Ηταν –και παραμένει στο συλλογικό ασυνείδητο –μια αυτοκρατορία τσέπης. «Με ένα Αρλεκιν» ξεχάστηκαν πολλές έγνοιες της μεταπολεμικής Αμερικής, ενώ οι παθιασμένες ιστορίες «εκείνης κι εκείνου» έκαναν «την κάθε στιγμή ξεχωριστή», όπως επέβαλε το σλόγκαν της νεότερης εποχής. Από το 1949, οπότε εμφανίστηκαν τα αισθηματικά βιβλία περιπτέρου (η ετυμολογία της λέξης «βίπερ»), μέχρι σήμερα, οπότε καταχωρίστηκαν στην επικράτεια του μεταμοντέρνου, η αυτοκρατορία έχει τη δική της στατιστική: ετήσιες πωλήσεις 160 εκατομμύρια αντίτυπα σε περισσότερες από 100 χώρες, σε 24 γλώσσες, με διαπιστευμένους πάνω από 1.500 συγγραφείς (ανάμεσά τους, η ροζ βασίλισσα Μπάρμπαρα Κάρτλαντ). Η Χάρλενικ Ελλάς μετράει φέτος 36 χρόνια και ειδικά για την περίσταση προκήρυξε διαγωνισμό συγγραφής αισθηματικού διηγήματος με θέμα «Γράψε τη δική σου ιστορία αγάπης». Στη συλλεκτική έκδοση που προέκυψε περιλαμβάνονται οι καλύτερες ιστορίες. Γιατί να θέλει μια επίδοξη συγγραφέας να γράψει ένα διήγημα α λα Αρλεκιν το 2015, ρωτάμε τη Βασιλική Κομνηνού που συμμετείχε: «Είναι ένας τρόπος, μια διέξοδος να δώσω μια νότα αισιοδοξίας στη σκληρή πραγματικότητα από την οποία μαστιζόμαστε καθημερινά. Είναι το δικό μου αγχολυτικό γιατρικό». Και ποιες οι δεσμεύσεις τις οποίες έπρεπε να λάβει υπόψη; «Ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να τη βιώνει και να την αντιλαμβάνεται. Πόσω μάλλον όταν αυτή την αγάπη τη μοιράζεσαι με κάποιον ή κάποιους άλλους. Τότε γίνεται μια ωραία ιστορία μ’ ένα αίσιο τέλος». Με άλλα λόγια, αν δεν είναι μελιστάλακτο, τότε δεν είναι Αρλεκιν.

«Μαζί στο ταξίδι», της Αδαμαντίας Σταθάκη

Για Τετάρτη, το Κουίν Μπαρ είχε κάμποσο κόσμο. Παρήγγειλε ποτό κι έκατσε στα σκαλιά της εισόδου. Αλκοόλ και τσιγάρο είναι η καλύτερη συντροφιά για κάτι τέτοιες νύχτες σαν κι αυτή. Βυθίστηκε στις σκέψεις της. Αν και το κρύο της τρύπαγε τα κόκαλα, ένιωθε ανανεωμένη. Για να μπει μέσα, ούτε λόγος βέβαια. Ασφυκτιούσε. Μου αρέσει εδώ, παραδέχτηκε, θα έρχομαι πιο συχνά. Υστερα, ύψωσε το βλέμμα της και παρατήρησε τις λιγοστές παρέες που βρίσκονταν γύρω της. Ο περισσότερος κόσμος διασκέδαζε εντός του μαγαζιού. Εξω όμως ήταν αλλιώτικα, πιο όμορφα. Χαλάρωσε τότε κι αυτή και αφέθηκε σε μια αδιευκρίνιστη μαγεία που παρέσυρε μονομιάς όλες τις αισθήσεις της.

Τις σκέψεις της διέκοψε απότομα μια αντρική φωνή που, στο άκουσμά της, της φάνηκε πολύ γνώριμη. «Χριστίνα;» αναφώνησε ο εισβολέας. Η Χριστίνα σήκωσε το κεφάλι και για λίγα δευτερόλεπτα τον κοίταξε αμίλητη. Επειτα, αφού συνήλθε από την αναπάντεχη αυτή εμφάνιση, του χαμογέλασε και σηκώθηκε να τον αγκαλιάσει. Ο άντρας που στεκόταν μπροστά της ήταν ο φίλος της ο Αντώνης. «Τι κάνεις εδώ; Είσαι μόνη σου;» ρώτησε εκείνος. «Αντώνη μου, συγγνώμη, δεν περίμενα να συναντήσω κανέναν απόψε. Ναι, μόνη είμαι. Βγήκα μια βόλτα, για ένα ποτό. Κι εσύ το ίδιο;» αποκρίθηκε η Χριστίνα.

«Εχω έρθει παρέα με έναν φίλο μου. Να σας συστήσω».

