Τα φώτα της ράμπας δεν φτάνουν εκεί όπου εργάζονται. Και η δουλειά τους δεν σταματά στην εκάστοτε πρεμιέρα. Οι αθόρυβοι εργάτες των παρασκηνίων είναι σε διαρκή ετοιμότητα για να παρέμβουν, να συνδράμουν καίρια την άρτια και ομαλή εξέλιξη της παράστασης. Πρέπει μάλιστα να λειτουργούν σαν κυψέλη.

Αρκεί ένα παράδειγμα: χωρίς την υπογραφή του τεχνικού φωτισμού, θέατρο δεν παίρνει άδεια λειτουργίας. «Ο τεχνικός φωτισμού είναι υπεύθυνος για την ασφαλή λειτουργία του θεάτρου», εξηγεί ο Χρήστος Μούγιος που ασκεί το επάγγελμα. Στις αρμοδιότητές του είναι η άψογη λειτουργία συστημάτων πυρανίχνευσης – πυρασφάλειας, οι προδιαγραφές φωτισμού ανάγκης στην αίθουσα, στις σκάλες και στην έξοδο κινδύνου. Γι’ αυτό και οφείλει να έχει ανάλογη κατάρτιση μέσα από εξειδικευμένα σεμινάρια (πυρασφάλειας – πυρόσβεσης, πρώτων βοηθειών) πέραν της ειδικότητάς του.

Η πορεία του Χρήστου Μούγιου έχει σημείο εκκίνησης το ιστορικό θέατρο Αμόρε πίσω στο 1989. Εκτοτε έχει περάσει από πολλά θέατρα και σήμερα εργάζεται στο θέατρο Πόλη της Πλατείας Βικτωρίας. «Πρέπει να φωτίσω σωστά τη σκηνή και τον ηθοποιό. Αυτό είναι το μέλημά μου. Μια διαδικασία επικίνδυνη και διόλου απλή. Δεν βάζω απλώς μια σκάλα και ανεβαίνω για να ρυθμίσω κατάλληλα τους προβολείς. Πρέπει να είμαι δεμένος με σχοινιά, να υπάρχει κάποιος να τα κρατά κι ένας άλλος να κρατά τη σκάλα».

Ολα όμως τα προηγούμενα μοιάζουν παιχνιδάκι μπροστά σε μια θεατρική περιοδεία. «Δουλειά του τεχνικού φωτισμού είναι να φορτώσει τον εξοπλισμό στο φορτηγό, να τον ξεφορτώσει, να στήσει τα φώτα στο σημείο και να περιμένει να πέσει ο ήλιος για να κάνει τις κατάλληλες ρυθμίσεις. Σε περίπτωση που χαλάσει ο καιρός πρέπει να το προβλέψει για να καλύψει φώτα, καλώδια, κονσόλα. Στο τέλος της παράστασης θα πρέπει να ξεστήσει, να πακετάρει, να φορτώσει και να ταξιδέψει για τον επόμενο σταθμό της περιοδείας», εξηγεί ο Χρήστος Μούγιος.

Κρυμμένοι μηχανισμοί

Ο σχαρίστας είναι από τα επαγγέλματα ειδικών αποστολών του θεάτρου. Είναι ο μηχανικός σκηνής. Που πάει να πει ότι χειρίζεται όλους τους μηχανισμούς της σκηνής οι οποίοι δίνουν κίνηση στα μέρη του σκηνικού προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι μηχανισμοί μπορεί να είναι ηλεκτροκίνητοι ή μηχανοκίνητοι. Αλλά η δράση του δεν σταματά εκεί. «Το καλοκαίρι του ’97 έπρεπε να ντύσουμε την εσωτερική περίμετρο του Ηρωδείου με τελάρα λαμαρίνας μεγάλων διαστάσεων για τις ανάγκες της παραγωγής «Η δύναμη του πεπρωμένου» του Βέρντι, θυμάται ο 38χρονος Αλέξανδρος Τσέρης, σχαρίστας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από το 1997 –δηλαδή τη μισή του ζωή. «Ανεβαίναμε σε σκαλωσιές ύψους 15 μέτρων για να τρυπήσουμε και να βιδώσουμε τα φύλλα λαμαρίνας» συνεχίζει την περιγραφή. Δουλειά του είναι να συναρμολογεί και να στήνει τα σκηνικά –κάποια έχουν βάρος που μπορεί να φθάσει και τον ένα τόνο -, να τα στηρίζει και να τα ανεβοκατεβάζει από τα σταγκόνια (σ.σ. οι μεγάλες μεταλλικές μπάρες οροφής πάνω από τη σκηνή) τα οποία είτε είναι χειροκίνητα (όπως στη Λυρική που κινούνται με αντίβαρα) ή ηλεκτροκίνητα (όπως στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών).

