Μια πορεία τριών και πλέον δεκαετιών, τόσοι ρόλοι, τόσες ατάκες, τόσες κόντρες δεν χωράνε σε μία σελίδα. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για τον πλέον αναγνωρίσιμο σόουμαν. Η τελευταία κόντρα του με Το Ποτάμι δίνει απλώς την αφορμή για να ξετυλιχθεί το κουβάρι μιας καριέρας που στηρίχθηκε και με πολιτικά καρφιά στο ταμπλό της καθημερινότητας του Νεοέλληνα.

Ενα τρικ: κλείστε τα μάτια κάποιου φίλου, πείτε του το όνομα «Λαζόπουλος» κι αφήστε τον να φανταστεί. Θα περάσουν πίσω από τα μάτια του όχι μόνον δέκα, αλλά δεκάδες μικροί Μήτσοι, αμέτρητα Αλ Τσαντίρια, Λυσιστράτες, Χρεμύλοι, η «Αεροσυνοδός Τατιάνα», κάπου ανάμεσα –σε σφήνα –ο ΣΥΡΙΖΑ, πολλές Κυριακές των Παπουτσιών, κότερα, ένα «οσονούπω στρατηγέ μου» και δυο-τρία «άι χάσου μερμηγκάκι», αρκετό Θεσσαλικό Θέατρο, ολίγη από Μιμή Ντενίση (με την περιλάλητη σατιρική ατάκα «Το τρένο έπαιζε καλύτερα»), τσουπ κι ένας Σάκης Ρουβάς, ο βλάχος από τα «Αλαλούμια» της Ελεύθερης Σκηνής, μπόλικη «Αλλαγή κι απάνω τούρλα»…

Ομως, έλεος. Ανοίξτε του τα μάτια. Θα τον ζαλίσετε τον φίλο. Ή μάλλον θα τον αφήσετε, έρμαιο, στη ζαλάδα από τα κατορθώματα ενός μαρκέ ονόματος της σόουμπιζ με ιλιγγιώδη ζωή –και πορεία προς το ζενίθ της δημοσιότητας –και ασθμαίνουσα καριέρα, που έφτασε να τα περιλάβει όλα, μα όλα στον τομέα του θεάματος. Από θέατρο και κινηματογράφο έως τηλεοπτική σάτιρα με πολιτικές «αναδιπλώσεις» σε ύφος εγχώριου τηλευαγγελιστή και τραγούδια.

Οσο και αν κάποιοι λένε ότι, ύστερα από μια αναμφισβήτητα λαμπερή καριέρα, τα αστεία του σόουμαν που κάποτε έκανε μόδα πανελλαδική τις ατάκες του (ποιος ξεχνάει το «πάμε πλατεία»;) έχουν παλιώσει, λίγοι έχουν ξεχάσει τις εποχές που χτυπούσε δυσθεώρητα νούμερα τηλεθέασης με τους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» του και αργότερα με το «Αλ Τσαντίρι Νιουζ». Μπορεί δε πολλοί σατιρικοί ιστότοποι να δημοσιεύουν «ειδήσεις» του στυλ «Πλάνα για νέο αστείο μέχρι το 2016 παρουσίασε ο Λάκης Λαζόπουλος», όμως αν κοιτούσε κάποιος από την κλειδαρότρυπα του σπιτιού του το πολύ πολύ να τον έβλεπε να αναστενάζει με εκείνον τον –πανελλήνιο –αναστεναγμό της Χήρας Μήτσι και να συνεχίζει ακάθεκτος.

«Ιδέα». Μιλάμε για τον καλλιτέχνη που κοτζάμ Αλέξης Τσίπρας περίμενε –εις μάτην –το «ναι» του για να κλείσει τη λίστα του ευρωψηφοδελτίου του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι αμελητέο αυτό στην πολιτική σκακιέρα, την ώρα μάλιστα που άρχιζε να πλημμυρίζει από καλλιτέχνες – πιόνια (ενίοτε και αξιωματικούς ή πύργους). Οπως δεν είναι αμελητέα η κόπωση που προκάλεσε, κάποια στιγμή, η μανία του να ξηλώσει πόντο πόντο το μνημονιακό πουλόβερ διά της μικρής οθόνης, χτυπώντας παρ’ όλα αυτά μεγάλα νούμερα τηλεθέασης και έχοντας σαφώς μεγαλύτερη επιδραστικότητα από εκείνη του πολιτικού προσωπικού.

«Ο Λ.Λ. είναι ιδέα» έγραφε μέχρι πρόσφατα ένας τοίχος στα Εξάρχεια. Εχει κάποιος σε τούτη τη χώρα αμφιβολία για ποιον μιλούσε; Ιδέα μόνον; –θα προσθέταμε. Η επιτομή του Νεοέλληνα. Είτε ως ανθρωπάκι τού «άι χάσου μερμηγκάκι» (των Μήτσων), είτε ως αστυνόμος Φευγουλέας, είτε ως σνομπ Γρουμπουλάκη, είτε ως Τζίμης με την αεικίνητη φράντζα.

Ο Ελληνας ήταν πάντα η αρχή και το τέλος της σάτιράς του, των επιτυχημένων εικονοποιήσεών του στη σκηνή και στην οθόνη, του ιδιότυπου τηλεκηρύγματός του σε μια επιχείρηση προσηλυτισμού αγανακτισμένων αναποφάσιστων.

