Γιάννης Σακαρίδης
Ο Βέγγος στο «Βλέμμα» (1)
Πρωτάκουσα για τον Αγγελόπουλο πολύ μικρός, όταν ζούσα σε μια κωμόπολη της Βόρειας Ελλάδας, στη Σκύδρα, απ’ όπου περνούσε συχνά για γυρίσματα στην αγαπημένη του Φλώρινα. Εμελλε να είναι η πρώτη μου επαφή μ’ έναν σκηνοθέτη. Κάπου εκεί στα βουνά της Φλώρινας, σε μια σκηνή της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1995) ο Χάρβελ Καϊτέλ στην πίσω θέση ενός ταξί και ο Θανάσης Βέγγος οδηγός σταματάνε σ’ ένα χιονισμένο τοπίο. Είναι το τέλος της διαδρομής μαζί. Κάθονται δίπλα και γίνονται φίλοι «πίνοντας από το ίδιο ποτήρι και ακούγοντας το ίδιο τραγούδι». Σε κάτασπρο και παγωμένο τοπίο, η κάμερα του Γιώργου Αρβανίτη πάνω στον γερανό σε κλασικό αγγελοπουλικό μονοπλάνο ξεκινά από γενικό του αυτοκινήτου που έρχεται από μακριά και καταλήγει με τέλειο συγχρονισμό στους δύο ηθοποιούς να κάθονται δίπλα με ανοιχτές πόρτες. Ο διάλογος που συνυπογράφουν ο Τεό με τον Πέτρο Μάρκαρη και τον Τονίνο Γκουέρα: «Ξέρεις κάτι; Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός». Ο Βέγγος συνεχίζει και μονολογεί: «Αλλά, αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο». Ο Βέγγος σηκώνεται και φωνάζει: «Μωρή φύση, μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι κι εγώ». Ο Αγγελόπουλος είναι ένας επικός ποιητής του σινεμά. Οι εξαιρετικές αλληγορίες του για την ιστορία και την πολιτική της χώρας μας, τα χρώματα, οι φυσικοί ήχοι, η μουσική και οι εικόνες του εκφράζουν τα πιο βαθιά αισθήματα γύρω από τη ζωή και τον θάνατο. Ο κινηματογράφος για τον Αγγελόπουλο ήταν μοίρα αλλά και λύτρωση.
Ελίνα Ψύκου
Ο Βέγγος στο «Βλέμμα» (2)
Χιονίζει. Το ταξί κολλάει στο χιόνι. Ο οδηγός σταματάει και κατεβαίνει. Ο πελάτης σε σπαστά ελληνικά τον ρωτάει αν φοβάται. Ο οδηγός αρνείται, γνωρίζεται άλλωστε με το χιόνι 25 χρόνια. Το χιόνι του είπε «όχι» και πρέπει να το σεβαστεί το χιόνι. Κάθεται δίπλα στον πελάτη. Στη θέση του συνοδηγού. Πίσω από τα βουνά είναι τα σύνορα Σκοπίων και Αλβανίας. Ο οδηγός προσφέρει στον πελάτη ένα μπουκάλι μ’ ένα διάφανο ποτό. Ισως ούζο. Θέλει να γίνουν φίλοι και στο χωριό του για να γίνεις φίλος με τον άλλον πρέπει να πιεις από το ίδιο ποτό και ν’ ακούσεις το ίδιο τραγούδι. Βάζει ραδιόφωνο. Κλαρίνα. Πίνουν από το ίδιο μπουκάλι. Είναι φίλοι τώρα. Μπορεί να του εξομολογηθεί. «Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. Χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνουμε». Σηκώνεται. Το χιόνι συνεχίζει. Αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, θέλει να το κάνει γρήγορα γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο. Ανεβαίνει σ’ ένα πεζούλι που ίσα φαίνεται από το χιόνι. Τα μπατζάκια του κι αυτά χιονισμένα. «Μωρή φύση, μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι κι εγώ, πάρε ένα μπισκότο». Ρίχνει ένα μπισκότο. Είναι φίλος και με τη φύση τώρα. Εχουν φάει το ίδιο μπισκότο κι έχουν ακούσει το ίδιο τραγούδι. Κλαρίνα. Ο πελάτης πάει δίπλα του. Κοιτάζουν και οι δύο τη φύση. Από ψηλά. Τη φύση και το μπισκότο. Ο οδηγός τον ρωτάει τι ψάχνει. Αυτός δεν απαντά. Μπαίνουν στο ταξί. Κάθονται μαζί στο πίσω κάθισμα. Σκεπάζονται με μια κουβέρτα. Ο οδηγός τον ρωτάει αν τον θέλει μαζί του. Ο πελάτης λέει όχι. Του ζητεί μόνο να τον πάει στα σύνορα. Ισως χρειαστεί να πάει μακριά.
