«Κοίτα! ίδιοι μοιάζουν οι άνεμοι

που σκουραίνουν τα βράχια

και της θάλασσας δίνουν όψη προπατορική»

Οδυσσέας Ελύτης

Τα τελευταία έργα του Παναγιώτη Τέτση φέρνουν αυθόρμητα στη μνήμη περιγραφές του Παπαδιαμάντη, στίχους του Κάλβου, του Σεφέρη, του Ελύτη. Γιατί και ο ζωγράφος, όπως ο ζακύνθιος ποιητής, πλέκει δοξαστικό και τραχύ ύμνο στα «καυχήματα των θαυμασίων σκοπέλων» («Σπετζίας, Υδρας, Ψαρών») και ιδιαίτερα στις φίλιες και γνώριμες ακτές της ένδοξης πατρίδας του της Υδρας. «Τα περιπόθητα βουνά και τα χωράφια, κεχρυσωμένα ακόμα από τον ήλιο» του Κάλβου, «οι κρημνώδεις ακτές και οι αλίπληκτοι βράχοι» ενός παπαδιαμαντικού Ελύτη, το ομηρικό «πορφύρεον κύμα» αναζητούσαν την εικόνα τους στη ζωγραφική. Οι πίνακες του Τέτση που εκτίθενται στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, μνημειακοί σε μέγεθος και επικοί στο ύφος, ιστορούν μια πρωτόγνωρη, «θεόκτιστη» νησιωτική Ελλάδα που μόνο στην ποίηση είχαμε συναντήσει ως τώρα: «Τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι / λίγα καμένα πεύκα μαύρα και κίτρινα / κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη», και ιδού οι στίχοι του Σεφέρη φέρνουν μπροστά στα μάτια μας τους πρόσφατους πίνακες του ζωγράφου. Βουνά και βράχια ηλιοτροπικά γράφουν με χρώματα και φώτα τις ώρες και τις εποχές, ντυμένα άλλοτε με πορφύρες και άλλοτε με σκυθρωπά γκρίζα, όταν «μελανόπτερα σύννεφα αρμενίζουν» πάνω τους, σύμφωνα με τη λύρα του Κάλβου.

Για να ανταποκριθεί στη φιλόδοξη πρόκληση που έβαλε στον χρωστήρα του ο ζωγράφος, να μεταφράσει ζωγραφικά την ορεινή φύση της νησιωτικής Ελλάδας, ανανεώνει και προσαρμόζει ανάλογα την τεχνική του. Η πινελιά του άλλοτε χτίζει με «κρυστάλλους» χρώματος τη φόρμα, άλλοτε πάλι παρακολουθεί την ίδια τη δομή του θέματος, αποδίδοντας με ελεύθερες ιμπρεσιονιστικές πινελιές την τραχύτητα των βράχων. Η λιγοστή βλάστηση δημιουργεί έντονες αντιθέσεις με τα ανοιχτόχρωμα βραχώδη εδάφη, όπως συμβαίνει και στην ελληνική ύπαιθρο, όπου το δυνατό φως συσπειρώνει τα σκούρα χρώματα και ξεθωριάζει τα ανοιχτά. Τα έργα αυτά, ζωγραφισμένα με αδίστακτη τόλμη, μαρτυρούν την εξοικείωση του δημιουργού με τα σύγχρονα ρεύματα της πρωτοπορίας.

Η ζωγραφική του βλέμματος

Ο Παναγιώτης Τέτσης ωριμάζει στη δεκαετία του 1950. Τα αφηρημένα ρεύματα, κραταιά σε Ευρώπη και Αμερική, έχουν ήδη αρχίσει να διεισδύουν και να επιβάλλονται στην Ελλάδα. Ο ίδιος όμως επιμένει να υπηρετεί μια ζωγραφική του βλέμματος. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1956 από το Παρίσι, ο νέος καλλιτέχνης διαπίστωνε ότι το φως του Νότου και η ξηρότητα του αττικού κλίματος, που ισοπέδωνε δημοκρατικά τους τόνους, δεν ευνοούσαν τη ζωγραφική που θαύμαζε στους γάλλους ζωγράφους του ιμπρεσιονισμού και του μετα-ιμπρεσιονισμού. Ο Παναγιώτης Τέτσης αγωνίστηκε με «αρβανίτικο» πείσμα να ξεπεράσει αυτόν τον σκόπελο και να ανακαλύψει ένα «ιδεόγραμμα» που θα μπορούσε να μεταφράσει το ελληνικό ύπαιθρο, με όλη του τη φωτοχυσία, σε καθαρό χρωματικό και ζωγραφικό συμβάν. Και το κατάφερε. Υψωσε το ελληνικό φως στην πιο μεγάλη δύναμη του χρώματος.

