«Ο θάνατος σε απασχολεί όταν αφήνεις κάποιον πίσω σου. Εγώ δεν αφήνω τίποτα. Δεν έχω κανέναν για να αφήσω. Δεν έχω έρωτες, δεν έχω παιδιά, δεν έχω συγγενείς. Αρα δεν θα αφήσω κανέναν πίσω μου φεύγοντας» έλεγε ο Λούκα Ρονκόνι σε συνέντευξή του στο «Βήμα» το 1998.

Κι όμως, ένας από τους τελευταίους μεγάλους θεατρανθρώπους, που πέθανε πριν από τρεις ημέρες σε πολυκλινική του Μιλάνου πιθανότατα από επιπλοκές που σχετίζονται με τον ιό της γρίπης, άφησε ισχυρό αποτύπωμα στην τέχνη του 20ού αιώνα. Το όνομά του έχει συνδεθεί με εμβληματικά θεατρικά και οπερατικά έργα («Ορφέας και Ευρυδίκη» σε διεύθυνση Ρικάρντο Μούτι, «Η επιστροφή του Oδυσσέα στην πατρίδα» του Μοντεβέρντι, «Ο έμπορος της Βενετίας» στην Κομεντί Φρανσέζ), αλλά και με την αρχαία τραγωδία, η έρευνα της οποίας ήταν για εκείνον έργο ζωής. Για περισσότερο από τριάντα χρόνια μελέτησε τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, ένα έργο «ανεξάντλητο» όπως το χαρακτήριζε, το οποίο έφερε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου το 2004. Η πρώτη του σκηνοθεσία στο αργολικό θέατρο ήταν το 1985 με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, τον οποίο μετέφερε στην αγροτική μεταπολεμική Ελλάδα. Τη μουσική υπέγραφε ο Διονύσης Σαββόπουλος και τα σκηνικά (έναν αγρό από καλάμια) ο Διονύσης Φωτόπουλος. Στην ιστορία έχει μείνει και το αιφνιδιαστικό κατέβασμα των σκηνικών στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, που είχαν παρουσιαστεί το 2002 στο θέατρο των Συρακουσών, επειδή είχαν χρησιμοποιηθεί αφίσες εναντίον του Μπερλουσκόνι. «Κάθε κωμωδία βάζει στόχαστρο τις κυβερνήσεις. Αν οι κυβερνήσεις προσβάλλονται, ε τότε ας τα βάλουν με τον Αριστοφάνη», είχε δηλώσει τότε.

Ο Ρονκόνι, που θα έκλεινε τα 82 του χρόνια στις 8 Μαρτίου, είχε αποφοιτήσει το 1953 από την Ακαδημία Δραματικών Τεχνών και ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός. Το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτη το πραγματοποίησε το 1963 με το έργο του Γκολντόνι «La buona moglie» («Η καλή γυνή»). Η τελευταία σκηνοθετική του υπογραφή μπήκε πρόσφατα στην παράσταση «Η τριλογία Λίμαν» (για την οικογένεια πίσω από την τράπεζα Lehman Brothers), στη σκηνή του Πίκολο Τεάτρο στο Μιλάνο, όπου ήταν διευθυντής για μια δεκαετία.