Κωνσταντίνος Σαμαράς
Η πλατεία στο «Τοπίο»
Συγκινούμαι από το «Τοπίο στην ομίχλη» με τον ίδιο τρόπο που έχω στην καρδιά μου τη «Νύχτα του κυνηγού» και την «Αλίκη στις πόλεις» – ταινίες δρόμου που μας συστήνουν τον κόσμο με τέτοιον τρόπο ώστε να νιώθουμε ότι τον αντικρίζουμε για πρώτη φορά με τα μάτια ενός παιδιού. Οπως ο Αλέξανδρος και η Βούλα που πιστεύουν ένα παραμύθι – νανούρισμα, μυούνται στους όρους του και γίνονται πρωταγωνιστές του. Κάθε τόσο ξαναβλέπω τη σκηνή στη χιονισμένη πλατεία. Tην πρώτη νύχτα του ταξιδιού, τα δύο παιδιά στέκονται μπροστά από ένα επιβλητικό κτίριο. Από μέσα έρχεται μουσική. Μια νύφη βγαίνει κλαίγοντας κι ένας άνδρας την ακολουθεί για να την τραβήξει πάλι μέσα. Ενα τρακτέρ περνά σέρνοντας ένα άλογο που ψυχορραγεί. Το σκοινί του τρακτέρ κόβεται, αφήνοντας το άλογο να ξεψυχά στην πλατεία. Η Βούλα σκύβει πάνω από το κεφάλι του ζώου που ανεβοκατεβαίνει σπασμωδικά και διαπιστώνει τον θάνατό του. Ο Αλέξανδρος κλαίει απαρηγόρητα. Στο βάθος, οι καλεσμένοι του γάμου – όλοι τους μαυροντυμένοι εκτός από τη νύφη – βγαίνουν χορεύοντας από το κτίριο κι εξαφανίζονται από το κάδρο. Και τότε ο Αγγελόπουλος χαρίζει ένα, τόσο σπάνιο στο έργο του, κοντινό πλάνο στο πρόσωπο του Αλέξανδρου, που κρύβει με το χέρι τα μάτια του καθώς συνεχίζει να κλαίει. Fade to black. Μέσα σε τρία πλάνα (γενικό – μεσαίο – κοντινό) ο Αγγελόπουλος στήνει ένα μοντάζ συναισθημάτων τόσο πυκνό, που συμφιλιώνει τη γιορτή με τον θρήνο. Και χορογραφεί ένα θέαμα τόσο ιερό, που κάθε φορά με μυεί στη μεγάλη σκηνή της ζωής σαν να ήμουν κι εγώ παιδί.