Ο Νεοέλληνας, ως χαρακτήρας, ήταν η μεγάλη επιτυχία του. Γιατί πετύχαινε ο θεατής να ταυτίζεται μαζί του, ακριβώς επειδή τον μιμείται καλά και του σκαλίζει τις χαίνουσες πληγές του.

Ο σόουμαν, που πάντα είχε το προσόν του one-man-show, μπορούσε τη μια στιγμή να ντύνεται «Βιοπαλαιστής στη στέγη» και την άλλη τσολιάς για να περιοδεύσει ανά την υφήλιο φωνάζοντας «Sorry I’m Greek», την ώρα –βεβαίως, βεβαίως –που η Ελλάδα ήταν στο επίκεντρο και στο στόχαστρο μαζί των διεθνών μέσων ενημέρωσης και της διεθνούς κοινής γνώμης.

Ο ίδιος μπορούσε δε να είναι και τα δύο ταυτόχρονα και εναλλάξ: και το φοβισμένο μίζερο ανθρωπάκι δημοσιοϋπαλληλίσκος και ο φοβερός και τρομερός Κρητίκαρος με τη μαχαίρα –όπως ήταν και ο διπλός ρόλος του στην ελληνοαυστραλιανή κινηματογραφική παραγωγή «Φοβού τους Ελληνες». Και ο ευαισθητούλης σαν την ηρωίδα του με το «αχ, αχ τα πλευράκια μου» και ο χουλιγκάνος επαρχιώτης με το «ιχαααα, σούζα τ’ αλογάκ’».

Τη μια να τραγουδάει «Παπαθεμελή, Παπαθεμελή, απόψε ένας ναύτης το κορμί μου αμελεί» (ή μήπως «ασελγεί»;) και την άλλη να δίνει στον Δημήτρη Μητροπάνο –μετά τη Χαρούλα Αλεξίου –και τον Θάνο Μικρούτσικο το «Ψάξε στ’ όνειρό μας μήπως βρούμε πουθενά τον εαυτό μας» και στον Γιάννη Μπέζο «Το τραγούδι του ομοφυλόφιλου σκύλου».

Με την ίδια χάρη μπορούσε να τραβάει τις κοτσίδες του, ως Λυσιστράτη, στην κοσμαγάπητη παράσταση των Βουτσινά – Νικολακοπούλου – Κραουνάκη, κόντρα στη Λυσιστράτη της Αλίκης Βουγιουκλάκη, και να αντιπαρέρχεται το σκάνδαλο περί της απαλλαγής του από τον Στρατό.

Σταθερές αναφορές. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής είναι που επέμεινε να ντύσει ξανά Κρητίκαρο τον Λάκη Λαζόπουλο στον διεθνή «Ελ Γκρέκο» του, αυτόν, έναν Θεσσαλό, γεννημένο το 1956 στη Λάρισα και βαφτισμένο με το όνομα Απόστολος. Που είχε συνδέσει το όνομά του –μόλις αποφοίτησε από τη Νομική Κομοτηνής –με το λαμπρό ξεκίνημα και την άνθηση του Θεσσαλικού Θεάτρου, όπου πρώτος μετά τον Κώστα Χατζηχρήστο μαρκάρισε τον ρόλο του βλάχου, που φώτισε τις νύχτες της Ελεύθερης Σκηνής και τόλμησε να ανεβάσει σε έναν «προσωπικό» θεατρικό χώρο (τον οποίο απέκτησε χάρη σε καλές επαφές του με τον επιχειρηματικό κόσμο) έργα συγκίνησης για το νεοελληνικό σαράκι, αντιπαρερχόμενος τα σκανδαλάκια που έσκαγαν μέσα σε κότερα, φορτωμένα με πολλές φωτογενείς «μούρες».

Ο φοιτητικός του έρωτας στη Νομική Κομοτηνής, η δραμινή συμβία του Τασούλα, είναι η μεγαλύτερη θαυμάστρια του σόουμαν που έχει καταφέρει να τα κάνει όλα στην καριέρα του. Και η 22χρονη κόρη τους Μαριέλλη, η Μαριλού όπως τη φωνάζει, η μεγαλύτερη αγάπη και έγνοια του. Ο αδελφός του Κώστας είναι πάντα συνοδοιπόρος στις τηλεοπτικές παραγωγές του. Και η Αριστερά φαίνεται σαν αποκούμπι του. Ολα αυτά είναι οι σταθερές του.

Μένει μόνον το «Διά ταύτα», όπως ήταν ο τίτλος της τελευταίας του τηλεσειράς. Που στο τραγούδι των τίτλων (κατά Κραουνάκη), με τη φωνή του Γιώργου Μαργαρίτη, συμπυκνώνει το παράξενο, αμφίσημο –ενίοτε παρατραβηγμένο –σύμπαν του Λαζόπουλου και του «Λ.Λ.» στον τοίχο των Εξαρχείων: «Αφορολόγητα μένουν τα πάθη μοναχά τα ανομολόγητα / και ανομήματα, γι’ αυτό γεμίζουν μέρα νύχτα όλα τα τμήματα, / όλα εις βάρος σου και το παιδί νά ‘χει τα μάτια του κουμπάρου σου»…