Σίγουρα δεν μπορείς να πάρεις ένα κομπιούτερ υπό μάλης και να τρέχεις. Ούτε θα αισθανόσουν πως μεταφέρει κάτι προσωπικό, δικό σου, ακόμη κι αν το έκανες. με την εφημερίδα όμως; είναι μέσα της κλεισμένη η ανάσα των ανθρώπων που την έγραψαν, η «ταλαιπωρία» των χεριών που την μεταφέρουν. Μια σπάνια επαφή με κάτι τέλος πάντων! Ξέρετε πόσο ανεβασμένη είναι η ψυχολογία των ανθρώπων που διαβάζουν εφημερίδα σε σχέση με εκείνους που κάθονται μπροστά σε ένα κομπιούτερ; Ευτυχώς!

Σε τι βαθμό θα μπορούσε να διαβαστεί μια φωτογραφία; Μια φωτογραφία, χίλιες λέξεις συνηθίζουμε να λέμε. Ισως γιατί χωρίς δεύτερη σκέψη σχηματίζουμε μια πλούσια εικόνα. Η ανάγνωση όμως σε βάθος μιας φωτογραφίας κρύβει έναν χείμαρρο εκατομμυρίων λέξεων που, δίχως υπερβολή, θα έδινε την ευκαιρία σε κάποιον να ασχοληθεί μια ολάκερη ζωή. Αυτό πιστεύω πως ισχύει για κάθε φωτογραφία.

Η φωτογραφία της Χρήστου Λαδά είναι αναμφίβολα ανθρωποκεντρική. Ακόμη και η έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας θα καθιστούσε τη συγκεκριμένη σκηνή ανθρωποκεντρική, μια και η εικόνα δεν είναι παρά αποτέλεσμα ανθρώπινης παρέμβασης.

Δίχως δεύτερη σκέψη θα έδινα τον τίτλο «Οι αξιοπρεπείς κύριοι εφημεριδοπώλες». Δύο χρόνια σχεδόν μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου και προηγουμένως της Κατοχής, τα σημάδια της ταλαιπωρίας χαραγμένα στα πρόσωπα των νέων ανδρών είναι εμφανή, μια και οι συνθήκες τούς ωρίμασαν σε μεσηλίκους. Κρατούν το βαρύ φορτίο των φρεσκοτυπωμένων εφημερίδων δίχως να δυσανασχετούν και τρέχουν να διαλαλήσουν «ΤΑ ΝΕΑ» (αντικατέστησαν τα «Αθηναϊκά ΝΕΑ» το 1945) της ημέρας στις αθηναϊκές γειτονιές. Αξιοζήλευτη και λεβέντικη η κίνησή τους όπως και η εμφάνισή τους με τα καθαρά και περιποιημένα ρούχα. Υπερήφανο και αποφασιστικό το βλέμμα τους που πηγάζει πιθανόν από τη σιγουριά που τους παρέχει η δουλειά τους σε μια δύσκολη περίοδο. Οποιαδήποτε πίκρα, απογοήτευση, καημός ή στενοχώρια καλύπτονται από αποφασιστικότητα και αισιοδοξία, έστω και φαινομενικά, όπως τουλάχιστον δείχνουν να συμπεριφέρονται οι αξιοπρεπείς αυτοί κύριοι εφημεριδοπώλες.

Πρώτες μεταπολεμικές εκλογές χωρίς σαφή νικητή. Ο Ν. Πλαστήρας τον Απρίλιο σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με αντιπρόεδρο τον Γεώργιο Παπανδρέου. Τακτοποίηση πολιτικών ιδεολογιών. Δημοψήφισμα στην Κύπρο με τεράστιο ποσοστό υπέρ της ενώσεως με την Ελλάδα. Εναρξη της βιομηχανικής ανάπτυξης πάνω στα συντρίμμια της τελευταίας δεκαετίας. Αρχή της μαζικής φυγής από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα, και ιδιαίτερα την Αθήνα, για ένα καλύτερο μέλλον. Μεγάλο κεφάλαιο η αστυφιλία που μπορεί να προσέφερε ένα κομμάτι ψωμί, αλλά κατέστρεψε τελικά την ελληνική επαρχία και μαζί με αυτή τις παραδόσεις – και όχι μόνο. Αργότερα έμελλε λόγω του υπερπληθυσμού να καταστραφεί και η ίδια η πρωτεύουσα με την άμετρη αντιπαροχή και τους αρχιτεκτονικούς πειραματισμούς. Εναρξη της εκπαίδευσης των Ελλήνων με απαγορευτικές πινακίδες στα μέσα μαζικής μεταφοράς για το πτύειν και καπνίζειν. Για το κολλητήρι ουδεμία απαγόρευση. Αυτή τη χρονιά πεθαίνουν ο δημοφιλής συνθέτης Θεόφραστος Σακελλαρίδης καθώς και οι Μπέρναρντ Σο, Τζορτζ Οργουελ και Κουρτ Βάιλ. Αυτά και πολλά άλλα θα έβρισκε ο αναγνώστης αυτή τη δύσκολη χρονιά που θα ήταν και η έναρξη της μεταπολεμικής περιόδου.

