Σκηνικό απόλυτου σκότους. Ενα μπαγιάν ακούγεται στο βάθος, μια οκαρίνα «βάζει» έναν γκιώνη και μια κουκουβάγια στην εικόνα. Αλλόκοτοι ήχοι ακούγονται από ένα σαξόφωνο τη στιγμή που παιδιά κυκλώνουν μια μαυροφορεμένη φιγούρα η οποία κρατάει ένα παιδί στην αγκαλιά. Αυτή η θολή εικόνα συμπυκνώνει για τον Γιώργο Κουμεντάκη τον σκοτεινό κόσμο της Φραγκογιαννούς. Για τον συνθέτη της όπερας που παρουσιάζεται σε λίγες ημέρες σε παγκόσμια πρώτη, «είναι ένα πρόσωπο που σκέφτεται τον φόνο σαν κάτι που μπορεί να βάλει τάξη στη ζωή της. Αυτό είναι το πρώτο στάδιο. Επειτα αποφασίζει να κάνει το επόμενο μεγάλο βήμα. Περνάει από τη σκέψη στην πραγμάτωση. Ο νους της ξεφεύγει και φθάνει στην αποτρόπαιη πράξη με φοβερή ένταση και μάλιστα κατ’ εξακολούθηση».

Μπορεί μια όπερα να σταθεί δανειζόμενη στοιχεία από το θρίλερ; «Προσπάθησα να κάνω αυτή τη διήγηση μελοποιημένο θέατρο βρίσκοντας σύμμαχο την ίδια τη μουσική. Μόνο μέσα από αυτήν μπορούν να αποτυπωθούν οι ακραίες καταστάσεις σαν κι αυτές που κυριαρχούν στην εν λόγω ιστορία. Σου χτίζει όλο τον μύθο από την αρχή και σου ανοίγει τους κρουνούς του συναισθήματος με απίστευτη αμεσότητα».

Η ΑΝΑΘΕΣΗ. Ηταν το 2011 όταν η Εθνική Λυρική Σκηνή ανέθεσε στον Γιώργο Κουμεντάκη τη σύνθεση της όπερας. Εκείνος έπιασε το «νήμα» από την πρώτη σκηνή του λιμπρέτου. «Ο Γιάννης Σβώλος χαρτογράφησε την ιστορία της Φραγκογιανούς. Εφτιαξε όλη τη διαδρομή του σεναρίου γραμμικά. Κάθε φορά που δούλευα κάτι επέστρεφα πίσω. Οταν γίνονται προσθέσεις όλο το υλικό διαταράσσεται. Αλλά δημιουργείται μια πορεία που μόνο η μουσική μπορεί να τη φθάσει σε κάτι πιο αισθαντικό και περίεργο. Ακόμη και οι ερμηνείες φθάνουν σε πιο ακραίες φωνητικές καταστάσεις».

Η ιστορία της πρώτης σίριαλ κίλερ της ελληνικής λογοτεχνίας α λα Κουμεντάκη μοιάζει με ψυχογράφημα διανθισμένο με μελωδίες. Ο συνθέτης επισημαίνει ότι «παρακολουθείς αυτό που υπάρχει στην ψυχολογία των χαρακτήρων, αλλά η εγκεφαλική ανάλυση δεν σου αρκεί. Η μουσική πηγαίνει τα πράγματα παραπέρα. Ετσι αποκτάει νόημα το ταξίδι της Φραγκογιαννούς μέσα στον χρόνο και φθάνει στη σημερινή εποχή. Από το παρελθόν στο τώρα η μελωδία γίνεται η γέφυρα».

