Και συγκεκριμένα το θέατρο Πορεία, όπου ο χειμώνας τη βρίσκει στη σκηνή να υποδύεται και πάλι τη Γαλλίδα Μαρίνα Μπαρέ. Ενα κορίτσι που μεγάλωσε με έναν πατέρα απόντα και μια μητέρα που εκπορνεύεται με την πρόφαση του βιοπορισμού και που όταν γνωρίζει τον Γιάννη, έναν έλληνα καπετάνιο, φεύγει για την Ελλάδα που τόσο είχε αγαπήσει μέσα από την αρχαία γραμματεία.
Μαζί του ζει τον έρωτα και οι δυο τους τελικά καταστρέφονται» εξηγεί η 34χρονη ηθοποιός για την ηρωίδα που ενσαρκώνει. Οπως παραδέχεται, ύστερα από αρκετές στιγμές παύσης, είναι μια ηρωίδα που αγαπά. «Ο,τι σου γεννάει νέα ερεθίσματα, ό,τι σε δυσκολεύει τόσο πιο πολύ το θες κοντά σου. Οπότε, ναι, αγάπη είναι αυτό που νιώθω για τον ρόλο της Μαρίνας».
Εγινε η «Χίμαιρα» ένας κόσμος με τον οποίο έπρεπε να αναμετρηθώ πέρα από κάθε πλαίσιο. Είτε ήταν μικρό είτε μεγάλο το θέατρο που θα τη φιλοξενούσε είτε το έργο ανέβαινε στον δρόμο είτε σε δωμάτιο σπιτιού. Γενικά προσπαθώ –όχι πως δεν με επηρεάζουν –να ξεπερνάω εύκολα αυτές τις παραμέτρους» εξηγεί και αναφέρεται μάλλον με αθωότητα στην παιδική περιέργεια που την κατέβαλε στη σκέψη ότι θα τη σκηνοθετούσε ο εγγονός του συγγραφέα.
Τα τελευταία χρόνια η Αλεξάνδρα δουλεύει ανελλιπώς σε μια αγορά εργασίας μικρή που χτυπήθηκε νωρίς από την κρίση. Νιώθει άραγε καθόλου τυχερή; «Νιώθω τόσο τυχερή που περίπου ανά εβδομάδα ευγνωμονώ αυτό που συμβαίνει. Βλέποντας γύρω μου ανθρώπους, φίλους ταλαντούχους και ευλογημένους δεν μπορώ να καταλάβω γιατί εγώ και όχι εκείνοι. Αν και δεν πιστεύω στην τύχη, θεωρώ ότι είμαι τυχερή. Και αυτό που κάνω είναι να προσπαθώ να δικαιώσω αυτά που μου έρχονται. Δεν το θεωρώ δεδομένο. Οταν αποφασίζουμε να γίνουμε ηθοποιοί κάνουμε συμφωνία με την ανασφάλεια. Είτε έχουμε κρίση είτε όχι. Πιστεύω μάλιστα πως στις δραματικές σχολές θα έπρεπε να υπάρχει μάθημα «Διαχείριση του κενού χρόνου» ώστε να μαθαίνουν οι ηθοποιοί να μην απελπίζονται ή να μην παίρνουν επιπόλαιες αποφάσεις».
Πιο πολύ προετοιμάζω το δικό του πρωινό παρά το δικό μου», λέει γελώντας και διευκρινίζει πως τη δική της βολή δεν την επιδιώκει. «Και φυσικά δεν το λέω για καλό» εξηγεί. Αργά το βράδυ πια πάει σπίτι για ξεκούραση. Για αποσυμπίεση βέβαια μπορεί να συναντήσει φίλους και να πιουν μαζί ένα ποτήρι κρασί. Στο σπίτι της ή στα γύρω μαγαζιά της γειτονιάς της, των Ανω Πετραλώνων. «Είμαι τυχερή που μένω εκεί. Είναι σαν ένα μεγάλο πάρκο ψυχαγωγίας. Είναι ο Λόφος Φιλοπάππου, ο κόσμος που κάθεται στα πεζοδρόμια με τους γείτονες, η πλατεία. Εκεί τριγυρνάω. Tα Πετράλωνα είναι ένας μικρόκοσμος».
Παραστάσεις, παρά το βεβαρημένο της πρόγραμμα, βλέπει αρκετές. Μέχρι στιγμής το χειροκρότημά της κέρδισαν το «Σλάντεκ» του Δ. Καραντζά, το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα για 2» του Κ. Γάκη στο Θησείον, η γενική πρόβα του «Σωσία» με τον Αρη Σερβετάλη στις Ροές, το «Δεκαήμερο» στο Εθνικό, το «Θηρίο στη ζούγκλα» στο Τέχνης. «Είναι πολλές οι παραστάσεις φέτος» λέει και βρίσκω την ευκαιρία να τη ρωτήσω γι’ αυτή την ασυνήθιστη υπερπροσφορά.
«Συμφωνώ δεν συμφωνώ δεν έχει σημασία. Το μόνο που με ενοχλεί είναι να δω κάτι που είναι εμφανές ότι έγινε πρόχειρα, απλώς για να γίνει. Δεν είναι στο χέρι κανενός βέβαια ούτε να κρίνει ούτε να σταματήσει αυτό που συμβαίνει. Καλύτερα να το δεις με θετική ματιά. Διαφορετικά το ενοχοποιείς και του δίνεις τη δύναμη να εξελίσσεται περισσότερο ως αντίδραση».