Εκείνο το βράδυ του Σεπτεμβρίου του 1993, όταν οι Suede επέστρεφαν σπίτι τους μάλλον τρεκλίζοντας αλλά σίγουρα κρατώντας το βραβείο Mercury για το καλύτερο βρετανικό άλμπουμ της χρονιάς, δεν ήταν μόνο οι συνεργάτες τους που έτριβαν τα χέρια τους από χαρά. Το αμερικανικό grunge κόντευε να πάρει τόσο μεγάλο προβάδισμα και οι εικοσάρηδες της εποχής είχαν τόσο κουραστεί από τη λατρεία των Μπιτλς ή των Ρόλινγκ Στόουνς που περιοδικά σαν το «NME» και δισκογραφικές κάθε είδους έκαναν αμάν για κάτι νέο. Τελικά το βρήκαν ακριβώς μπροστά τους σε νέους με αγγλική προφορά και κάνα δυο ικανοποιητικά κιθαριστικά τραγούδια: το ονόμασαν Britpop και παρόλο που το άρμεξαν, εκείνο κατάφερε να βγάλει εκτός από τους βραβευθέντες, μπάντες μεγάλες σαν τους Oasis, τους Blur, τους Verve ή τους Pulp. Ισως πάντως επειδή βασίστηκε και σε μια θνησιγενή οικονομική ή πολιτισμική αισιοδοξία, την επονομαζόμενη Cool Britannia, η τάση κάπου εκεί στα τέλη του 1990 ξεφούσκωσε.

Η πρόσφατη και φαινομενικά αναπάντεχη, με δεδομένες τις μεταξύ τους κακίες, προσπάθεια των αδερφών Λίαμ και Νόελ Γκάλαχερ να δώσουν νέα πνοή στην μπάντα τους, τους Oasis, μάλλον πρωτοέγινε αντιληπτή από μία φωτογραφία στο twitter του πρώτου, που τον απεικόνιζε σε συναυλία του δεύτερου, με λεζάντα «τα εν οίκω μη εν δήμω». Τα σχετικά ρεπορτάζ δεν άργησαν, με τον τόνο να δίνεται από εφημερίδες όπως η «Daily Mirror», πηγή της οποίας δήλωνε ότι «αν και είναι νωρίς για λεπτομέρειες, ο Νόελ και ο Λίαμ έχουν πάλι καλές σχέσεις, είναι έτοιμοι για μια δεύτερη ευκαιρία και ενώ τίποτα δεν έχει υπογραφεί, υπάρχει μια συμφωνία κυρίων».

Οι μεγάλοι τους αντίπαλοι στο μεταξύ, οι Blur, που σε διάφορες κατασκευασμένες μάχες της εποχής άλλοτε κέρδιζαν στις πωλήσεις των σινγκλ κι άλλοτε έχαναν στις κυκλοφορίες των άλμπουμ, όχι μόνο είχαν επανασυνδεθεί από το 2008, αλλά προ ημερών έβγαλαν και νέο δίσκο. Λέγεται «The Magic Whip». Η κυκλοφορία του ανακοινώθηκε τον Φεβρουάριο με μια εσπευσμένα οργανωμένη συνέντευξη Τύπου σε κινεζικό εστιατόριο του Λονδίνου που προσαρμοσμένη στην εποχή μεταδόθηκε και μέσω facebook. Τα τραγούδια του δεν αγνοούν τις περιπέτειες του Ντέιμον Αλμπαρν στη world μουσική ή την όπερα, ούτε τα ταξίδια του Γκρέιχαμ Κόξον στην επικράτεια της ψυχεδελικής φολκ. Ενώ η φωνή του πρώτου είναι κατά τι πιο ζεστή και μελαγχολική, η κιθάρα του δεύτερου προσαρμοσμένη ακόμα και σε ανεπαίσθητα ρέγκε ή ηλεκτρονικά πλαίσια εκπέμπει λιγότερο πεταχτές μουσικές φράσεις. Τόσο στη δική τους περίπτωση όμως όσο και στων Oasis εξίσου σημαντικές μοιάζουν να είναι οι προθέσεις που ακόμα δεν έχουν φανερωθεί. Δύσκολα δηλαδή ξεχνάει κανείς ότι ο Κόξον, το 2002, είχε χαρακτηρίσει τους Blur ως «το μεγαλομανιακό τριπάκι του Ντέιμον Αλμπαρν». Και δεν πάει περισσότερο από τρεις μήνες που ο Νόελ Γκάλαχερ δήλωνε ότι αν η μπάντα του επανασυνδεόταν, «θα γινόταν μόνο για τα λεφτά».