό κομμάτι στην κρίση του για ένα μουσικό που κόντεψε να δει την έκδοση των απομνημονευμάτων του να απαγορεύεται: «Υπάρχει δημόσιο συμφέρον» όριζε, «στο να μπορέσουν κι άλλοι να ακούσουν την ιστορία του, με κάθε λεπτομέρεια».

Τι το σπουδαίο είχε αυτή; Όπως το συνόψιζε σε πρόσφατο άρθρο του ο 40χρονος πιανίστας, τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο, από μια σεξουαλική κακοποίηση:

«Βιάστηκα, σε μια ανελέητη, ατελείωτη περίοδο πέντε ετών της προεφηβείας μου, από ένα γυμναστή του σχολείου μου. Ήταν πολύ καλός στο να εξασφαλίσει τη σιωπή μου. Στην πραγματικότητα ήταν τόσο καλός, που μου πήρε 25 χρόνια για να μιλήσω. Το 2009, έδωσα μια συνέντευξη στους Κυριακάτικους Τάιμς. Ανέφερα τι μου είχε συμβεί με αποτέλεσμα να εμφανιστεί στο προσκήνιο μια δασκάλα που είχε γίνει μάρτυρας των αποτελεσμάτων εκείνης της κακοποίησης. Πήγαμε μαζί στην αστυνομία και όταν εντόπισαν τον τύπο, εργαζόταν σαν προπονητής μποξ για παιδιά. Του ασκήθηκαν δέκα κατηγορίες σχετικές με σοδομισμό και σεξουαλική παρενόχληση».

Τα καινούρια βάσανα του Ρόουντς ωστόσο, ούτε που φαίνονταν ακόμη στον ορίζοντα. Μέχρι να δικαστεί, ο κατηγορούμενος γυμναστής απεβίωσε. Ο πιανίστας από τη μεριά του άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι η αποκάλυψη του μυστικού του, δεν θα του έκανε όσο κακό φοβόταν.

Έχοντας μείνει σιωπηλός για μεγάλο διάστημα, έχοντας περάσει από πάμπολλες αυτοκαταστροφικές περιόδους και άλλα τόσα δωμάτια ψυχιατρείων, πλέον διαπίστωνε ότι το να ακουστεί, ήταν πιο αποτελεσματικό από όλες τις θεραπείες του κόσμου.

Τότε ήταν που γνώρισε και τη νυν σύζυγό του, τότε ήταν που του ζητήθηκε να γράψει μια αυτοβιογραφία. Την έκδοση θα αναλάμβανε ο οίκος Canongate.

Ο Ρόουνς το είδε σαν μια ευκαιρία να αποδείξει ότι ο βιαστής του «έκανε λάθος» όταν τον απειλούσε ότι θα πάθει κακό αν μιλήσει. Και κάπου εκεί, η πρώην γυναίκα του, με την οποία είχε αποκτήσει ένα γιο, πέτυχε να εκδοθεί περιοριστικό ένταλμα για την κυκλοφορία του βιβλίου, υποστηρίζοντας ότι η έκθεση του παιδιού τους στο περιεχόμενό του, θα του προκαλούσε συναισθηματική αναστάτωση και ψυχολογική βλάβη.

Η αφήγηση του Ρόουντς, δεν θα μπορούσε να είναι ανώδυνη. «” Κακοποίηση”, τι λέξη. “Βιασμός”, είναι καλύτερο», σημείωνε μεταξύ αρκετών αποτρόπαιων λεπτομερειών, συνεχίζοντας με τα αποτελέσματα:

«Οδηγεί σε πολλαπλά χειρουργεία, ουλές, εσωτερικές και εξωτερικές, τικ, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, κατάθλιψη, αυτοκτονικό ιδεασμό, έντονο αυτοτραυματισμό, αλκοολισμό, εθισμό σε ναρκωτικά, τις πιο καταστροφικές σεξουαλικές έμμονες ιδέες, γενετήσια σύγχυση («μοιάζεις με κορίτσι, σίγουρα δεν είσαι κορίτσι;»), παράνοια, δυσπιστία, παθολογικά ψέματα, διατροφικές διαταραχές, μετατραυματικό στρες, διασχιστική διαταραχή της ταυτότητας κλπ, κλπ, κλπ».

