«Κάπου εκεί στα είκοσί μου ανακάλυψα τις ταινίες του Φασμπίντερ στις κινηματογραφικές λέσχες της Θεσσαλονίκης, αρχές του ’80, λίγο μετά το μεγάλο σουξέ του «Γάμου της Μαρίας Μπράουν». Οταν δηλαδή τον ανακάλυψε η δική μου η γενιά. Νομίζω η αίθουσα ήταν ο Αίαντας. Μας εξέπληττε ο Φασμπίντερ» θυμάται η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, πρωταγωνίστρια στην παράσταση «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ».

Τι το ιδιαίτερο εντοπίζατε στον Φασμπίντερ;

Με καθήλωσε, πάνω απ’ όλα, η ματιά του στις ανθρώπινες σχέσεις σε ένα σκληρό, καπιταλιστικό καθεστώς –το πώς καταργούσε, με άλλα λόγια, όλη αυτή την παραφιλολογία περί «γερμανικού μεταπολεμικού θαύματος». Εκεί ανακάλυπτες ήρωες διαφορετικούς, περιθωριακούς, μα και θέματα που εκείνα τα χρόνια αποτελούσαν ακόμα «ταμπού».

Ε, όταν η Αντζελα Μπρούσκου μου έκανε την πρόταση για τα «Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» τον περασμένο χειμώνα, απάντησα θετικά, με ενθουσιασμό.

Είναι μεγάλη η απόσταση που χωρίζει το πλασματικό γερμανικό θαύμα του ’80 από την πλασματική ευρωπαϊκή συνύπαρξη του σήμερα;

Μηδαμινή. Το ζήτημα είναι το ίδιο: Πώς να υπάρξεις ως άνθρωπος μέσα σε μια κοινωνική δομή η οποία έχει δημιουργηθεί, αναπτυχθεί και επιβληθεί από ένα οικονομικό σύστημα το οποίο, με τη σειρά του, οδηγεί τους εργαζομένους σ’ αυτό στην απώλεια των ανθρώπινων χαρακτηριστικών τους.

Οπως συμβαίνει στην Πέτρα φον Καντ.

Μα είναι κι αυτή μια μηχανή, ένα γρανάζι του συστήματος. Με προτεσταντική ανατροφή και αστική καταγωγή, έχει παλέψει σκληρά για να ανελιχθεί (διευθύνει έναν οίκο μόδας) και έχει πληρώσει γι’ αυτό. Και βγαίνοντας από ένα διαζύγιο, στο οποίο οδήγησε η προσωπική της επιτυχία ως γυναίκα σε αντιστοιχία με την επαγγελματική αποτυχία του συζύγου της, ερωτεύεται ένα νεαρό κορίτσι.

Μια προλετάρια, την Κάριν, που κουβαλά και μια οικογενειακή τραγωδία: την ημέρα που ο πατέρας απολύθηκε, σκότωσε τη μητέρα της και αυτοκτόνησε. Είναι λες και γράφτηκε σήμερα αυτό το έργο…

Ο Φασμπίντερ ποτέ δεν εστίαζε στις πολιτικές σημάνσεις των ταινιών του –υπήρχαν εκεί για όσους ήθελαν να τις δουν, αλλά σε πρώτο επίπεδο βρισκόταν πάντοτε το ανθρώπινο δράμα.

Ολο το έργο διαδραματίζεται μέσα στο ατελιέ/διαμέρισμα της Πέτρα φον Καντ, μέσα σε εκατοντάδες ρούχα, με γούνες, κοσμήματα, στρείδια, σαμπάνιες…

Ενα lifestyle το οποίο επιδεικνύει ναρκισσιστικά την πολυτέλεια και την επιτυχία. Σε καιρούς όπου οι συνθήκες παραγωγής είναι φτωχικές, το στήσιμο της παραγωγής, από μόνο του, δείχνει ακριβώς αυτό: μια περιρρέουσα οικονομική άνεση μέσα στην οποία ο θεατής αλλά και η Κάριν προφανώς δεν νιώθουν και τόσο άνετα.

