Τέσσερις μήνες μετά τις sold out παραστάσεις της «Μεγάλης χίμαιρας» στο Φεστιβάλ Αθηνών, η Αλεξάνδρα Αϊδίνη παίρνει καθημερινά τον Ηλεκτρικό από τα Πετράλωνα, όπου μένει, με προορισμό την Πλατεία Βικτωρίας.

Και συγκεκριμένα το θέατρο Πορεία, όπου ο χειμώνας τη βρίσκει στη σκηνή να υποδύεται και πάλι τη Γαλλίδα Μαρίνα Μπαρέ. Ενα κορίτσι που μεγάλωσε με έναν πατέρα απόντα και μια μητέρα που εκπορνεύεται με την πρόφαση του βιοπορισμού και που όταν γνωρίζει τον Γιάννη, έναν έλληνα καπετάνιο, φεύγει για την Ελλάδα που τόσο είχε αγαπήσει μέσα από την αρχαία γραμματεία.

«Κάπως έτσι αποχαιρετά όλο τον προβληματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε το ανδρικό φύλο μέχρι τότε. Στην Ελλάδα, βέβαια, βρίσκεται τελικά εγκλωβισμένη σε ένα συντηρητικό περιβάλλον, στο οποίο όμως γνωρίζει τον Μηνά, τον κουνιάδο της, ένα ιδανικό ανδρικό πρότυπο.

Μαζί του ζει τον έρωτα και οι δυο τους τελικά καταστρέφονται» εξηγεί η 34χρονη ηθοποιός για την ηρωίδα που ενσαρκώνει. Οπως παραδέχεται, ύστερα από αρκετές στιγμές παύσης, είναι μια ηρωίδα που αγαπά. «Ο,τι σου γεννάει νέα ερεθίσματα, ό,τι σε δυσκολεύει τόσο πιο πολύ το θες κοντά σου. Οπότε, ναι, αγάπη είναι αυτό που νιώθω για τον ρόλο της Μαρίνας».

Η ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ. Η τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος πριν από περίπου πέντε χρόνια, στην οποία μάλιστα θα πρωταγωνιστούσε, έμεινε μόνο στα χαρτιά. Ηταν όμως η αφορμή για να έρθει πρώτη φορά σε επαφή με το κείμενο του Μ. Καραγάτση. «Τότε είχα τη δική μου οπτική για το βιβλίο. Τώρα που λόγω του Φεστιβάλ το διάβασα ξανά αρκετές φορές χρειάστηκε να το αφήσω λίγο στην άκρη αφού έπρεπε να υπερασπιστώ την οπτική και το όραμα ενός ανθρώπου, του σκηνοθέτη. Δεν ήμουν πλέον ένας αναγνώστης, ήμουν ο μοχλός για να ειπωθεί μια ιστορία με την οπτική του Δημήτρη Τάρλοου».
Στην κουβέντα μας μπαίνει η λέξη ανησυχία. Τόσο για το εγχείρημα να μεταφερθεί για πρώτη φορά θεατρικά η «Μεγάλη χίμαιρα» στον χώρο του Φεστιβάλ όσο και για τη συνεργασία της με τον εγγονό του Καραγάτση. «Ηταν τόσο πολύς ο φόβος μου για το αν θα μπορέσω να αντεπεξέλθω σε αυτό το εγχείρημα που από εκεί και πέρα δεν χωρούσε άλλη ανησυχία μέσα μου.

Εγινε η «Χίμαιρα» ένας κόσμος με τον οποίο έπρεπε να αναμετρηθώ πέρα από κάθε πλαίσιο. Είτε ήταν μικρό είτε μεγάλο το θέατρο που θα τη φιλοξενούσε είτε το έργο ανέβαινε στον δρόμο είτε σε δωμάτιο σπιτιού. Γενικά προσπαθώ –όχι πως δεν με επηρεάζουν –να ξεπερνάω εύκολα αυτές τις παραμέτρους» εξηγεί και αναφέρεται μάλλον με αθωότητα στην παιδική περιέργεια που την κατέβαλε στη σκέψη ότι θα τη σκηνοθετούσε ο εγγονός του συγγραφέα.

«Ο Δημήτρης φρόντιζε να μη φέρει αυτή την ιδιότητα στις συναντήσεις μας. Σε αυτή την παράσταση δεν έκανε κάτι παραπάνω από το να ψάχνει ένα κείμενο όπως θα το έψαχνε αν το είχε γράψει οποιοσδήποτε άλλος. Εγώ όμως αναρωτιόμουν: τώρα αυτά είναι πράγματα που έχει ακούσει από το περιβάλλον του ή τα ανακάλυψε στο κείμενο; Μας μιλούσε για τον Καραγάτση σαν να ήταν απλώς ένας φίλος της παράστασης που τον γνώριζε καλά».

