Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί μας αγγίζειβαθιά στην καρδιά η επιλογή του ζωγράφου Σωτήρη Σόρογκα να σχολιάσει μια παλιά φωτογραφία με τη γιαγιά Εριφύλη από την Προύσα. Πόσες ασπρόμαυρες φωτογραφίες με αντίστοιχες παιδεμένες φυσιογνωμίες γιαγιάδων και παππούδων, μανάδων και πατεράδων δεν ξεσηκώνουν μέσα μας ανεξίτηλες αναμνήσεις για πρόσωπα που, είτε τα έχουμε ζήσει είτε έχουμε ακούσει να μιλάνε γι’ αυτά, τα αισθανόμαστε αξερίζωτη περιουσία μας.

Οι γονείς τής μητέρας μου ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία το 1914. Οι Τούρκοι εκείνον τον καιρό έκαναν επιστράτευση και ο παππούς μου θα έπρεπε να καταταγεί στον στρατό τους με δυσοίωνες προοπτικές. Στα νιάτα του ήταν ψαράς στην Απολλωνιάδα λίμνη, πλάι στην Προύσα, και αργότερα φραγκοράφτης. Μ’ αυτήν την τέχνη και με βοηθό τη γιαγιά μου έζησαν και μεγάλωσαν οκτώ παιδιά. Η γιαγιά ήταν ορφανή από μητέρα και πάμπτωχη.

Γεννήθηκε το 1894 και την πάντρεψαν σε ηλικία 15 ετών. Πριν φτάσουν στον Πειραιά είχε κιόλας δύο παιδιά. Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες, αλλά αγόρασαν οικόπεδο στον Αγιο Αρτέμιο και ύστερα από γράμμα της γιαγιάς μου ήρθε και ο πατέρας της να βοηθήσει στο χτίσιμο του σπιτιού, αφού ήταν και οικοδόμος. Δούλευαν τα βράδια κρυφά κουβαλώντας νερό από την εκκλησία και συχνά τους βοηθούσαν πατριώτες τους.

Το ραφείο του παππού μου ήταν μπροστά στον δρόμο και δίπλα το δικό μας δωμάτιο. Το σίδερο που άναβε με κάρβουνα και ο μικρός χώρος δημιουργούσαν τους χειμώνες μια ζεστή και φιλόξενη ατμόσφαιρα, γι’ αυτό και το ραφτάδικο ήταν τόπος συνάντησης.

Στη φροντίδα της γιαγιάς ήταν και η μικρή μας αυλή με δένδρα και γλάστρες από ντενεκέδες λαδιού κι ένα πηγάδι στο κέντρο που κορύφωνε την ωραιότητά της. Εκεί, σ’ ένα μικρό δωμάτιο, ζούσε κι ο πατέρας της γιαγιάς μου. Πρέπει να ήτανε 100 ετών όταν με έστελνε να του αγοράσω κρασί από το κοντινό μπακάλικο.

Τον άκουγα να της ζητάει «πιταρούδια» κι εκείνη μάζευε χορταράκια από γωνιές της αυλής, τα έκοβε σε μικρά κομματάκια και τα ανακάτευε με αλεύρι και νερό. Ισως να έβαζε και λίγο λάδι όταν τα τηγάνιζε. Τα πράσα και οι κόκκινες πιπεριές –που δάκρυζε καθώς τις έτρωγε –ήταν τα μαγικά φαγητά του παππού.

Θα ήταν Κυριακή πρωί και έλειπαν όλοι απ’ το σπίτι λόγω της λαϊκής αγοράς και θυμάμαι ακόμα τη γιαγιά μου ανεβαίνοντας τις σκάλες με κλαμένα μάτια να μου ψιθυρίζει ότι ο παππούς πέθανε.

Θα ήμουν τεσσάρων ή πέντε ετών τότε, αλλά το θλιμμένο πρόσωπο της γιαγιάς δεν το ξεχνώ.

Ηταν μια σιωπηλή αρχόντισσα. Μια αρχόντισσα μυστικής καταγωγής. Ισως και να ‘ταν από σόι δολοφονημένου αυτοκράτορα που άφησε πίσω του να ταξιδεύει αιωρούμενη μέσα στα χρόνια, χωρίς ελπίδα, μια πίκρα παντοτινή που έγινε μαράζι ή καημός ολόκληρης της ρωμιοσύνης. Διαισθανόμουνα βαθύ σεβασμό όλων στο πρόσωπό της. Δεν είχε πάει σχολείο ούτε μια μέρα.