Καθώς ο Αντώνης έστριβε το σώμα του, η Χριστίνα διέκρινε έναν άντρα να στέκεται λίγα μέτρα πιο πίσω. Τόση ώρα δεν τον είχε προσέξει. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του. Ο άντρας άρχισε να προχωράει προς το μέρος της. Κοκάλωσε. Για κλάσματα του δευτερολέπτου ένιωσε τον χρόνο να σταματάει. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο γλυκό χαμόγελο, τέτοιο εκφραστικό βλέμμα, τέτοιο ζωντανό πρόσωπο! Οσο την πλησίαζε, η καρδιά της χτυπούσε πιο δυνατά. Τον κοίταζε και της φαινόταν πανέμορφος. Το σώμα του ήταν αδύνατο αλλά γεροδεμένο και το μελαχρινό του πρόσωπο φώτιζαν δύο πράσινα μάτια, τόσο μοναδικά που την τραβούσαν σαν μαγνήτης. Τα λίγα γένια που είχε αφήσει του πήγαιναν πολύ και τα μαύρα του μαλλιά, μακριά μέχρι το σβέρκο, ανέμιζαν ελεύθερα από τον ελαφρύ αέρα της νύχτας. Βρισκόταν ακριβώς απέναντί της. Μονομιάς, κάθε της αρνητική διάθεση εξαφανίστηκε. «Χριστίνα, να σου γνωρίσω τον Μιχάλη» είπε ο Αντώνης. Εκείνη του έδωσε το χέρι της κι αυτός ευγενικά το έσφιξε στο δικό του.

«Στα βήματα γευσιγνωσίας της αγάπης»,της Βασιλικής Κομνηνού

Επρεπε να βρει έναν τρόπο για να χαλαρώσει, να ξεχαστεί.

Το μαγείρεμα ήταν η προσωπική της φυγή από την πραγματικότητα.

Περίμενε να περάσει η ώρα, με την απόφαση να τρυπώσει στην κουζίνα του ξενοδοχείου. Να μπλεχτεί με τα κατσαρολικά. Να μυρίσει έστω κάτι ανοξείδωτο. Να κλέψει μια δόση από τον οικείο της χώρο, μια μικρή δόση παράνομης μαγειρικής.

Κατέβηκε σαν τον κλέφτη στις μύτες των ποδιών –κάτι που είχε κάνει δεκάδες φορές στο πατρικό της. Δεν ήθελε να την καταλάβει κανείς. Αυτή ήταν η μαγεία, το αλατοπίπερο. Το απαγορευμένο. Ευτυχώς, στον δρόμο δεν συνάντησε κανέναν.

Από τη στιγμή που εισέβαλε στην κουζίνα, μπήκε στο δικό της προσωπικό καταφύγιο. Εκεί όπου κανένας ξένος δεν επιτρεπόταν να εισέλθει. Κανένας παρά μόνο κατσαρολικά, αρωματικά φυτά και οτιδήποτε εξυπηρετούσε τις γαστρονομικές αναζητήσεις. Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά πόση ώρα πέρασε. Σχεδόν ολοκλήρωνε ένα ριζότο με μανιτάρια και τρούφα το οποίο θα συνοδευόταν ιδανικά από ένα δροσερό ποτήρι λευκό κρασί.

Ενώ τελειοποιούσε το πιάτο της, σιγοτραγουδούσε έναν μελωδικό σκοπό. Οι αισθήσεις της αφυπνίστηκαν συλλαμβάνοντας την ανάλαφρη μουσική που εισχωρούσε στον χώρο από το διπλανό δωμάτιο.

Ηταν ένα γνωστό και αγαπημένο κομμάτι του Yiruma, το «River flows in you». Το είχε ακούσει για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, στην ταινία «Twilight». Ηταν από τα αγαπημένα της.

Αναζήτησε την πηγή της δροσερής νότας. Αφουγκράστηκε τη σιωπή. Σαν μαγνητισμένη ακολούθησε τα βήματά της, που την οδήγησαν στη μεγάλη σάλα. Το φως ήταν ελάχιστο. Σε μια γωνιά η ένταση της φωτιάς έδινε μια γλυκιά θαλπωρή στην ανάλαφρη ατμόσφαιρα.

Μπροστά στο πιάνο διακρινόταν το περίγραμμα μιας αδύνατης σιλουέτας. Εμοιαζε να έχει περιέλθει σε ένα είδος έκστασης. Ανέβλυζε μουσικές νότες.

Η Μελίνα πλησίασε χωρίς ανάσα. Ενας κόμπος τής έφραζε την αναπνοή. Τα πάντα γύρω της είχαν σωπάσει για να υποκλιθούν στο μεγαλείο της μουσικής. Και είχε τόσο βάθος, τόση ένταση. Αισθάνθηκε ευάλωτη. Χάθηκε σ’ έναν ανελέητο κυκλώνα συναισθημάτων.