Για τον σχαρίστα «δεν υπάρχει το ανέφικτο. Πρέπει να κάνουμε πατέντα για να δώσουμε λύση». Η δουλειά έχει και τα απρόοπτά της. «Μια φορά έπεσε κρεμαστό σκηνικό από μεγάλο ύψος στης σκηνή, ευτυχώς σε διάρκεια πρόβας χωρίς να πάθει κάτι κανείς». Παράσταση δεν έχει δει ποτέ. Για εκείνον όπως και τους συναδέλφους του αυτές είναι ώρες εργασίας. «Μου μένει η μουσική και η αύρα του έργου από τις πρόβες».

Το στήσιμο των σκηνικού και οι αλλαγές τους στη διάρκεια της παράστασης είναι αρμοδιότητα του μηχανικού σκηνής, εξηγεί ο Χρήστος Πιτατζής, υπεύθυνος μηχανικών σκηνής στην ΕΛΣ, που μπήκε στα 26 του και σήμερα είναι 57 ετών. Οι μηχανικοί σκηνής αποτελούν τις «ειδικές δυνάμεις» του θεάτρου. «Είμαστε παντού. Μοντάρουμε τα σκηνικά, ανεβαίνουμε στα πατάρια, ελέγχουμε τα σταγκόνια» και την ώρα της παράστασης πρέπει να έχουν αστραπιαία ανακλαστικά ώστε στις αλλαγές σκηνών «να αλλάξουμε τα σκηνικά». Ρεπό, αργίες και γιορτές μοιάζουν λέξεις άγνωστες διότι «ερχόμαστε να βοηθήσουμε τους συναδέλφους βάρδιας. Είμαστε πλέον λίγοι, λόγω συνταξιοδοτήσεων, και οι παραστάσεις πολλές». Από τα απρόοπτα που θυμάται η εξάρθρωση ώμου που υπέστη όταν επιχείρησε να σηκώσει ένα βαρύ σκηνικό. «Οι περισσότεροι όμως υποφέρουν από τη μέση τους», σημειώνει.

Την ταχύτητά της μάλλον θα την ζήλευε και ο Road Runner, o σπιντάτος ήρωας καρτούν. Η ενδύτρια Ελένη Λάσκαρη μέσα σε τέσσερα δευτερόλεπτα έπρεπε να μεταμορφώσει έναν μονωδό από γυναίκα σε άνδρα στην όπερα «Ετσι κάνουν όλες», που επαναλαμβάνεται απόψε, αύριο, 8 και 9 Νοεμβρίου. «Ο μονωδός φεύγει από τη σκηνή με γυναικεία ρούχα, ανεβαίνει μια σκάλα, εγώ είμαι κρυμμένη πίσω από το σκηνικό στο πατάρι με το κοστούμι του ανδρικού ρόλου στο χέρι και μέσα σε τέσσερα δευτερόλεπτα, πριν ανοίξει την πόρτα για να εμφανιστεί από μπαλκόνι πρέπει να του έχω δώσει τα ρούχα και να του βάλω και μουστάκι», περιγράφει.

