Πριν προχωρήσω στα καθέκαστα οφείλω να κάνω μια δήλωση. Πιστεύω στους έλληνες ηθοποιούς, τους θεωρώ παρ’ όλη την πλημμελή τους εκπαίδευση τους πλέον ευφάνταστους και ικανούς να ενταχθούν και να εκτελέσουν κάθε είδους σκηνοθετική εντολή και συχνά σκηνοθετική παραδοξολογία. Επίσης θέλω να διαδηλώσω την πεποίθησή μου πως ο Γιώργος Κιμούλης είναι μέσα στους τρεις – τέσσερις ηθοποιούς όχι μόνο της γενιάς του που αποτελούν υποδείγματα υψηλού υποκριτικού πολιτισμού, αφού συνδυάζει έμφυτο τάλαντο, θηριώδη τεχνική, αλλά και –κάτι που σπανίζει στις ημέρες μας –βαθιά γνώση και των θεατρικών και των αισθητικών παραστασιακών προβλημάτων του θεάτρου όλων των μορφών και των ειδών, από το τραγικό ιδίωμα έως το νατουραλιστικό και από το ποιητικό δράμα ώς τη φάρσα και το γκροτέσκο. Μετά τον Μινωτή και τον μακαρίτη πλέον Λευτέρη Βογιατζή, είναι ο μόνος εξπρεσιονιστής, με μεθοδικό και οργανωμένο ύφος, έλληνας ηθοποιός. Πλασμένος για τους μεγάλους ρόλους. Ενώ είναι και ένας προικισμένος δάσκαλος ηθοποιών, όταν έρχεται ως ηθοποιός ο ίδιος να αντιμετωπίσει τους μεγάλους κλασικούς, αρχαίους Ελληνες και Ευρωπαίους καταφεύγει, και ορθά, σε σκηνοθέτες. Εχει όμως μια ανεξήγητη προτίμηση σε ξένους σκηνοθέτες, κυρίως όταν ανεβάζει Σαίξπηρ. Το ενδιαφέρον και παράδοξο στοιχείο σε αυτή την προτίμηση είναι πως δεν αναζητεί άγγλους σκηνοθέτες να ανεβάσουν τον μεγάλο άγγλο δραματουργό. Ο Κιμούλης καταφεύγει κυρίως σε Κεντροευρωπαίους και μάλιστα της περιφέρειας. Και έχει πάντα αποτύχει στις επιλογές του. Δύο φορές ο «Αμλετ» του ατύχησε, ο «Μάκβεθ» του επίσης, στα όρια κινήθηκε ο «Κοριολανός» του.

Οι επιλογές του μάλιστα έχουν και έντονη τη σφραγίδα του μεταμοντερνισμού, ενός αισθητικού πειραματισμού που ερεθίζει τον Κιμούλη, που όμως σε σκηνοθεσίες δικής του ευθύνης έχουν και μέτρο και ισορροπίες και σκεπτικό. Ως σκηνοθέτης ανέβασε και «Οθέλλο» και «Εμπορο της Βενετίας» και «Κωμωδία των παρεξηγήσεων» και «Ημέρωμα της στρίγκλας» και πέρασε το μήνυμά του και καθιέρωσε τη σαιξπηρική του περσόνα.

Φέτος επιστράτευσε τον Σλοβένο Τομάς Παντούρ και του ανέθεσε τη σκηνοθεσία του «Βασιλιά Ληρ». Δέχτηκε μάλιστα ένα διασκευασμένο κείμενο του σαιξπηρικού αριστουργήματος της συζύγου του σκηνοθέτη που της εμπιστεύτηκε και όλη τη δραματουργική εξεργασία. Σε τι συνίσταται η διασκευή: να παιχτεί το έργο με οκτώ πρόσωπα και να εξαφανιστούν κυρίαρχα πρόσωπα στην ανάπτυξη του έργου. Εφαγε το σκοτάδι της διασκευής τον πιστό τού βασιλιά Κεντ και τους τρεις συζύγους των θυγατέρων του Ληρ. Κανένα πρόβλημα. Στην εποχή της οικονομικής κρίσης και των διασκευών, μικρό το κακό.

ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ. Πρώτη παρατήρηση που έχει να κάνει παγίως με τη μετάκληση ξένων σκηνοθετών στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι αυτοί, όπως είναι αναμενόμενο, δεν γνωρίζουν ελληνικά και έρχονται να διδάξουν μεγάλους ποιητές (Αισχύλο, Σαίξπηρ, Τσέχοφ κ.ά.) χωρίς να γνωρίζουν τη μουσική της γλώσσας, τη δομή της, τα υπερβατικά της σχήματα, τη δυναμική τής σημασιολογίας. Παλαιότερα ο Γεωργιανός Στούρουα ανέβασε «Οιδίποδα τύραννο» με Καρέζη – Καζάκο προχωρημένα μεταμοντέρνα με χορό με ομπρελίνα κ.τ.λ. και του είχαν πλασάρει τη μετάφραση του Φώτου Πολίτη του 1919 και δεν άκουγε βέβαια ούτε τα «λέρια» ούτε την παλαιοδημοτική που έπαιξε ο Βεάκης.

Ο Παντούρ έστησε μια παράσταση στο επίπεδο της υποκριτικής ύφους και ήθους που θα μπορούσε να είχε διδάξει πριν από 40 χρόνια ο Μουζενίδης, ο Μπάκας, ο Θεοδοσιάδης, ο Κωστόπουλος. Νατούρα και πεζολογική, τάχα μου βίαιη, αλλά κατόρθωσε από πολύ καλούς ηθοποιούς να βγάλει όση εμπειρία έχουν απ’ ό,τι μισούν, τα σίριαλ. Αλλά να ήταν μόνο αυτό. Αφού ο άνθρωπος δεν άκουγε το κείμενο και άφηνε τους ηθοποιούς του να νατουραλίζουν (πού; στο αριστούργημα του Σαίξπηρ, στο πιο βαθιά μετά τον «Αμλετ» φιλοσοφημένο μανιφέστο του), γέμισε τη σκηνή με ό,τι του κατέβαζε η κούτρα του. Κύριο εικαστικό του μοτίβο οκτώ καρέκλες κατά παράταξη σε ένα πατάρι – πασαρέλα και πίσω ένα πλαστικό που φούσκωνε και ξεφούσκωνε κύματα θάλασσας ή φουρτουνιασμένα αισθήματα. Και γι’ αυτό το σκηνικό εύρημα πληρώθηκε ο ξένος σκηνογράφος Σβεν Γιόνκε. Αλλά το κυρίαρχο σκηνικό εργαλείο είναι οι κουβάδες. Οι κουβάδες είναι τα τελευταία χρόνια μαζί με τα αναπηρικά καροτσάκια οι πρωταγωνιστές (έχω δει μέχρι στον πρόσφατο «Κύκλο με την κιμωλία», σε Οιδίποδα, Τειρεσία, Πενθέα, Ηλέκτρα, Μάκβεθ, Μπέττυ Αρβανίτη σε Τενεσί Ουίλιαμς και Οιδίποδα στον Κολωνό το αναπηρικό καροτσάκι να φιγουράρει). Αλλά έχω δει στο Ηρώδειο «Μάκβεθ» από λιθουανό σκηνοθέτη δεκάδες κουβάδες, μπουγελώματα, πνιγμούς στον κουβά, κουβάδες με αίμα, κουβάδες με εντόσθια, κουβάδες με προϊόντα αφόδευσης, κουβάδες ως περικεφαλαίες και κουβάδες ως μπότες. Η αισθητική αποθέωση της βούτας.