Τα δύο μικρά κτίρια στο δεξί μέρος της φωτογραφίας είναι από εκείνα που θα ευχόμασταν να είχαμε και άλλα στη σημερινή Αθήνα. Γειτονεύουν με το όμορφο κτίριο του Παρνασσού με τη γνωστή σε όλους ιστορία του. Οι ταράτσες στο βάθος θυμίζουν ρετιρέ που ήταν το όνειρο του Νεοέλληνα όχι μόνο για ωραία θέα, αλλά και για να ξεχωρίζει κοινωνικά από τα διαμερίσματα του ισογείου και του υπογείου. Τώρα, αν το πλυσταριό το μετέτρεψαν σε στούντιο, αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.

Στα αριστερά μας βλέπουμε το θέατρο Μουσούρη. Μεγάλη μορφή ο Κώστας Μουσούρης. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1919. Μεγαλούργησε ως ηθοποιός και θιασάρχης. Ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση και την πεζογραφία. Συνεργάστηκε με μεγάλους ερμηνευτές του θεάτρου μας. Πέθανε σε ηλικία 73 ετών. Ναι, εμείς οι Ελληνες ακόμη και σε περιόδους δύσκολες το χρειαζόμαστε το θέατρο. Το θέατρο είναι θεραπευτικό. Κάτι γνώριζαν οι πρόγονοί μας με τα Ασκληπιεία. Θεραπευτές και θεραπευόμενοι εξακολουθούμε να είμαστε.

Τέσσερα έργα παίχτηκαν το 1950: «Η ανθρώπινη φωνή» του Ζαν Κοκτό, «Λίλιομ» του Φέρεντς Μολνάρ, «Ενας αξιοθαύμαστος υπηρέτης» του Τζέιμς Μπάρι και «Πεγκ, καρδούλα μου» του Χάρτλεϊ Μάνερς. Σήμερα παίζεται ο «Φον Δημητράκης» του Δημήτρη Ψαθά.

Στο βάθος δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Πρωτοχτίστηκε πάνω σε αρχαίο νεκροταφείο τον ενδέκατο αιώνα από τον στρατηγό Καρύκη. Είχαν χρησιμοποιηθεί και αρχαία μάρμαρα ως οικοδομικά υλικά, όπως γινόταν σε παρόμοιες περιπτώσεις. Οι κτίτορες (οικογένεια Καρύκη ή Καρύτση) ύστερα από τις μάχες του 1821 που κατέστρεψαν τον ναό ολοσχερώς, τον έκτισαν ξανά με τη βοήθεια του αρχιτέκτονα Καυταντζόγλου. Τη χρονιά αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 ιδρύεται η ιστορική χορωδία του Αγίου Γεωργίου από τον Θεμιστοκλή Πολυκράτη. Τριάντα πέντε μέλη αποτελούν τη χορωδία και τα μέλη – εθελοντές πρέπει να διαθέτουν μουσικές σπουδές και γνώση. Στον ναό αυτόν το 1833 πεντακόσιοι Αθηναίοι ορκίστηκαν και εξέλεξαν προσωρινή δημογεροντία και στη συνέχεια την πρεσβεία που χαιρέτησε τον βασιλιά Οθωνα στο Ναύπλιο. Μια όαση για προσευχή αυτός ο ναός οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Ακόμη και οι επαίτες σήμερα προσεύχονται στις εισόδους μπας και εισακουστούν από τους εισερχομένους και εξερχομένους.

Αξίζει χίλιες φορές να μνημονευτούν οι μεγάλες νεραντζιές που δίνουν μια μαγευτική εικόνα όλες τις εποχές του χρόνου. Δυστυχώς, όσα νεράντζια παραμένουν πάνω στα δέντρα είναι ελάχιστα και βρίσκονται πολύ ψηλά. Τα χαμηλότερα κόπηκαν απογοητεύοντας όσους προσπάθησαν να τα δοκιμάσουν. Πήραν άλλη μια πικρή γεύση.

Κάθε τετράγωνο του κέντρου της Αθήνας κρύβει στο βάθος των αιώνων μια σπουδαία ιστορία. Τι κρίμα που προσπερνάμε δίχως να βλέπουμε! Είναι και αυτό κομμάτι της ιστορίας μας; Ο,τι πάντως και να συμβαίνει, συνεχίζουμε να γράφουμε την ιστορία μας που κρίνεται και δίχως τον μελετητή του μέλλοντος.

Βαγγέλης Χρόνης