Πώς έμοιαζε άραγε ο διάβολος τη νύχτα που εμφανίστηκε ενώπιον ενός νεαρού μαύρου μουσικού σε ένα σταυροδρόμι του Μισισίπι, πήρε την κιθάρα του, την κούρδισε δεόντως και αφού έπαιξε μερικά τραγούδια τού την επέστρεψε μαγεμένη; Κανείς δεν ξέρει ακριβώς, αφού ο Ρόμπερτ Τζόνσον, ο συμβαλλόμενος της φαουστικής εκείνης συμφωνίας, θα παρέδιδε σύντομα την ανταλλαγμένη ψυχή του, προφταίνοντας να διηγηθεί την ιστορία σε λίγους. Εκείνοι λογικά υπέθεταν ότι ο μικρός είχε συναντήσει τον αφρικανικό θεό Legba, θαμώνα διασταυρώσεων, που φορούσε ψάθινο καπελάκι και συνοδευόταν από ένα ψωραλέο σκυλί. Ετσι κι αλλιώς, σημασία έχει ότι ο Τζόνσον, γεννημένος το 1911 στο Χέιζελχερστ, περιπλανημένος με την εργάτρια βαμβακοφυτείας μητέρα του, από εκείνη τη νύχτα κι έπειτα θα άφηνε πολλά στόματα ανοιχτά μπροστά στις κιθαριστικές ικανότητές του. Αρχισε να εμφανίζεται σε νέγρικα παραπήγματα, αγάπησε το ποτό, τον ποδόγυρο, πέθανε μάλλον δηλητηριασμένος, τα 29 τραγούδια όμως που ηχογράφησε θα επηρέαζαν μουσικούς όπως οι Ερικ Κλάπτον, Τζίμι Χέντριξ ή Μπομπ Ντίλαν. Δεκαετίες αργότερα θα ανακηρυσσόταν κάτι σαν ο πατέρας των μπλουζ.

Αυτή είναι η ιστορία που επιχειρούν να αφηγηθούν πάνω – κάτω ο σεναριογράφος Jean-Michel Dupont και ο σχεδιαστής Mezzo σε ένα κόμικ ομότιτλο με το τραγούδι του μουσικού «Love in Vain» (εκδ. Glenat). Και όταν λέμε «πάνω – κάτω», εννοούμε ότι πρόκειται όντως για μια ιστορία θολή, που ίσως για αυτό έγινε τόσο γοητευτική. «Για ένα μεγάλο διάστημα, τίποτα δεν ήταν γνωστό για τη φιγούρα του, η πρόκληση για εμάς επομένως ήταν να του δώσουμε ζωή, χωρίς όμως να προσθέσουμε πολλά στοιχεία που θα αφαιρούσαν το μυστήριό του» έλεγε πρόσφατα ο Dupont. Ο Mezzo, από τη μεριά του, δήλωνε ότι «ένας από τους στόχους μας ήταν να δημιουργήσουμε εικόνες που καθεμία είχε από πίσω της μουσική, ώστε να αποκαταστήσουμε μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα και να αποδώσουμε μια μπλουζ ευαισθησία στο οπτικό αποτέλεσμα». Πώς το κατόρθωσαν αυτό; Με ένα κόμικ 72 ασπρόμαυρων σελίδων που παρουσιάζει τον Τζόνσον χλωμό και εξασθενημένο, να υφίσταται τις φυλετικές διακρίσεις της εποχής, να περιπλανιέται σε δρόμους και καταγώγια, να φροντίζεται από τις γυναίκες που αγάπησε και κυρίως με εικόνες άλλοτε εξπρεσιονιστικές, άλλοτε όμοιες με ξυλογραφία, που δίνουν έμφαση και στα τοπία. Με τα λευκά σημεία τους να μοιάζουν ξυσμένα σχεδόν, ανάμεσα από παχιές γραμμές, βαριές και μαύρες, σαν τον ιδρώτα του διαβόλου.

«Τα μπλουζ του Ρόμπερτ Τζόνσον», έλεγε εξάλλου πρόσφατα ένας περίπου «κοντοχωριανός» του, «είναι τόσο βαριά όσο το να ακούς τον Νίτσε να μιλάει για τη ζωή και τον θάνατο». Ηταν τα λόγια του Ishmael Wadada Leo Smith, που δεν παίζει μπλουζ βέβαια αλλά αυτοσχεδιαστική τζαζ. Γεννήθηκε κι εκείνος στο Δέλτα του Μισισιπή το 1941, τρία χρόνια αφότου ο Τζόνσον πήγε να τηρήσει τη συμφωνία του, αγάπησε τον Λούις Αρμστρονγκ και επιχείρησε να συνθέσει μια τζαζ ιστορία του κινήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μαύρων. Δεν είναι άμεση η αντιστοιχία των δύο μουσικών, μια από τις εφαπτομένες τους όμως μπορεί να είναι η εξής: ενώ ο Leo Smith έλεγε παλιότερα ότι η ενέργεια της μουσικής του είναι «δώρο από τον δημιουργό», κάπως έτσι σχεδόν και οι συνομήλικοι ή πρεσβύτεροι μουσικοί του Ρόμπερτ Τζόνσον ήξεραν ότι οι όχι και τόσο ασυνήθιστες για την εποχή ιστορίες για σταυροδρόμια άλλο πράγμα σήμαιναν. Οτι πραγματική θρησκεία για τους παλιούς μπλουζίστες ήταν η μουσική τους.

Ishmael Wadada Leo Smith

Ο «απόγονος» μιας μεγάλης παράδοσης

Το έργο «Δέκα καλοκαίρια ελευθερίας», είναι η απόπειρα σύνθεσης μιας τζαζ ιστορίας του κινήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μαύρων την περίοδο 1954-1964. Αν αυτό ακούγεται παράξενο, αξίζει να προστεθεί κι ότι ο Ishmael Wadada Leo Smith είναι ένας μουσικός που ανέπτυξε τη δική του μέθοδο μουσικής σημειογραφίας, που ασπάστηκε τον ρασταφαριανισμό και κατόπιν τον ισλαμισμό και που, τέλος πάντων, μόνο καλλιτέχνης από καλούπι δεν είναι. Λογικά, θα το αποδείξει απόψε (Σάββατο) στις 20.30 στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, όπου εμφανίζεται μαζί με το Golden Quartet. Οι τιμές των εισιτηρίων ξεκινούν από 5 ευρώ (ανέργων) και φτάνουν στα 28.