Πιστός στην παράδοση του μοντέρνου, ο Τέτσης δεν έχει προνομιακά θέματα. Ο ζωγράφος αναζητά την αποκάλυψη μέσα στο ασήμαντο. Ολα τα θέματα έχουν τη θέση τους στη ζωγραφική του: από ένα απλό κανάτι με πινέλα ακουμπισμένο σ’ ένα τραπεζάκι ώς την κυβιστική γεωμετρία των αρχοντικών της Υδρας και ώς το χρωματικό πανηγύρι τη λαϊκής αγοράς στην Ξενοκράτους. Πουθενά δεν αναδείχτηκε πιο ομιλητικά το πάθος και η δύναμη του Τέτση για το χρώμα όσο στο επικό έργο που αφιέρωσε στη «Λαϊκή αγορά», μια ζωφόρο που ξεπερνά τα πενήντα μέτρα (1979-1983).

Ο υδραίος καλλιτέχνης δεν έπαψε να μας αιφνιδιάζει με τις ολοένα και πιο τολμηρές δημιουργίες του. Στην αναδρομική έκθεση που του αφιέρωσε το Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Ανδρο το 2006, κυριαρχούσαν οι τρικυμισμένες θάλασσες. Ζωγραφισμένες σε μεγάλους καμβάδες, με μια ελεύθερη χειρονομιακή γραφή και με την απαράμιλλη τεχνική του μεγάλου κολορίστα, οι θάλασσες του Τέτση ξεχείλιζαν από το πλαίσιο, συμπαρασύροντας τον θεατή σ’ ένα φανταστικό ταξίδι στο Αιγαίο. Η πρόσφατη έκθεσή του στο Μέγαρο Μουσικής (2012), με τις δραματικές «προσωπογραφίες» του γέρικου αλλά αδάμαστου αρσενικού πεύκου, ανέτρεψε ό,τι γνωρίζαμε ώς τότε για τον Τέτση. Μεγάλες χειρονομίες, βίαιες τροχιές από φαρδιά πινέλα βουτηγμένα σε σκοτεινά χρώματα άφηναν το αποτύπωμά τους πάνω σε γιγάντιους λευκούς καμβάδες. Η αίσθηση που μετέδιδαν αυτά τα έργα ήταν ταυτόχρονα δραματική και επική με έναν λανθάνοντα συμβολισμό. Ο κεραυνοβολημένος αλλά αδάμαστος πεύκος θα μπορούσε να ταυτιστεί με μια εύγλωττη μεταφορά του πανδαμάτορος χρόνου και της βούλησης του καλλιτέχνη, που ζυγώνει πλησίστιος και ορμητικός τα 90, να τον υπερβεί με την ίδια τη δύναμη της δημιουργίας.

Ο Παναγιώτης Τέτσης, ως επιμελητής του Πολυτεχνείου στην έδρα του Ελεύθερου Σχεδίου, με καθηγητή τον φίλο του Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα, ως δάσκαλος στη Σχολή Βακαλό και ως καθηγητής και πρύτανης στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, μπόρεσε να μεταδώσει το πάθος και τις γνώσεις του σε πολλούς νεότερους καλλιτέχνες. Οι μαθητές του κληρονόμησαν από τον δάσκαλο μαζί με τα μυστικά μιας καλλιτεχνικής παιδείας και μιας τεχνικής, που τελούν σήμερα υπό εξαφάνιση, και την αγάπη στη ζωγραφική του βλέμματος. Και την υπηρετούν με πίστη και συνέπεια.