Υπό αυτές τις συνθήκες, κατόρθωσε να γίνει ένας κλασικός πιανίστας, κυρίως αυτοδίδακτος και διεθνώς αναγνωρισμένος, έστω και αν των μουσικών ικανοτήτων του, συχνά προηγούταν η φήμη για τα κονσέρτα που έδινε φορώντας τζιν και λευκά μπλουζάκια, για το τατουάζ που φέρει με το όνομα του Ραχμάνινοφ ή για το κάπνισμα εν μέσω των κομματιών.

Το 2010 έγινε ένας από τους ελάχιστους μουσικούς κλασικού ρεπερτορίου που έχουν υπογράψει με δισκογραφικές της τάξης της Warner. Ήταν η περίοδος που μετά από εκείνη την αποκαλυπτική και ανακουφιστική συνέντευξη στους Κυριακάτικους Τάιμς, εκτός από όλα τα άλλα, ανανεωνόταν και δημιουργικότητα και η καριέρα του.

Θέλοντας να αποφύγει το οικονομικό και ψυχολογικό κόστος μιας δίκης χωρίς τέλος, αποφάσισε μαζί με τους δικηγόρους του να πάει με τα νερά της πρώην συζύγου και να αφαιρέσει μεγάλα αποσπάσματα από την αφήγηση του «τοξικού» όπως το χαρακτήριζε η δική της νομική εκπροσώπηση, παρελθόντος του.

Κάποια στιγμή πίστεψε ότι η χρυσή τομή βρέθηκε. Δέχτηκε τις πρώτες προπαραγγελίες και παραχώρησε μεταφραστικά δικαιώματα. Μέχρι που ένα βράδυ, μισή ώρα πριν από ένα προγραμματισμένο ρεσιτάλ, ειδοποιήθηκε ότι η υπόθεση είχε πάει στο εφετείο, που όριζε ότι το βιβλίο δεν μπορούσε να εκδοθεί.

Εκείνη η τελεσίδικη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, θα εκδιδόταν τελικά, μόλις προ ημερών. Ο Τζέιμς Ρόουντς την περίμενε πως και πως από τον Ιανουάριο.

Στο διάστημα αυτό δεν μπορούσε να πει λέξη για όλα αυτά δημοσίως – τα σχόλιά του σε Facebook και Twitter παρακολουθούνταν σχολαστικά, για την περίπτωση που έπαιρνε θέση ακόμα και σε διεθνή ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης, όπως η τρομοκρατική επίθεση στο γαλλικό περιοδικό Charlie Hebdo.

Από την άλλη, την υπόθεσή του στήριζαν συγγραφείς όπως οι Τομ Στόπαρντ και Ντέιβιντ Χερ ή ηθοποιοί σαν τον Στίβεν Φράι και τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς.

Ήταν πράγματα ανήκουστα για άλλα θύματα βιασμού και κακοποίησης. Όχι ότι ο Ρόουντς δεν αναγνώριζε τα «προνόμιά» του, όταν σε πρόσφατο άρθρο του στην Independent, ανακοίνωνε ότι η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Instrumental», με τα πολλά θα εκδοθεί.

«Θα τα πω σε όλο τον κόσμο», έγραφε λίγο πριν κλείσει το άρθρο του με αναφορές σε παλιότερες περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης στη χώρα του.

«Θα τα πω σε όλο τον κόσμο, γιατί δεν μπορείς να ανοίξεις μια εφημερίδα χωρίς να συναντήσεις ακόμα πιο φρικτές αποκαλύψεις για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών σε βιομηχανική κλίμακα.

»Γιατί δεν έκανα τίποτα λάθος. Γιατί υπάρχουν πολύ σαν εμένα που δεν τα κατάφεραν και που πλέον δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Γιατί δεν είναι κάτι που θα έπρεπε να με κάνει να ντρέπομαι.

»Γιατί αν εμένα, με τα προνόμιά μου, τους διάσημους φίλους μου, τον φουσκωμένο τραπεζικό μου λογαριασμό, το δημόσιο βήμα και την ομάδα ειδικών, μου πήρε πάνω από ένα χρόνο για να μπορέσω να μιλήσω ανοιχτά και μόνο έπειτα από ακροάσεις σε τρία δικαστήρια, χιλιάδες emails, 4.000 σελίδες δηλώσεων και επιχειρημάτων και εκατοντάδες χιλιάδες λίρες, τότε πόσες πιθανότητες έχει να ακουστεί κάποιος από το Ρόδεραμ, την Κινκόρα ή το Ροκντέιλ;».