Γιάννης Οικονομίδης
Το φινάλε της«Αναπαράστασης»
Είναι πάντα ένα ζήτημα για μένα: πώς κλείνεις μια ταινία; Ενας κινηματογραφιστής ξέρει πόσο σοβαρό θέμα είναι αυτό. Ε, σε ό,τι αφορά τον διάλογό μου με το έργο του Αγγελόπουλου, τη ζημιά σε μένα την έκανε η «Αναπαράσταση». Το φινάλε της δηλαδή. Την ταινία την είδα στο Παλλάς, πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια, σε ένα αφιέρωμα. Είχα μόλις πρωτοέρθει από την Κύπρο και για μένα ήταν μια καθοριστική στιγμή. Ειδικά αυτό το τελευταίο πλάνο. Δεν έχει να κάνει με δεξιοτεχνία αλλά με ουσία, με μεγαλοσύνη καλλιτεχνική. Ούτε τράβελινγκ ούτε περίπλοκες κατασκευαστικές προσεγγίσεις: ένα στατικό πλάνο, το σπίτι, κι από πάνω αυτό το ηπειρώτικο τραγούδι, το «Μωρή κοντούλα λεμονιά» σε a capella εκτέλεση – και τίτλοι. Αυτός ο άκρως μινιμαλιστικός χειρισμός της ιστορίας και του κλεισίματός της έχει μια δωρικότητα, μια σταθερότητα αλλά και έναν λυρισμό. Είναι μια συγκλονιστική εμπειρία. Νιώθεις πως η ταινία έχει στηθεί για να οδηγηθούμε σε αυτό το τελευταίο πλάνο – σεκάνς που συμπυκνώνει ό,τι έχεις δει. Σου σηκώνεται η πέτσα. Δεν το ξεχνάς. Μεγαλοφυές. Κάνει το πιο απλό: ένα σταθερό πλάνο κι ένα τραγούδι από την παράδοση. Αυτός ο χειρισμός θυμίζει λίγο τον χειρισμό του Μακαβέγεφ στο «Sweet movie», εκεί όπου ακούγεται το «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο» του Χατζιδάκι. Σε πετυχαίνει στην καρδιά – η φόρμα ταυτίζεται με το περιεχόμενο και την καλλιτεχνική ευφυΐα. Εκεί όπου πραγματοποιείται το μεγάλο γεγονός. Εκεί δηλαδή που λες «υποκλίνομαι».
Αχιλλέας Κυριακίδης
Η σκηνή που δεν είδαμε
Η αγαπημένη μου σκηνή είναι από την ταινία του Αγγελόπουλου που δεν τελείωσε ποτέ. Είναι η δεύτερη ή τρίτη σκηνή της ταινίας, όπου ο κεντρικός χαρακτήρας της (Τόνι Σερβίλο) συναντά σε μια τράπεζα έναν παλιό συμφοιτητή του και αδυνατεί (ή αρνείται) να τον αναγνωρίσει. Και είναι η αγαπημένη μου γιατί εκεί, στο σετ όπου είχα πάει για να υποδυθώ τον «παλιό συμφοιτητή», συνάντησα τον πιο γαλήνιο, πιο ευτυχισμένο Θόδωρο που είχα δει ποτέ. Πριν ακόμα πούμε το παραμικρό για τη σκηνή, πιάσαμε κουβέντα για τα ανθρώπινα. Του άρεσε η σύμπτωση ότι είχαμε από τρεις κόρες. Οταν ο Σερβίλο διέκοψε τον Θόδωρο που ετοίμαζε το πλάνο για να του πει δείχνοντάς με «μα αυτός έχει μεταφράσει όλον τον Μπόρχες!», ο Θόδωρος κούνησε το κεφάλι και συμπλήρωσε: «Et beaucoup d’ autres!». Το καμάρι με το οποίο εξέφερε αυτή τη φράση – και μάλιστα δις – είναι ό,τι πιο τρυφερό και γενναιόδωρο έχω εισπράξει απ’ αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο στο πέρασμά του από τη ζωή μου. Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012. Οι ράγες ενός τράβελινγκ στο Α’ Νεκροταφείο κόβουν την είσοδο στα δύο, σαν το ποτάμι στις ταινίες του – το ίδιο ποτάμι, η ίδια νύφη που ζει και δεν το ζει το όνειρό της. Είναι όλοι εδώ. Ολοι. Ενας παγερός αέρας ανταποδίδει τιμές σ’ έναν άνθρωπο που τίμησε πολύ τον χειμώνα. Οπως σε κάθε κηδεία της ζωής μου, φεύγω κι απ’ αυτήν νωρίτερα. Et beaucoup d’ autres. D’ autres livres, d’ autres films, d’ autres filles, d’ autres vies. Επιστρέφω στο μαιευτήριο: το ίδιο πρωί έχει γεννηθεί η πρώτη μου εγγονή. Κόρη κινηματογραφιστή.