Οι γερμανοί κριτικοί περίμεναν πώς και πώς το «Als wir traumten» (σε ελεύθερη μετάφραση «Ενώ ονειρευόμασταν»), τη νέα ταινία του Αντρέας Ντρέσεν, ένα νεανικό δράμα που λαμβάνει χώρα στο Ανατολικό Βερολίνο, και ως εκ τούτου το Berlinale Palast ήταν γεμάτο. Η απογοήτευση όμως δεν άργησε να έρθει: παρά την αδιαμφισβήτητη τεχνική αρτιότητα του φιλμ, το αποτέλεσμα –σε καθαρά δραματουργικό επίπεδο –θύμιζε περισσότερο τα περίφημα ελληνικά κοινωνικά δράματα της δεκαετίας του 1980.

Πολύ καλύτερα τα κατάφερε ο Πάμπλο Λαρέν με το εξίσου –αλλά όχι αδικαίωτα –πολυαναμενόμενο «The Club», το οποίο ο σκηνοθέτης (υποψήφιος πριν από κάτι χρόνια για Οσκαρ με το εξαίσιο «Νο») γύρισε σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας. Το θέμα του αβανταδόρικο. Σε κάποιο χωριό της Χιλής ζουν τέσσερις άνδρες και μία γυναίκα, όλοι τους άνθρωποι της Καθολικής Εκκλησίας μα και αμαρτωλοί: βιαστές ανηλίκων, καταχραστές, βασανιστές παιδιών και άλλα γλαφυρά. Που, όμως, αντί να καταδικαστούν επισήμως για τα εγκλήματά τους «φυλακίζονται» σε πολυτελή εξοχικά όπου και διάγουν «έντιμο» βίο μακριά από τα θύματά τους. Μέχρι που ένα εξ αυτών τους εντοπίζει. Κοφτερό χιούμορ, που όμως έρχεται ως συγκολλητικό υλικό ανάμεσα στις σημάνσεις και στο όλο δράμα που εξελίσσεται ραγδαία (εξαιρετική η δουλειά στο σενάριο), σε ένα από τα φιλμ που πιθανότατα και να διεκδικήσει κάποιο βραβείο. Σημειώστε πως η ταινία έχει αγοραστεί από ελληνικό γραφείο διανομής.

Χθες πάντως η «διασημότητα» της βραδιάς ήταν η Ελεν Μίρεν στο «Woman in gold», βασισμένο στην αληθινή ιστορία της Μαρίας Αλτμαν, η οποία επέζησε του Ολοκαυτώματος που για πάνω από δέκα χρόνια διεκδικούσε από την αυστριακή κυβέρνηση τον πίνακα του Κλιμτ «Πορτρέτο της Αντελ Μπλοχ-Μπάουερ της πρώτης» (δηλαδή, της θείας της). Δράμα με τη «σφραγίδα» του Χάρβεϊ Γουάινστιν, δηλαδή στρογγυλεμένο και καλοζυγισμένο, από αυτά που φέρνουν κόσμο στα ταμεία και, ενίοτε, τσιμπούν και κάποιο Οσκαρ. Ναι, δεν ξετρελαθήκαμε.