Τα τελευταία χρόνια η Αλεξάνδρα δουλεύει ανελλιπώς σε μια αγορά εργασίας μικρή που χτυπήθηκε νωρίς από την κρίση. Νιώθει άραγε καθόλου τυχερή; «Νιώθω τόσο τυχερή που περίπου ανά εβδομάδα ευγνωμονώ αυτό που συμβαίνει. Βλέποντας γύρω μου ανθρώπους, φίλους ταλαντούχους και ευλογημένους δεν μπορώ να καταλάβω γιατί εγώ και όχι εκείνοι. Αν και δεν πιστεύω στην τύχη, θεωρώ ότι είμαι τυχερή. Και αυτό που κάνω είναι να προσπαθώ να δικαιώσω αυτά που μου έρχονται. Δεν το θεωρώ δεδομένο. Οταν αποφασίζουμε να γίνουμε ηθοποιοί κάνουμε συμφωνία με την ανασφάλεια. Είτε έχουμε κρίση είτε όχι. Πιστεύω μάλιστα πως στις δραματικές σχολές θα έπρεπε να υπάρχει μάθημα «Διαχείριση του κενού χρόνου» ώστε να μαθαίνουν οι ηθοποιοί να μην απελπίζονται ή να μην παίρνουν επιπόλαιες αποφάσεις».

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. Την καθημερινότητά της τη χαρακτηρίζει περιπετειώδη. «Ξημερώνει και δεν ξέρεις τι θα συμβεί μέχρι το βράδυ» λέει. Παρ’ όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, ανάμεσα στις πρόβες για τη «Χίμαιρα» και για την παράσταση «Η άφιξη» που θα ανέβει με τη νέα χρονιά στη Στέγη, οι κινήσεις της είναι μάλλον προβλέψιμες, επαναλαμβανόμενες. «Ξυπνάω στις οκτώ το πρωί και ασχολούμαι με τον γάτο μου γιατί μετά θα βρεθούμε πάλι αργά το βράδυ.

Πιο πολύ προετοιμάζω το δικό του πρωινό παρά το δικό μου», λέει γελώντας και διευκρινίζει πως τη δική της βολή δεν την επιδιώκει. «Και φυσικά δεν το λέω για καλό» εξηγεί. Αργά το βράδυ πια πάει σπίτι για ξεκούραση. Για αποσυμπίεση βέβαια μπορεί να συναντήσει φίλους και να πιουν μαζί ένα ποτήρι κρασί. Στο σπίτι της ή στα γύρω μαγαζιά της γειτονιάς της, των Ανω Πετραλώνων. «Είμαι τυχερή που μένω εκεί. Είναι σαν ένα μεγάλο πάρκο ψυχαγωγίας. Είναι ο Λόφος Φιλοπάππου, ο κόσμος που κάθεται στα πεζοδρόμια με τους γείτονες, η πλατεία. Εκεί τριγυρνάω. Tα Πετράλωνα είναι ένας μικρόκοσμος».

Παραστάσεις, παρά το βεβαρημένο της πρόγραμμα, βλέπει αρκετές. Μέχρι στιγμής το χειροκρότημά της κέρδισαν το «Σλάντεκ» του Δ. Καραντζά, το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2» του Κ. Γάκη στο Θησείον, η γενική πρόβα του «Σωσία» με τον Αρη Σερβετάλη στις Ροές, το «Δεκαήμερο» στο Εθνικό, το «Θηρίο στη ζούγκλα» στο Τέχνης. «Είναι πολλές οι παραστάσεις φέτος» λέει και βρίσκω την ευκαιρία να τη ρωτήσω γι’ αυτή την ασυνήθιστη υπερπροσφορά.

«Συμφωνώ δεν συμφωνώ δεν έχει σημασία. Το μόνο που με ενοχλεί είναι να δω κάτι που είναι εμφανές ότι έγινε πρόχειρα, απλώς για να γίνει. Δεν είναι στο χέρι κανενός βέβαια ούτε να κρίνει ούτε να σταματήσει αυτό που συμβαίνει. Καλύτερα να το δεις με θετική ματιά. Διαφορετικά το ενοχοποιείς και του δίνεις τη δύναμη να εξελίσσεται περισσότερο ως αντίδραση».