Ο Γιώργος Κουμεντάκης απέφυγε τον κινηματογραφικό τρόπο γραφής και δημιούργησε τη σύνθεσή του με κώδικες από το θέατρο: «Το να δημιουργήσεις εικόνες είναι κάτι εύκολο. Οι νότες μπορούν να πάνε πολύ πιο μακριά από το πλάνο. Η επιδίωξη ήταν η μουσική αποτύπωση της ψυχής της Φραγκογιαννούς και όχι η σκιαγράφηση του μυαλού της. Είναι θέμα ποιότητας και ποσόστωσης των συναισθημάτων. Ο χώρος της μουσικής είναι πιο αφηρημένος και πιο αισθαντικός». Ετσι μπαίνει στην άκρη η νοητική ανάλυση αλλά, όπως υπογραμμίζει ο δημιουργός της, αν αποφασίσει κάποιος να περιπλανηθεί στον κόσμο της Φραγκογιαννούς θα κάνει το ταξίδι έως το τέλος. «Θα αποκρυπτογραφήσει τον φόνο, την έξαρση, το πάθος, τη διαταραχή της προσωπικότητας. Θα περιπλανηθεί στην ψυχοσύνθεση του απλού ανθρώπου, στις απλές συναναστροφές του με τη γειτονιά, με τα παιδιά. Αυτά τα υλικά είναι αρκετά για να χτιστεί ο κόσμος της ηρωίδας του Παπαδιαμάντη και να έχει όλη τη φόρτιση της πολυπλοκότητας του ψυχισμού της».

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ. Αυτή η ιδιαιτερότητα της Χαδούλας, της λεγομένης Φράγκισσας ή Φραγκογιαννούς (όπως μας τη στυστήνει στην αρχή της ιστορίας του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης), ήταν το κλειδί που αποκάλυψε στον Γιώργο Κουμεντάκη τον τρόπο για να αρχίσει να δημιουργεί τη σύνθεσή του: «Είχα μια μεγάλη δυσκολία στην αρχή γιατί προσπάθησα να συλλάβω τη φυσική της υπόσταση. Προσπάθησα να φανταστώ πώς ήταν το πρόσωπό της, τα μαλλιά της, τα μάτια της. Αναζητούσα μια συντροφιά όσο συνέθετα. Είχα ανάγκη να τη βάλω στη ζωή μου. Αλλά η Φραγκογιαννού μού έβαζε συνεχώς εμπόδια». Ετσι ο συνθέτης αναγκάστηκε να αναζητήσει στοιχεία από τα άλλα πρόσωπα της σκοτεινής νουβέλας του Παπαδιαμάντη. «Οταν βεβαιώθηκα ότι την έχω δει από πολλές πλευρές, τη σκοτεινή αλλά και την καλοσυνάτη της, συνειδητοποίησα ότι στην απίστευτη απελπισία της επιχειρεί να δώσει λύσεις που ξεπερνούν την ανθρώπινη φύση και φθάνουν στον φόνο. Παρ’ όλα αυτά, αποφασίζει να δράσει μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Σίγουρα υπάρχουν αντίστοιχα πρόσωπα σήμερα τα οποία είναι έτοιμα να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να διαπράξουν έγκλημα, για λόγους ηθικούς, ιδεολογικούς ή απλώς για την ηδονή». Εκείνο όμως που έχει σημασία για τον Γιώργο Κουμεντάκη είναι πως το ελατήριο που εκτίναξε στην «αντίπερα όχθη» την Φραγκογιαννού δεν είναι σαφές. Αν επιχειρήσει κάποιος να το διερευνήσει χάνει ένα κομμάτι της πολυπλοκότητας αυτού του χαρακτήρα που δεν σου αποκαλύπτεται εύκολα. Μυστήριο για τον συνθέτη είναι και το τέλος της ηρωίδας («εύρε τον θάνατο… μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης»). Ο Παπαδιαμάντης δίνει στη φύση ρόλο απελευθερωτικό και καθαρτικό –για τον συνθέτη όμως «η Φραγκογιαννού χάνεται… μπαίνει σε έναν συμπαντικό κόσμο…».

INFO

«Η φόνισσα» από την Εθνική Λυρική Σκηνή, σε μουσική Γιώργου Κουμεντάκη, ποιητικό κείμενο Γιάννη Σβώλου, μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη, τηλ. 210-7282.333), 19, 21, 23, 26/11, στις 20.00. Εισιτήρια: 12-65 ευρώ. Τη Φραγκογιαννού υποδύονται η Ειρήνη Τσιρακίδου (19, 23/11) καιη Τζούλια Σουγλάκου(21, 26/11).