Τρυπώνει στα ατελιέ του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, του Τιτσιάνο και του Πικάσο. Τους ζωγραφίζει άλλοτε την ώρα που εκείνοι είναι αφοσιωμένοι στους καμβάδες και στα πινέλα τους και άλλοτε την ώρα που φλερτάρουν με τα μοντέλα τους. Και όταν δεν μπαίνει στα ξένα εργαστήρια, διαλέγει να ποζάρουν για χάρη του, στην ίδια παραλία, ένα γυναικείο κυκλαδικό ειδώλιο, ντυμένη η Αφροδίτη της Μήλου, μία από τις Δεσποινίδες της Αβινιόν, όπως τις είδε ο Πικάσο, και μια σύγχρονη γυναίκα.

Αλλη μια σειρά με αλλόκοτες ιστορίες και σουρεαλιστικά παραμύθια από τον παραστατικό Παύλο Σάμιο; «Οχι ακριβώς» μας απαντά ενώ βρίσκεται ανάμεσα στα έργα της τελευταίας τετραετίας, που παρουσιάζει για πρώτη φορά, αλλά και σε κάπου 200 ακόμη δημιουργίες του, από τη δεκαετία του 1960, προτού εγγραφεί ως φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών έως χαρακτηριστικές στιγμές από τις 65 εκθέσεις του από το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και την Αθήνα. «Πρόκειται για μια «Ζωγραφική απολογία». Και τώρα που το σκέφτομαι όχι για μία αλλά για πολλές απολογίες» λέει.

Ποιος απολογείται και γιατί;

«Η ζωγραφική μου στη ζωγραφική με την ευρύτερη έννοια. Είναι ένας φόρος τιμής στους ζωγράφους που με επηρέασαν. Αισθάνομαι με έναν τρόπο ως συνεχιστής τους όσον αφορά την ποιότητα».

Δεν φοβάστε ότι μπορεί να χαρακτηριστείτε υπερφίαλος;

«Οχι, διότι γνωρίζω και διδάσκω τεχνικές από τις τοιχογραφίες της αρχαίας Ελλάδας, τις αγιογραφίες του Βυζαντίου και φτάνω ώς το σήμερα. Κουβαλώ μέσα μου 2.500 χρόνια ζωγραφικής παράδοσης. Αλλωστε, αν δοκιμάσετε να βάλετε σε μια οθόνη υπολογιστή εικόνες από την κυκλαδική περίοδο ώς σήμερα, θα διαπιστώσετε ότι ο χρόνος χάνεται και όλα μοιάζουν σύγχρονα. Αυτή τη μεγαλειώδη ικανότητα της εικόνας χρησιμοποιώ σε συνδυασμό με τα προσωπικά μου βιώματα, κυρίως τα ερωτικά».

Πέρα από απολογία, η συγκεκριμένη έκθεση αποτελεί κι έναν απολογισμό;

«Κάθε περίοδος της δουλειάς μου δίνει και ένα διαφορετικό συμπέρασμα. Σημασία για μένα πάντως δεν έχει το θέμα αλλά ο τρόπος που διαλέγεις κάθε φορά να περάσεις το μήνυμα, διότι η ζωγραφική δεν είναι παρά επικοινωνία μέσω της εικόνας. Τώρα κλείνει ένας ωραίος κύκλος και, όπως πάντα, τον θάνατο τον ακολουθεί μια γέννα. Συμπληρώνω 45 χρόνια εικαστικής παρουσίας και του χρόνου συνταξιοδοτούμαι και ως καθηγητής από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ξεκινάει μια νέα φάση με όνειρα που δεν σας αποκαλύπτω ακόμη».

Υπάρχουν επιλογές για τις οποίες μετανιώνετε;

«Είμαι αμετανόητος. Τα λάθη μου τα βλέπω πάντα θετικά και είναι αυτά που με διορθώνουν. Αυτός είναι και ο λόγος που στην έκθεση άφησα άλλους να κάνουν την επιλογή των έργων ώστε να μην παρουσιαστούν όσα εγώ μόνο θεωρώ καλά έργα. Αφησα να μπουν κι εκείνα που προτιμώ και άλλα που δεν είναι πλήρη ώστε ο επισκέπτης να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για την προσωπικότητά μου, να δει την αλήθεια».

Ποια χαρακτηριστικά έχει το καλό έργο;

«Δεν πιστεύω στο αριστούργημα. Το έργο ολοκληρώνεται μόνο από το τρίτο μάτι, του θεατή, που θα καταφέρει να διακρίνει τη δυσκολία ή τη χαρά μου. Η τέχνη είναι ταυτισμένη με τη συγκίνηση που νιώθεις την πρώτη στιγμή που αντικρίζεις κάτι. Εκείνη τη μαγική στιγμή που πρώτα θα αισθανθείς το σφίξιμο στο στομάχι και μετά θα έρθει η λογική να σε ρωτήσει «γιατί». Και για κάθε έργο υπάρχει πάντα ένας θεατής. Θυμάμαι πάντα τον πατέρα μου, που έφτιαχνε παπούτσια, να μου λέει κάθε φορά που στενοχωριόμουν όταν κάποια ζευγάρια έμεναν αζήτητα στα ράφια: «Κάθε παπούτσι έχει το πόδι του». Κι όντως, εκεί που δεν το περίμενες, ερχόταν κάποιος και το αγόραζε».

Βασικά χαρακτηριστικά του έργου σας είναι η αγιογραφία, την οποία διδάσκετε και στην ΑΣΚΤ, και οι γυναίκες σε ερωτική έξαρση. Δεν υπάρχει αντίφαση;

«Η αντίφαση όμως με κρατάει ζωντανό. Οταν γνωρίζεις την τέχνη των Βυζαντινών, μπορείς να κάνεις τα πάντα στη ζωγραφική. Τώρα, όσον αφορά τις γυναίκες, πιστεύω πολύ στο γυναικείο φύλο και εκτιμώ ότι σιγά-σιγά θα επιστρέψουμε σε ένα μητριαρχικό καθεστώς».