Μάκης Παπαδημητρίου και ο Γιάννος Περλέγκας, δύο από τους πιο ψαγμένους ηθοποιούς της νεότερης γενιάς, φέτος αποφάσισαν να δοκιμαστούν σε κάτι πολύπλοκο: o ένας θα σκηνοθετήσει τον άλλον στις παραστάσεις που ανεβάζουν σε διαφορετικό χώρο. Πολύπλοκο; Γράψτε λάθος: στην πραγματικότητα πολύ απλό, εφόσον είναι χρόνια φίλοι και συνεργάτες.

Για τον ρόλο του επιθεωρητή Τράσκοτ, στη μαύρη κωμωδία του Τζο Ορτον «Loot – Τα λάφυρα», ο σκηνοθέτης Μάκης Παπαδημητρίου πιστεύει ότι έκανε την ιδανικότερη επιλογή για ηθοποιό: «Ο Γιάννος έχει εκπληκτικό χιούμορ. Ηταν απαραίτητη προϋπόθεση για να ερμηνεύσει κάποιος τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Τον βλέπω στην πρόβα και τον χαίρομαι, τον θαυμάζω και διαπιστώνω ότι διασκεδάζει και ο ίδιος». Την ίδια ευαισθησία διέκρινε σε αυτόν ο Γιάννος Περλέγκας και του πρότεινε να ενσαρκώσει τον Ιμμάνουελ Καντ, στο ομώνυμο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ. «Ο Μάκης είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, διαθέτει ξεχωριστό χιούμορ και χαιρόμαστε να δουλεύουμε μαζί».

Προσγειωμένος και απόλυτα συγκεντρωμένος, ο Μάκης Παπαδημητρίου δεν έχει πάρει τη σκηνοθεσία… επαγγελματικά: «Δεν κάνω μια παράσταση για να πει ο κόσμος «α, τι ωραία που σκηνοθέτησες». Μακάρι να συμβεί αλλά δεν ξεκινάω από εκεί. Δεν είμαι τόσο ματαιόδοξος. Μου αρέσει να σκηνοθετώ όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Δεν είναι βασική μου επιδίωξη να γίνω επαγγελματίας σκηνοθέτης». Τελικά υπάρχει μεγαλύτερη ευθύνη όταν σκηνοθετεί κάποιος; «Ισως, αλλά και τι έγινε; Κατά την άποψή μου δεν μπορεί να έχεις μια καλή ερμηνεία αν δεν έχεις μια καλή σκηνοθεσία» εξηγεί ο σκηνοθέτης του «Loot».

Σε αυτό το σημείο ο Γιάννος Περλέγκας διαφοροποιείται γιατί, όπως επισημαίνει, έχει βιώσει την καταλυτική επιρροή του Λευτέρη Βογιατζή. «Φορτώνομαι στις πλάτες μου περισσότερα βάρη από αυτά που αναλογούν σε έναν ηθοποιό και η Ιστορία έχει δείξει ότι δεν μου έχει βγει σε καλό. Μου έχει κοστίσει σε δημιουργικότητα και σε νεύρα. Ηταν κακό για τις επιδόσεις μου. Αν είχα απαλλαγεί από όλα αυτά θα μπορούσα να είχα ελευθερώσει πιο γρήγορα τα εκφραστικά μέσα. Εχασα πολλούς ρόλους εξαιτίας αυτού. Αντί να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου, συνειδητά και ουσιαστικά, αναλωνόμουν στο αν ο σκηνοθέτης ανταποκρίνεται στο έργο. Ομως επί της ουσίας δεν δούλευα. Και αυτό με οδήγησε στο να κάνω μόνο ορισμένα πράγματα».