Η δουλειά της αμπιγέζ δεν σταματά ποτέ. Το στρατηγείο της είναι ένα μικρό δωμάτιο στα σωθικά του θεάτρου (εν προκειμένω της Εθνικής Λυρικής Σκηνής), πλάι στα καμαρίνια. Εκεί επιδιορθώνει και φροντίζει να είναι καθαρά και καλοσιδερωμένα τα κοστούμια των λυρικών ηθοποιών και παράλληλα να έχει όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ που απαιτεί το κοστούμι κάθε ρόλου. Αλλά η αθόρυβη, πλην όμως σημαντική αποστολή της συνεχίζεται μέχρι και στη σκηνή ακόμα και σε ώρα παράστασης, διότι υπάρχουν έργα –εξηγεί η κ. Λάσκαρη (αν και με σπουδές λογιστικής την κέρδισε το επάγγελμα της αμπιγέζ) –με διαρκείς εναλλαγές κοστουμιών. «Για παράδειγμα στον «Μάκβεθ» που είχε παρουσιαστεί στο Μέγαρο μέσα σε τέσσερα λεπτά έπρεπε να αλλάξουν 35 άτομα κοστούμια και μακιγιάζ. Τότε ήμασταν επί ποδός εννέα ενδύτριες. Εκεί να έβλεπες αγώνα ταχύτητας», θυμάται. «Εχει τύχει να βρίσκομαι στη σκηνή πίσω από ηθοποιό σε παράσταση της όπερας «Ξέρξης» του Χέντελ για να του αλλάξω ρούχα. Ευτυχώς δεν φάνηκα διότι το κοστούμι ήταν μεγάλο και μ’ έκρυβε», λέει.

Ψυχοθεραπευτές των ηθοποιών

Από τα επαγγέλματα υπό εξαφάνιση, και λόγω κρίσης, η αμπιγέζ (ή αμπιγέρ όταν πρόκειται για άνδρα) επιτελεί ατύπως και χρέη ψυχοθεραπευτή για τους ηθοποιούς. «Η καθημερινή επαφή βοηθά να οικοδομηθεί σχέση ουσιαστική. Εκφράζουν προβληματισμούς, ανησυχίες, εκδηλώνουν ανασφάλειες». Και για την ειδικότητα αυτή επίσημες αργίες και οικογενειακές γιορτές είναι άγνωστες λέξεις. Στα 22 χρόνια που εργάζεται έχει παρακολουθήσει δύο μόνο παραστάσεις. «Μία από τους «Απάχηδες των Αθηνών» στο θέατρο Ακροπόλ και μία από τον «Ζορμπά», απλώς διότι ήμουν πρωινή βάρδια και στις δύο περιπτώσεις».

Ο Μικέλ Ντούσκου, από την αλβανική Πρέσπα, είναι γνωστός στη θεατρική πιάτσα ως ο άνθρωπος – ορχήστρα. Εδώ και δέκα χρόνια κάνει –και είναι –τα πάντα στη θεατρική σκηνή Ζωή Λάσκαρη του πολυχώρου πολιτισμού Αθηναΐς: από φροντιστής, τεχνικός σκηνής, καθαριστής, υποβολέας μέχρι και φύλακας. Οποιαδήποτε εργασία από οποιονδήποτε πρέπει να γίνει στο θέατρο περνά από εκείνον. Ο ηχολήπτης, ο ηλεκτρολόγος, οι τεχνικοί, οι ταξιθέτριες με τον Μικέλ συνεννοούνται. Η σκηνή είναι το βασίλειό του και το άβατο για τους υπόλοιπους. Μόνον εκείνος την καθαρίζει. «Γιατί αν πάει άλλος και σβήσει τα σημάδια που βάζω στα σημεία όπου θα σταθούν οι ηθοποιοί στη σκηνή, μπορεί τα φώτα να μην πέφτουν πάνω τους και να δείχνουν κακοφωτισμένοι», εξηγεί.

Φροντίζει τα έπιπλα και τα μικροαντικείμενα του σκηνικού να είναι ακριβώς στις θέσεις τους, κάνει και τον αμπριγέρ. «Το πιο δύσκολο κομμάτι της δουλειάς είναι όταν είμαι στη σκηνή, στο σκοτάδι, και πρέπει να αλλάξω γρήγορα σκηνικό σωστά την κατάλληλη στιγμή και σύμφωνα με τις ατάκες του ηθοποιού». Κι όταν δεν κάνει αυτό, εκτελεί και χρέη υποβολέα από τα παρασκήνια. «Ο ηθοποιός μπορεί να κάνει ένα λάθος κι εγώ να τον σώσω. Εγώ δεν επιτρέπεται να κάνω λάθος», λέει ο Μικέλ Ντούσκου.