Η Πέτρα φον Καντ όμως έχει μάθει να αγοράζει ό,τι θέλει και αυτό προσπαθεί να κάνει με το κορίτσι που, προφανώς, δεν είναι ομοφυλόφιλο. Ο έρωτας εδώ έρχεται εκ των υστέρων. «Πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε χωρίς να απαιτούμε» λέει στο τέλος.

Εσείς αγαπάτε τις ηρωίδες που ενσαρκώνετε;

Θα σας πω πως δεν κρατάω τίποτα για τον εαυτό μου. Τα δίνω όλα στη σκηνή και ακόμη περισσότερα αν μπορώ. Οι δυνατότητές μας είναι πάντα περιορισμένες, αλλά εγώ ποτέ δεν επαναπαύομαι. Αναζητώ αυτό που μου ξέφυγε, αυτό που προκύπτει από την τριβή με το κοινό αλλά και μέσα από την προσωπική μου ωρίμαση.

Τι άλλο κάνετε αυτές τις ημέρες;

Κάθε Δευτέρα, μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου, εμφανίζομαι στο «Madre Dolorosa – Ο Ερωτας», έργο της Σόνιας Ζαχαράτου, με τη σύμπραξη ενός πορτογάλου τραγουδιστή και ενός έλληνα βιολοντσελίστα (Αντρέ Μάγια & Γιώργος Ταμιωλάκης). Αυτά στο Tin Pan Alley. Επίσης, ετοιμάζομαι να ενσαρκώσω την ηθοποιό Γκλόρια Σβάνσον στο έργο του Ακη Βλουτή «Στρόχαϊμ» που βασίζεται στη σχέση αυτών των δύο προσωπικοτήτων που σημάδεψαν τόσο το σινεμά όσο και ο ένας τον άλλο.

Γιατί δεν κάνετε περισσότερο σινεμά;

Θα το ήθελα, αλλά έτσι όπως είναι οι συνθήκες στην Ελλάδα εμείς οι ηθοποιοί που δεν έχουμε λυμένο το οικονομικό μας πρόβλημα, αλλά ζούμε μέσα από τη δουλειά μας, συνήθως κλείνουμε έναν χρόνο πριν τις θεατρικές μας δουλειές. Οι προτάσεις για σινεμά έρχονται την τελευταία στιγμή. Υπάρχουν πολλοί που συνδυάζουν και τα δυο βέβαια.

Οπως και πολλοί που κάνουν μόνο θέατρο. Ο μόνος που κάνει αποκλειστικά σινεμά στην Ελλάδα είναι ο Βαγγέλης Μουρίκης.

Τον θαυμάζω τον Βαγγέλη. Εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω. Το θέατρο, όλα αυτά τα χρόνια, μου έδωσε τη δυνατότητα να ζω επαρκώς –συζητώ όμως για μια ταινία αν βρω τον απαιτούμενο χρόνο. Και εμφανίζομαι και σε μια άλλη, που προβάλλεται αυτές τις ημέρες στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.

Μιλάτε για την «Ηλέκτρα» του Πέτρου Σεβαστίκογλου, σωστά;

Ναι. Ηταν μια σημαντική συνεργασία για μένα. Ξέρετε, τον Πέτρο τον γνώρισα ενώ εργαζόμουν για τον πατέρα του [σ.σ. ο Πέτρος Σεβαστίκογλου είναι γιος του θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιώργου Σεβαστίκογλου (1913-1990) και της συγγραφέως παιδικών βιβλίων Αλκης Ζέη (1924)].