ΠΕΡΙ ΤΑΛΕΝΤΟΥ. Δεν μπορεί, όμως, παρά να ακούει μαζί με τον φίλο του ότι είναι δύο από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς. Κανένας από τους δύο δεν πιστεύει στον χαρακτηρισμό. Για τον Μάκη Παπαδημητρίου ταλέντο είναι η προθυμία κάποιου να δοκιμάζει πράγματα. «Το να μου δείξει ο άλλος στη σκηνή ότι είναι καλός δεν μου λέει κάτι. Και μετά τι; Αυτό που ψάχνω σε μια συνεργασία δεν είναι το ταλέντο όπως το εννοούν οι άλλοι. Για μένα σημασία έχουν οι άνθρωποι οι οποίοι είναι διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή να δοκιμάσουν πράγματα ή να προτείνουν. Πρωτίστως θέλω να βρίσκομαι με ανθρώπους που εκτιμούν αυτό που κάνουν, τους συναδέλφους τους, παρά με εκείνους που, ενδεχομένως, είναι πάρα πολύ καλοί αλλά δεν μοιράζονται τίποτα και δεν έχουν διάθεση να κάνουν πρόβα επειδή νομίζουν ότι έχουν ταλέντο!».

Η λέξη που επιλέγει ο Γιάννος Περλέγκας είναι η έφεση η οποία, όπως λέει, καλλιεργείται: «Το ταλέντο δουλεύεται και πρέπει να το καθορίζεις ημέρα με την ημέρα. Οτιδήποτε άλλο δεν με αφορά. Οι δεξιότητες που μπορεί να έχει κάποιος, αν δεν τις αλλάζει και αν δεν βρίσκει διαφορετικά εργαλεία για να τις χρησιμοποιήσει, μπορεί φέρουν αντίθετα πράγματα. Να οδηγήσουν στον ναρκισσισμό, στην έπαρση. Σε ό,τι νεκρώνει τη διαδικασία πάνω στη σκηνή».

Την ίδια καχυποψία όμως δηλώνουν και για τις καλλιτεχνικές ομάδες, τις παρέες, αν και οι ίδιοι έχουν τη δική τους. Και οι δύο υπερασπίζονται την άποψη ότι αν μέσα από καλές δουλειές προκύπτει πρόοδος τότε, ναι, οι παρέες, έχουν λόγο ύπαρξης. Ο Γιάννος Περλέγκας προσθέτει: «Πίστευα στις παρέες πολύ παλαιότερα. Τώρα όχι, γιατί έχει καεί η γούνα μου. Μια καλλιτεχνική ομάδα δεν διασφαλίζει και μια καλή παράσταση. Δημιουργούνται κλίκες και είναι επίφοβο και για τη δημιουργία και για τις φιλίες. Θέλει πολύ μεγάλη προσοχή και σοφία, ειδικά όταν δουλεύεις με φίλους. Πιστεύω περισσότερο στις μονάδες παρά στις παρέες».

Παρ’ όλα αυτά, ανακαλούν και οι δύο καλές στιγμές από τη διασταύρωσή τους με συνοδοιπόρους. Ο Γιάννος Περλέγκας ανακαλεί δύο παραστάσεις: «Η μία ήταν ο «Μάκβεθ» με τον Γιώργο Γάλλο και τον Παντελή Δεντάκη και η άλλη το «Χαίρε νύμφη» της Λένας Κιτσοπούλου, όπου συνάντησα την Μαρία Πρωτόπαππα, ύστερα από χρόνια. Ενιωθα ότι ανθίζει η δυνατότητά μου ως άνθρωπος, όχι μόνο ως καλλιτέχνης. Αισθάνθηκα παντοδύναμος. Τέτοιες στιγμές συνειδητοποιείς ότι το πρόβλημα των συνεργασιών είναι «γλωσσικό». Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε την ίδια γλώσσα και όταν συμβαίνει είναι μαγικό και σωτήριο».

ΚΥΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΠΙΚ. Ο Μάκης Παπαδημητρίου θυμάται τις παραστάσεις «Ο αγλέορας και οι φίλοι της Ευρυδίκης Μπόντι» και «Συγγραφέας» στην οποία συμμετείχε και ο Γιάννος Περλέγκας. Αυτό, όμως, που ασκεί αυτή την περίοδο απόλυτη γοητεία πάνω του προέρχεται εκτός σκηνής: είναι ο κύβος του Ρούμπικ –τον οποίο λύνει σε 15 δευτερόλεπτα. «Εχει τέσσερα πεντάκις εκατομμύρια διαφορετικές θέσεις και μόνο μία είναι η λύση. Είναι νούμερα τα οποία δεν μπορούμε να τα συλλάβουμε. Αυτό μου ραγίζει την καρδιά» λέει.