«Εντάξει, εντάξει» ήταν η ψύχραιμη απάντησή της όταν η βοηθός της τής ανακοίνωσε ότι έπρεπε να ψάξει να βρει αντικαταστάτρια για μια χορεύτρια που περνούσε γαστρίτιδα. Μάλλον δεν ήταν η μοναδική ανατροπή στην πολύβουη ημέρα της Αγγελικής Στελλάτου. Μονολογώντας «τι άλλο θα συμβεί;» έκατσε σε μια γωνία του θεάτρου Ολύμπια για να μας μιλήσει για τη νέα της δημιουργία, τη χορογραφία στα έργα του Μάνου Χατζιδάκι «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (1964) και «Μαρσύας» (χορόδραμα του 1949).

Η σημερινή της ηρεμία είναι ένα από τα δώρα που της έδωσε ο χορός. «Ξεκίνησα χορό επειδή είχα μια πολύ δύσκολη και ταραγμένη εφηβεία που είχε ως αποτέλεσμα να πέσουν οι επιδόσεις μου στο σχολείο. Ξαφνικά ανακάλυψα κάτι που με συγκέντρωνε και φυσικά έδωσε και μια ανακούφιση στους γονείς μου». Κάπως έτσι «λειάνθηκε» το ρίσκο της επιλογής της σε ό,τι αφορά τον επαγγελματικό προσανατολισμό της.

Μάλλον σαν εξαίρεση πάντως ακούγεται για τον χώρο της τέχνης, όπου η ενασχόληση με τον χορό μόνο ασφάλεια δεν υπόσχεται. «Ναι, ανήκω σε εκείνους που κατάφεραν να ζήσουν από την τέχνη τους. Στάθηκα πολύ τυχερή. Ετυχε να ζήσω σε μια εποχή όταν έπρεπε να γίνουν πράγματα και στον χορό. Ζούσα από τη δουλειά μου και έχω βγάλει χρήματα. Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες –και ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό –έβγαλα πολλά. Αγόρασα ένα διαμέρισμα». Πόσο όμως βοήθησαν την εξέλιξη της ίδιας της τέχνης τα λαμπερά ονόματα; «Σχεδόν καθόλου. Κάποιοι άνθρωποι –και βρέθηκα κι εγώ μέσα σε αυτό το τρένο –γίναμε αναγνωρίσιμοι. Μιλώ για τους εξαιρετικούς καλλιτέχνες –Παπαϊωάννου, Ρήγο, ομάδα Sinequanon κ.ά. –οι οποίοι έγιναν γνωστοί». Μέσα από τα ονόματα αυτά ο χορός στην Ελλάδα διεύρυνε το πεδίο των θαυμαστών του. Ομως, όπως εξηγεί η Αγγελική Στελλάτου, «κάτω από τη λάμψη και τους θαυμάσιους αυτούς χορευτές υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων που παλεύουν, εργάζονται σκληρά υπό άθλιες συνθήκες και δεν έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν».

ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΤΑ 58! Αν υπήρχαν ιδανικότερες συνθήκες για τον χορό στην Ελλάδα, θα είχαν όλοι τη δυνατότητα να φτάσουν στο σημείο όπου έφτασαν οι προαναφερθέντες; «Οχι, αλλά θα εξέλισσαν την τέχνη τους. Ιδανικές συνθήκες δεν υπάρχουν επειδή δεν υπήρχε ποτέ μια σοβαρή σκέψη για την τέχνη του χορού. Μέχρι πρότινος η συνταξιοδότηση των χορευτών στην Εθνική Λυρική Σκηνή γινόταν στα 48 έτη. Τώρα έχει πάει στα 58 ή στα 60 –δεν έχω καταλάβει. Τι σημαίνει αυτό; Οτι δεν μπορούν να προσληφθούν νέοι χορευτές». Είναι μια διαδικασία, σύμφωνα με την Αγγελική Στελλάτου, που αυτοαναιρείται, αφού –όπως εξηγεί –δεν μπορεί να υπάρχει μπαλέτο της Λυρικής χωρίς τους κατάλληλους χορευτές σε ηλικιακό επίπεδο. Η ηλικιακή διεύρυνση δεν δημιουργεί μια νέα, αισιόδοξη συνθήκη για τον χορό; «Συμφωνώ απολύτως. Βεβαίως το μπαλέτο είναι μια εργασία που ζητά σώματα στη νεότητά τους και αυτός ο ηλικιακός φασισμός μπορεί να υπάρχει. Ομως στη ζωή δεν υπάρχει η νεότητα και η ακμή. Αν ανοίξεις την τηλεόραση, δεν υπάρχουν άνθρωποι πάνω από 45 ετών. Κάποιες ηλικίες εξαφανίζονται σαν να μην υπάρχουν».

ΞΑΝΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ «ΤΖΟΚΟΝΤΑ». Οι προβληματισμοί αυτοί μπαίνουν στην άκρη όταν έρχεται η στιγμή να μιλήσει για την ανάγνωση στα έργα του Χατζιδάκι. «Η «Τζοκόντα» είναι για μένα οποιοσδήποτε άνθρωπος ζει και αντιλαμβάνεται τη μοναχικότητα και την ερημιά της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά ταυτόχρονα και τη δύναμη που έχει η ίδια η ζωή. Εχει ένα στοιχείο που ξεχωρίζει και είναι εκείνο που κάνει τους ανθρώπους να μην κουμπώνουν με τον μέσο όρο –είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. Δεν είναι ούτε χαρά ούτε λύπη ούτε ενθουσιασμός ούτε παραίτηση».

Ωραία όλα αυτά, αλλά πώς θα μεταφραστούν άραγε σε κίνηση; «Είναι σαν να με ρωτάς «το πέτυχες το έργο σου;». Δεν ξέρω πραγματικά. Εχω πολύ άγχος από την αρχή. Μέχρι να αποδεχθώ την πρόταση της Λυρικής είπα «ναι» και «όχι» κάμποσες φορές. Υπήρχε έντονα το «θέλω» και το «φοβάμαι». Ομως με συνέφερε να νικήσει ο φόβος. Είναι ένα αίσθημα που έχει επεκτατικές διαθέσεις και αν του αφήσεις χώρο θα πάει παντού. Είναι ασυγκράτητος. Η «Τζοκόντα» για μένα λειτουργεί –σε αυτήν τη φάση της ζωής μου –ως ένα ανάχωμα».

INFO

«Το χαμόγελο της Τζοκόντας» και ο «Μαρσύας», από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο θέατρο Ολύμπια (Ακαδημίας 59-61, τηλ. 210-3612.461), 4-8/3 και 10-11/3 στις 20.00. Εισιτήρια από 7 έως 50 ευρώ