Πώς είναι να σας σκηνοθετεί διαδοχικά μια οικογένεια;

(Γέλια) Υπέροχο! Νομίζω πως δεν μου έχει ξανασυμβεί! Τη χάρηκα τη δουλειά μου εδώ, είναι άλλωστε και μια πολύ ιδιαίτερη ταινία, μια προσωπική υπόθεση για τον Πέτρο. Προφανώς είναι κάτι πειραματικό. Προέκυψε εντελώς αυτοσχεδιαστικά από την αρχή της.

Ενθουσιάστηκα από την ομορφιά της, κι ας ήταν δύσκολο το όλο κόνσεπτ όπου τελικά ο «μύθος» της Ηλέκτρας είναι η αφορμή για μια ιστορία εντελώς διαφορετική.

Πείτε μου για τα γυρίσματα στη Σενεγάλη.

Ο Πέτρος μου είπε πως έπρεπε να πάμε στην Αφρική και εγώ του απάντησα πως μονάχα τη Μεγάλη Εβδομάδα θα μπορούσα να τον ακολουθήσω εκεί. Ε, με περίμενε και πήγαμε. Μου ζητήθηκε να ερμηνεύσω μια λευκή γυναίκα που ύστερα από ένα ναυάγιο ξεβράζεται σε μια αφρικανική ακτή έχοντας αμνησία. Στη Σενεγάλη γνώρισα έναν άλλον κόσμο, μου έμαθαν, ας πούμε, αφρικανικά τραγούδια, κι εγώ το «Βγαίνει η βαρκούλα του ψαρά»…

Είχα ένα ισχυρό πολιτισμικό σοκ. Ξέρουμε πως η αφρικανική ήπειρος βασανίζεται οικονομικά, αλλά όταν πηγαίνεις εκεί πραγματικά δεν μπορείς να μεταφέρεις εύκολα αυτή την εμπειρία. Στο Ντακάρ, η φτώχεια και η εξαθλίωση είναι πέρα από την αντίληψή μας.

Η «Ηλέκτρα» είναι μια ταινία γυρισμένη με μια μικρή, ψηφιακή κάμερα. Θυμάμαι τον Ντέιβιντ Λιντς που παραπονιόταν πως οι ηθοποιοί του έγιναν τεμπέληδες όταν ξεκίνησε να τους φιλμάρει με μια τέτοια.

Αλήθεια; Δεν ξέρω πώς είναι τα πράγματα στο Χόλιγουντ, εμένα πάντως με απελευθέρωσε. Το μεγάλο συνεργείο και το γύρισμα σε φιλμ σου μετέδιδαν και μια μεγάλη αίσθηση ευθύνης. Εδώ άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να γίνει παιδί, να παίξει!

Eχω την αίσθηση πως απογοητεύεστε όταν ένας σκηνοθέτης δεν είναι απαιτητικός.

Τι να σας πω… Συνήθως θυμώνουμε με αυτόν που μας πιέζει. Είμαι άνθρωπος που θέλω να υπηρετώ το σκηνοθετικό όραμα, υπάκουη δηλαδή. Απλώς, πραγματικά, μ’ αρέσει ο σκηνοθέτης που ξέρει πολύ καλά τι θέλει και επιμένει σ’ αυτό δίχως να χαϊδεύει αφτιά.

Δεν θυμώνω αλλά… εντάξει, ρε παιδί μου, αισθάνομαι καλύτερα με αυτόν που θέλει να πάει παρακάτω! Με τον δύσκολο σκηνοθέτη θα το καταφέρεις αυτό. Οπότε ναι, δίκιο έχετε, έτσι ακριβώς είναι.

INFO

– «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» στο Μικρό Rex – Σκηνή Κατίνα Παξινού (Πανεπιστημίου 48, τηλ. 210-3301.881)

– «Madre Dolorosa – Ο Ερωτας» κάθε Δευτέρα στο Tin Pan Alley (Τουρναβίτου 6, Πλατεία Ασωμάτων, τηλ. 210-3210.158)

– «Electra» στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος

(Ιερά Οδός 48 & Μεγ. Αλεξάνδρου 134-136, τηλ. 210-3609.695)