Στον θριαμβευτή των φετινών Οσκαρ, τον «Birdman» του Αλεχάντρο Ινιαρίτου, ο Μάικλ Κίτον ενσαρκώνει τον Ρίγκαν, έναν ηθοποιό που προσπαθεί να περισώσει μια κατεστραμμένη καριέρα. Ολοι τον θυμούνται ως «Birdman», τον σούπερ ήρωα που ενσάρκωσε τρεις φορές στον κινηματογράφο, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία (οι δε ταινίες απέφεραν δισεκατομμύρια στα ταμεία). Οχι τυχαία ο ίδιος ο Κίτον είναι περισσότερο γνωστός στους σινεφίλ ως Μπάτμαν, στις δύο ταινίες της σειράς που σκηνοθέτησε ο Τιμ Μπάρτον. Το επιμύθιο, προφανές: ένας σπουδαίος ρόλος μπορεί να φτιάξει μια ολόκληρη καριέρα –όπως και να την καταστρέψει. Ρωτήστε τον Ραλφ Μάτσιο του «Καράτε Κιντ». Ή την αιώνια παρθένα (λόγω «Γαλάζιας λίμνης») Μπρουκ Σιλντς.

Ο Λίοναρντ Νιμόι, ο κύριος Σποκ (κύριος, όχι δόκτωρ, λάθος που κάνουμε συχνά, εξοργίζοντας τους Trekkies) δηλαδή, που πέθανε προχθές στα 83 του χρόνια, ένιωσε έντονα αυτή την αντιθετική ορμή. Δύο αυτοβιογραφίες έγραψε και εξέδωσε. Η πρώτη κυκλοφόρησε το 1977 υπό τον τίτλο «Δεν είμαι ο Σποκ». Η δεύτερη, το 1995. Με τον τίτλο «Είμαι ο Σποκ». Γιατί με τα χρόνια ο Νιμόι αγκάλιασε τελικά την αναγνωρισιμότητα που του έφερε η επιτυχία του Σταρ Τρεκ, αλλά επένδυσε κιόλας στον χαρακτήρα διανθίζοντας τον με στοιχεία πολύ προσωπικά στις μεταγενέστερες κινηματογραφικές εμφανίσεις του. Με άλλα λόγια, τον έκανε δικό του. «Στον χαρακτήρα του Σποκ» έγραψε, «βρήκα έναν μοναδικό συνδυασμό. Από τη μια, έγινα ευρέως αποδεκτός στο μεγάλο κοινό και, από την άλλη, συνέχιζα να παίζω τον αγαπημένο μου ρόλο, αυτόν του απομονωμένου μετανάστη».

ΜΠΛΕΪΚ ΚΑΙ ΤΖΕΪ ΑΡ. Ιδιες δηλώσεις έκανε λίγο – πολύ και ο Πίτερ Σέλερς που ενσάρκωσε τον μοναδικό επιθεωρητή Κλουζό στις ταινίες της σειράς του «Ροζ Πάνθηρα». Αλλά για να μείνουμε στα τηλεοπτικά πλατό, κανείς δεν θυμάται τον Τζον Φορσάιθ στο «Ποιος σκότωσε τον Χάρι;» του Χίτσκοκ. Αντιθέτως, όλοι γυρίζουν το κεφάλι όταν ακούν ότι πρόκειται για τον Μπλέικ της Δυναστείας. Και, ναι, το ίδιο ισχύει για τον Λάρι Χάγκμαν, τον Τζέι Αρ του Ντάλας.

Δεν είναι λίγοι οι ηθοποιοί που διέγραψαν την ίδια διαδρομή: ο Αντονι Πέρκινς πήρε σχεδόν από σπόντα τον ρόλο του Νόρμαν Μπέιτς για το «Ψυχώ» του Αλφρεντ Χίτσκοκ και δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από την τυποποίηση, όσο κι αν προσπάθησε με ρόλους ζεν πρεμιέ όπως αυτός στη «Φαίδρα» του Ζυλ Ντασσέν πλάι στη Μελίνα Μερκούρη. Είκοσι τρία χρόνια μετά θα πρωταγωνιστήσει στο «Ψυχώ ΙΙ» και, μάλιστα, θα σκηνοθετήσει ο ίδιος το δεύτερο σίκουελ, που θα γυριστεί το 1986.

Ο Κρίστοφερ Ριβ επίσης έγινε Σούπερμαν για τέσσερα φιλμ, προσπαθώντας και αυτός να επιλέγει ενδιαμέσως τους πιο κόντρα ρόλους, με πιο τρανταχτό παράδειγμα αυτόν στο θρίλερ «Death trap» του Σίντνεϊ Λουμέτ όπου ενσάρκωσε το gay έτερον ήμισυ του Μάικλ Κέιν.

Ο Ριβ πάντως ήταν ηθοποιός με μοναδικό εύρος –θα μπορούσε κανείς να πει πως η τυποποίηση τον έβλαψε.

ΦΡΕΝΤΙ ΚΑΙ ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ. Αλλοι, πάλι, δεν θα έπρεπε να έχουν παράπονο. Θυμάται κανείς σήμερα τον Ρόμπερτ Ενγκλαντ; Κι όμως, τη δεκαετία του 1980 ο ηθοποιός «καθάριζε» εκατομμύρια δολάρια με μόνα όπλα ένα κόκκινο πουλόβερ, ένα καπέλο και ένα γάντι με μεταλλικά νύχια. Α, και τόνους μέικαπ, ως Φρέντι Κρούγκερ φυσικά. Η σειρά του «Εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες» κράτησε για έξι ταινίες και μετέτρεψε τον ηθοποιό σε ποπ περσόνα.

Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που συνέβη δεκαετίες πριν στον αιώνιο «Δράκουλα», τον Κρίστοφερ Λι, που έχει βέβαια να επιδείξει μια εντυπωσιακή φιλμογραφία καθώς υπήρξε μέχρι και «κακός» σε ταινία του Τζέιμς Μποντ («Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι») –πλάι στον Ρότζερ Μουρ πρώην τηλεοπτικό «άγιο», που έκανε λίγα πράγματα μετά.

Ο ρόλος του Δράκουλα πάντως το έχει αυτό το «κουσούρι»: ποιος θυμάται έναν δεύτερο ρόλο του Μπέλα Λουγκόζι; Αν κάτι μας διδάσκουν οι περιπτώσεις των Νιμόι και Ριβ είναι πως στα ουράνια δύσκολα ξεφεύγεις από την τυποποίηση. Θυμηθείτε τον Μαρκ Χάμιλ ως Λουκ Σκαϊγουόκερ στον «Πόλεμο των Αστρων» αλλά και τον Ρόμπερτ Πάουελ ως Χριστό στον «Ιησού της Ναζαρέτ».

Στον αντίποδα, ηθοποιός που κατάφερε να «αποδράσει» από την τυποποίηση ήταν ο σπουδαίος Ρόμπιν Γουίλιαμς, που ξεκίνησε από την τηλεοπτική σειρά Mork and Mindy (1978-1982).