Ετος 2001. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης βλέπουμε σε μια «μυστική» προβολή, για πρώτη φορά, το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, σε μια ασπρόμαυρη, ανολοκλήρωτη ακόμη εκδοχή. Το φιλμ σκάει σαν κεραυνός εν αιθρία. Και κάπου στο ημίωρο εμφανίζεται η Κική. Την ενσαρκώνει η Αγγελική Παπούλια, στην πρώτη της εμφάνιση στην κινηματογραφική μυθοπλασία μεγάλου μήκους (είχαν προηγηθεί συμμετοχές της σε ταινίες μικρού μήκους του Σύλλα Τζουμέρκα και της Κωνσταντίνας Βούλγαρη).

Μιλάει αδιαλείπτως στο τηλέφωνο, στολίζοντας την κολλητή της φίλη με μπινελίκια που δύσκολα δημοσιεύονται: «Θα σε λυπηθώ νομίζεις; Τσίτωσες; Να πεθάνεις στο κλάμα ρε. Να πεθάνεις και να πλαντάξεις. Να χωθείς σε κάνα τάφο, να έρθω από πάνω σου να χοροπηδάω!».

Είναι που είναι δυναμίτης η ταινία (το γεγονός πως ήμασταν ελαχίστως εξοικειωμένοι με αυτούς τους ηθοποιούς –ως μορφές αναγνωρίσιμες –νομίζω αποτέλεσε έναν ισχυρό παράγοντα επιτυχίας), έρχεται κι αυτή η σκηνή και σε ανατινάζει: η ένταση είναι τέτοιας μορφής και η Παπούλια εκτοξεύει τις ατάκες με τέτοια οργή που είναι αδύνατον να την ξεχάσεις. Αν και θα αργούσαμε να την ξαναδούμε στη μεγάλη οθόνη –υπάρχει βλέπετε και το θέατρο (η ίδια είναι απόφοιτη της Δραματικής Σχολής του θεάτρου Εμπρός).

«Η θεατρική ομάδα blitz σχηματίστηκε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2004 από τους Γιώργο Βαλαή, Αγγελική Παπούλια και Χρήστο Πασσαλή, με βάση την κοινή πεποίθηση ότι το θέατρο είναι ένας χώρος ουσιαστικής συνάντησης ανθρώπων και ανταλλαγής ιδεών, και όχι πια ένας χώρος επίδειξης δεξιοτήτων. Την ανάγκη τους να απαντήσουν στο ερώτημα τι ζητάει η κοινωνία από την τέχνη σήμερα και τι μπορεί να σημαίνει θέατρο στον 21ο αιώνα. Την ισότιμη σχέση των μελών όσον αφορά τη σύλληψη, τη συγγραφή, τη σκηνοθεσία, τη δραματουργία και την πεποίθηση ότι όλα είναι υπό αμφισβήτηση, ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο, ούτε στο θέατρο ούτε στη ζωή».

Είναι το μικρό βιογραφικό που διαβάζουμε στην απέριττη ιστοσελίδα της ομάδας Blitz, που θα έλεγε κανείς πως στήθηκε εν μέρει και από την ανάγκη της Παπούλια να απαγκιστρωθεί από το ιερατικό βάρος των μεγάλων ονομάτων. Γιατί οι θεατρικοί σκηνοθέτες που ανέδειξαν την Παπούλια στη σκηνή ήταν, μεταξύ άλλων, ο Μιχάλης Μαρμαρινός (στον «Εθνικό Υμνο» και το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»), ο Λευτέρης Βογιατζής («Σχολείο γυναικών»), ο Γιάννης Χουβαρδάς («Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης») και ο Κωνσταντίνος Ρήγος («Bossa Nova»). Με άλλα λόγια, σκηνοθέτες που καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη τη θεατρική γεωγραφία.

Το 2009 είναι, θα έλεγε κανείς, η χρονιά της: ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου κάνει τη μεγάλη του έξοδο και σαρώνει τα διεθνή φεστιβάλ, επιστρέφοντας εδώ με το βραβείο του Ενός Κάποιου Βλέμματος στις Κάννες και μια υποψηφιότητα για ξενόγλωσσο Οσκαρ. Και εδώ (όπως και στο «Σπιρτόκουτο»), «οικογενειακό» το θέμα: ένας πατέρας – αφέντης κρατά αποκλεισμένα τα παιδιά του από τον υπόλοιπο κόσμο με τον οποίο δεν έχουν καμία επαφή. Αλληγορία για τη «μέγκενη» της Αγίας Ελληνικής Οικογένειας, δοσμένη με χιούμορ (τα λεκτικά καλαμπούρια των Γιώργου Λάνθιμου και Ευθύμη Φιλίππου που υπογράφουν το σενάριο έχουν πολλή πλάκα) αλλά και με μια κλινική αισθητική προσέγγιση που, υπογείως, σου παγώνει το αίμα.

Γιατί αναγνωρίζουμε αμέσως το ζήτημα, περισσότερο από τους ξένους θεατές. Και η ίδια η Παπούλια δεν μάσησε τα λόγια της. Σε συνέντευξή της στο «Βήμα» διαβάζουμε: «Η ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή είναι άκρως ρατσιστική, σεξιστική, ομοφοβική, φασιστική και συντηρητική. Αυτό σημαίνει πως η ελληνική οικογένεια έχει συνδράμει ουσιαστικά και καταλυτικά σε αυτό. Είναι εστία βίας, κομπλεξισμού, αμορφωσιάς, επαρχιωτισμού, καταπίεσης, καφρίλας, ισοπέδωσης και υποκρισίας».

Παρά την επιτυχία όμως, ο Λάνθιμος θα αναγκαστεί να γυρίσει με δανεικά τις «Αλπεις» που ακολούθησαν. Σε μια κουβέντα μας, θα μου εξομολογηθεί πως «δεν περίμενα ότι έπειτα απ’ όλα αυτά θα ξεκινούσαμε μια ταινία πάλι από το μηδέν, χωρίς τίποτα, ζητώντας λεφτά από τους φίλους μου, περιμένοντας από το συνεργείο και τους ηθοποιούς μου να παίξουν τζάμπα στο φιλμ ελπίζοντας για ένα θαύμα». Η Παπούλια παραμένει μια σταθερή συνεργάτριά του. Στις «Αλπεις» σήκωσε ουσιαστικά το δραματικό βάρος του φιλμ στις πλάτες της (εκείνη είναι ο, ας πούμε, «ανθρώπινος» παράγοντας της πλοκής). Δεν ξέχασε επίσης και τους παλιούς της συνεργάτες καθώς λίγα χρόνια μετά εμφανίζεται στην «Εκρηξη» του Σύλλα Τζουμέρκα, ταινία που επίσης περιστρέφεται γύρω από την ηρωίδα της, επί της οποίας σχηματίζεται όλο το δράμα.

Σε λίγες ημέρες το έργο «The Lobster» θα κάνει το άνοιγμά του στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών κι εμείς εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε τίποτα για την ταινία, πέραν του ότι η Παπούλια ενσαρκώνει μια «άκαρδη γυναίκα». Η ίδια δηλώνει: «Μου αρέσει να κάνω τολμηρές επιλογές στη δουλειά μου. Να δουλεύω δημιουργικά. Αλλιώς δεν βρίσκω κανέναν λόγο να κάνω αυτήν τη δουλειά. Δεν θέλω να διεκπεραιώνω. Προσπαθώ να ανακαλύπτω κάτι καινούργιο κάθε φορά». Το βιογραφικό της τη δικαιώνει.