Η δουλειά του ταμία μοιάζει εύκολη, όμως δεν είναι. «Από τον Οκτώβριο έως το Μάιο το θέατρο γίνεται το επίκεντρο της ζωής μου» ομολογεί η Γιώτα Λεμπέση (κάνει αυτή τη δουλειά από τη δεκαετία του ’90), που την βρίσκω στο κλειστοφοβικών διαστάσεων ταμείο στον κάτω χώρο του θεάτρου Ιλίσια – Βολονάκης. Ολα τα ταμεία είναι μικροκαμωμένα. Οπως συμβαίνει και με τις άλλες ειδικότητες επαγγελματιών, όταν άλλοι απολαμβάνουν τα οικογενειακά τραπέζια τις Κυριακές ή τις γιορτές, ο ταμίας εργάζεται. «Είναι μια δουλειά που σε θέλει δέσμιο», παραδέχεται, «αναγκάζομαι να διαβάζω τον γιο μου που είναι στο σπίτι μέσω skype». «Μοιάζει απλή αλλά δεν περιορίζεται στο διεκπεραιωτική έκδοση εισιτηρίων, όπως ίσως φαντάζεται κάποιος» προσθέτει. Ο σωστός ταμίας οφείλει να προτείνει θέσεις για να έχει καλή ορατότητα ο θεατής διότι «ο ταμίας γνωρίζοντας τον χώρο έχει σαφή εικόνα της πλατείας, του εξώστη ή των θεωρείων. Σε κάποια θέατρα, για παράδειγμα, δεν είναι προνόμιο να βλέπει ο θεατής το έργο από την πρώτη σειρά καθισμάτων. Απλώς διότι είναι τόσο κοντά στη σκηνή και ένα μέτρο πιο ψηλά ώστε ο θεατής αναγκάζεται να κοιτάει δεξιά – αριστερά, λες και βλέπει αγώνα τένις. Αυτό όμως όταν το λέω σε κάποιους δεν το καταλαβαίνουν».

Ο ταμίας, ακόμα και ηλεκτρονικό σύστημα έκδοσης εισιτηρίων να έχει κάποιο θέατρο, απαντά στα τηλεφωνήματα των πελατών, πληροφορεί, διευκρινίζει κι εφόσον υπάρχει διαθεσιμότητα θέσεων αλλάζει θέσεις σε θεατές για να βλέπουν καλύτερα την παράσταση.Με αυτά που έχει ακούσει η κ. Λεμπέση θα μπορούσε να γράψει βιβλίο. «Μου έχουν ζητήσει εισιτήρια «πρώτη θέση πίστα». Στο «Δύο γυναίκες χορεύουν» που συνεχίζεται και φέτος κάποιοι μπερδεύονται από το ρήμα και ρωτούν αν είναι μιούζικαλ και παρά τις εξηγήσεις που δίνω επιμένουν «και γιατί στον τίτλο γράφετε ότι χορεύουν;». Σε άλλους δημιουργείται σύγχυση όταν διαβάζουν στις στήλες θεαμάτων ότι το θέατρο «αργεί» και ρωτούν «θα αργήσει πολύ;». Μια φορά σε άλλο θέατρο που εργαζόμουν ένας κύριος με πρόβλημα ακοής από το αριστερό αφτί ζητούσε θέση που να ακούει από το δεξί».

Ακόμα και τις ώρες των παραστάσεων ο ταμίας πρέπει να είναι στο πόστο του. «Και αυτό δεν είναι εύκολο. Μόνη μας συντροφιά τα τηλεφωνήματα των πελατών και τα βιβλία. Κατά τεκμήριο, οι ταμίες θεάτρων είμαστε βιβλιοφάγοι. Είναι πολλές οι ώρες της μοναξιάς».