Ο πατέρας μου με την αριστερή του προπαγάνδα εναντίον της θρησκείας προσπαθούσε να με απωθήσει ή να με συγκρατήσει από τη σιωπηλή γοητεία που ασκούσε η αταλάντευτη και εξόχως σεμνή πίστη της γιαγιάς σε ένα φτωχό καντηλάκι, πάντα αναμμένο μπροστά σε κάτι μικρά και σχεδόν μαύρα εικονίσματα, που όπως διαπίστωσα αργότερα ήταν χάρτινες χρωμολιθογραφίες κολλημένες πάνω σε ξύλο. Δίπλα τους λίγα φύλλα από βάγια και μικρά κουτάκια με λιβάνι και φιτιλάκια. Κάποτε μου αφηγείτο θαύματα της Παναγίας. Και τη Μεγάλη Παρασκευή τρώγαμε όλοι φακές, χωρίς λάδι, σχεδόν υποχρεωτικά.

Η ενάρετη ζωή της είχε ταυτιστεί με την ολοκληρωτική της προσφορά προς όλους. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διακρίνουν όλοι γύρω της μια αύρα αγιοσύνης, χωρίς να μιλήσει ποτέ κάποιος γι’ αυτό. Ο πατέρας μου πρώτος από όλους τη σεβόταν και συχνά τη ρωτούσε αν της έλειπε κάτι.

Πώς μεγάλωσε οκτώ παιδιά, πώς τα κατάφερε να μην αρρωστήσουν τα άλλα, όταν η όμορφη και γλυκιά Παναγιώτα –η πρώτη από τις τέσσερις κόρες –έπασχε από φυματίωση στα είκοσί της χρόνια. Πέθανε είκοσι δύο ετών. Της είχε ξεχωριστά πιάτα και ποτήρια. Αργότερα μιλούσαν για τον υπέροχο αρραβωνιαστικό που την παντρεύτηκε, που έτρωγε με το ίδιο κουτάλι και έπινε νερό από το ποτήρι της. Μου τον γνώρισε αργότερα ο θείος Λευτέρης. Είχε κατάστημα γυαλικών και λεγόταν Αντώνης Σαββάκης. Ηταν τότε που έψαχνα να βρω αν υπάρχουν και σήμερα ήρωες του Ντοστογέφσκι. Αφανείς οδοιπόροι με μυστικές εντολές μεταβάσεως στο «άλλο», μέσα από τη σιωπηλή και ανερμήνευτη ομίχλη του αθέατου κόσμου μας.

Η πάντοτε σκυφτή γιαγιά Εριφύλη ήταν αλήθεια πως προσκυνούσε σε κάτι ιερό, που ποτέ δεν είδε κανένας από μας. Μιλούσε σπάνια και ποτέ χωρίς λόγο. Ολοι απευθύνονταν σε αυτήν να τους πει ποιος έχει δίκιο. Ηταν φορέας μιας κληρονομημένης σοφίας, η μετάδοση της οποίας έπαιρνε μορφή διαγγέλματος. Μορφή αποστάγματος «κατά τες συνταγές».

Κάποτε, σε μια κουδουνάτη γειτόνισσα που μπαινόβγαινε σπίτι μας είπε προστατευτικά: «Να μην ξεχνάς κόρη μου ότι η ομορφιά είναι ο πιο βιαστικός μουσαφίρης». Το βρίσκω εξαιρετικά πυκνό στην αλήθεια του, γι’ αυτό και το αναφέρω συχνά στην κόρη μου, αλλά πλαγίως, ως λόγια της προγιαγιάς της.

Οταν παντρεύτηκε και η μικρότερη κόρη της, χτίστηκε σιγά σιγά ένα σπίτι στο οποίο έμενε και η γιαγιά, αφού ο παππούς δεν ζούσε πια. Νομίζω ότι τα λίγα αυτά χρόνια που έζησε σε αυτό το σπίτι μεγαλώνοντας και δύο εγγόνες ήταν τα ευτυχέστερα της ζωής της. Ολοι πηγαίναμε εκεί και τη βλέπαμε. Εγώ μ’ έναν σκαραβαίο τη γύριζα στις εξοχές, σχεδιάζοντας κάποτε και ένα ταξίδι στην Προύσα.

Ομως στα τελευταία χρόνια έμελλε να μαυρίσουν και πάλι οι μέρες της με την αρρώστια και τον θάνατο της μικρότερης και αγαπημένης της κόρης, αλλά και το αναγκαστικό ξεσπίτωμά της σε γηροκομείο.

Οποτε ανακαλώ στη μνήμη μου τη μορφή της, αναδύεται μέσα μου ένα αίσθημα οργής για την άδικη μοίρα και την αβάστακτη πίκρα που διαχέεται σε κάθε έκφανση της ανερμήνευτης ζωής, που τιμωρεί συχνά αγίους, σακατεύοντας μαζί και εκείνους που συμπάσχουν. Εχω σχεδόν μονίμως ένα αίσθημα τύψεων, γιατί αστόχησα να αποτρέψω πολλά από εκείνα που φαρμακώσαν τη ζωή της.