ΤΟ ΓΥΜΝΟ. Αλλά να ήταν μόνο αυτό. Ο Παντούρ διαφωνώντας προφανώς με ό,τι λέει ο Αμλετ στους θεατρίνους («Δεν πρέπει τη στιγμή που ένας συνάδελφός σας παίζει να κάνετε μορφασμούς, σκέρτσα, θόρυβο για να αποσπάσετε την προσοχή του κοινού», δηλαδή να συμπεριφέρεστε με αναίδεια) όταν στη σκηνή του «Ληρ» οι ηθοποιοί προσπαθούν να προωθήσουν τη δράση βάζοντας τα συναισθηματικά και μυϊκά τους εφόδια στη διαπασών, ο ερίφης σκηνοθέτης στήνει στο βάθος χωρίς κανέναν λόγο ή έρεισμα στο κείμενο ξέστηθη την Κορδέλια. Ο κακός νόθος Εντμουντ κυκλοφορεί γυμνός και αυτομπουγελώνεται, η Γονερίλη ξεστηθώνεται και ο τρελός του έργου, ο κλόουν, στο τέλος μας αποκαλύπτει τα κρυμμένα γούστα του, γδύνεται, μένει με ζαρτιέρες, φοράει ψηλές γόβες και ξεσαλώνει. Κρίμα στον πράγματι πολυτάλαντο ηθοποιό Αργύρη Πανταζάρα που, όπως φαίνεται, ο σκηνοθέτης διαπίστωσε τα τεχνικά ποικίλα προσόντα του και τον έβαλε να κάνει τούμπες, μπαλέτο, να τραγουδά με μικρόφωνο αγγλική ροκ, να κάνει σούζες, κατακόρυφο και πουέντ! Γύμνωσε και τον Ληρ ο Παντούρ και τον τοποθέτησε στο κέντρο του φουσκωμένου πλαστικού κύματος δίκην Αγίου Σεβαστιανού και Χριστού περπατώντας στην επιφάνεια της θάλασσας.

Α! Εχει και προβολείς το κόνσεπτ. Μπόινγκ που προσγειώνονται, διαδηλώσεις, αγορεύσεις σε φόρα, συλλήψεις και παιδάκια που πάνε σχολειό. Α! Εχει και προβολές για τους βλάκες θεατές. Μόλις ένας ηθοποιός προφέρει μια σημαδιακή λέξη: αλαζονεία, φύση, λογική, πτώση κ.λπ. η λέξη προβάλλεται στον τοίχο με μεγάλα γράμματα. Ε! ρε, γλέντια. Σπουδαίοι ηθοποιοί, Γουλιώτη, Καρβούνη, Γάλλος, Αλειφερόπουλος και νεότεροι Τζωρτζάκης, Τσιλίκα υπακούουν στα κελεύσματα του αλαζόνα σκηνοθέτη. Είδατε, ξοδέψαμε τόσες λέξεις για τη χάρη του αγνοώντας, όπως αγνόησε κι αυτός, τον Σαίξπηρ!!

Γιώργο Κιμούλη, είσαι ο Ληρ της Γενιάς σου. Ξαναδοκίμασε, ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ, χωρίς κουβάδες, δεκανίκια και φάτσα φόρα με τα γνωστά άλλωστε προσόντα σου.

Info

Σκηνοθεσία:

Tομάζ Παντούρ

Διασκευή:

Λίβιγια Παντούρ

Μετάφραση:

Γιώργος Κιμούλης

Παίζουν:

Γιώργος Κιμούλης, Στεφανία Γουλιώτη, Γιώργος Γάλλος, Κόρα Καρβούνη, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Πηνελόπη Τσιλίκα, Αργύρης Πανταζάρας, Χάρης Τζωρτζάκης

Θέατρο:

Πειραιώς 260,

Αθήνα έως 3/6,

Μέγαρο Μουσικής

Θεσσαλονίκης,

14-16/5